Pin It

Ταξιδεύοντας με το μετρό, τον Ηλεκτρικό ή το τραμ έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με αγνώστους. Μπορείς να ανασάνεις την αύρα τους, να ρινηλατήσεις τα χνώτα τους και μ' ένα απότομο φρενάρισμα να πέσεις ξαφνικά στην αγκαλιά τους. Τόσο κοντά βρίσκεσαι σπανίως ακόμα και με τους οικείους σου. Περιεργάζεσαι ενδελεχώς τις φάτσες τους και μόλις οι ματιές διασταυρωθούν, χαμηλώνουν από ντροπή, λες και πιάστηκε ο ένας να ψάχνει με αδιακρισία τα συρτάρια του άλλου, να διαβάζει λαθραία το προσωπικό του ημερολόγιο, να εμφιλοχωρεί στα άδυτα της ψυχής του. Ξέρεις πως σε δέκα λεπτά, το πολύ σ' ένα τέταρτο, θα ανοίξει η πόρτα και θα κατεβούν, θα βυθιστούν στα ερέβη της ανυπαρξίας και θα 'ναι σαν να μην τους αντίκρισες ποτέ.

 

Ρωτάς με το βλέμμα μολαταύτα. Εξακολουθείς να παρατηρείς και την τελευταία λεπτομέρεια στα χαρακτηριστικά τους, την πιο αμυδρή ατέλεια, προσπαθώντας να μαντέψεις από πού έρχονται και πού πάνε, να διακρίνεις στις στιγμιαίες λάμψεις της έκφρασής τους τα βάσανα, τις ελπίδες, τα όνειρά τους. Ενα αλλόκοτο σάστισμα διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Εχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τον ξένο ως απειλή, να υψώνουμε τείχη μπροστά του, να κρυβόμαστε στον εαυτό μας, κλειδαμπαρώνοντας ερμητικά το όστρακό του. Τραυλίζουμε ενστικτωδώς ένα βροντερό «όχι» στην ανθρώπινη επαφή. Αφιλότιμη η τεχνολογία· ανυπόμονη. Με δυσνόητους κώδικες που αναγκάζουν τα άτομα να βγαίνουν ενίοτε απ' το καβούκι τους, να απογυμνώνονται ενώπιον της ομάδας, σ' ένα ανέλπιστο όσο και φλύαρο, εξομολογητικό στριπτίζ.

 

Αναμετριόμουν χθες, κατά τις εννέα το βράδυ, με την αμήχανη συνύπαρξη που κανοναρχούν οι ράγες. Διαγωνίως απέναντί μου αμφιταλαντευόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου μια κατάκοπη πενηντάρα. Αδύνατη, σχεδόν οστεώδης, με νεανικό ντύσιμο. Το σκαμμένο της πρόσωπο αποκάλυπτε μια δύσκολη ζωή. Ο διαπεραστικός κτύπος του κινητού της αναστάτωσε αίφνης την ομήγυρη. «Ναι, αγάπη μου, έρχομαι». Παύση. «Είχα μακαρόνια αλλά θα τα 'φαγαν τα παιδιά. Κοίτα στο ψυγείο μην περίσσεψαν τίποτα φρούτα» είπε θλιμμένα. «Αν πληρωθώ θα φέρω σουβλάκια».

 

Μου άρεσε η τρυφερότητα με την οποία απευθυνόταν στον άντρα της. Εμοιαζε μ' ένα αισιόδοξο «όχι» που αντιμαχόταν την καταχνιά των καιρών, επιχειρώντας να ισοσκελίσει το αποκαρδιωτικό «όχι, δεν υπάρχει φαΐ». Κατόπιν σχημάτισε έναν αριθμό στο καντράν. Ο εκνευριστικός ήχος της κλήσης τρυπούσε τη μονοτονία του βαγονιού. Μια, δυο, τρεις, πέντε, επτά… Αγωνιούσαμε όλοι μαζί της πότε θα το σηκώσει επιτέλους τ' αφεντικό. Κρυφοκοιταζόμαστε σαν συνωμότες, κάναμε ξόρκια. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση όμως. Αφού δεν λογοδοτεί σε κανέναν, κορόιδο είναι να καταβάλει τα δεδουλευμένα; Αγανακτούσαμε. Αρθρώναμε μεμονωμένα στεντόρεια «όχι» στην κατάρα των μνημονίων, που καταδικάζει στην ανέχεια τους ευάλωτους· εμάς τους ίδιους. Η αυθόρμητη αντίστασή μας τροχοπεδούσε στον επόμενο σταθμό, όπου ένας ένας αποχωρούσαμε για να χωθούμε στο αδιαπέραστο κέλυφός μας. Με μολυβένιους ουρανούς και κάμποσα νερά μας συνοδεύουν άναυδα τα μετέωρα.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top