02/11/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κτίζοντας την κάμαρη

Δημήτρης Παπανικολάου «Σαν κι εμένα καμωμένοι»: ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας Πατάκης, 2014, σελ. .
      Pin It

Δημήτρης Παπανικολάου
«Σαν κι εμένα καμωμένοι»: ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας
Πατάκης, 2014, σελ. 358

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Τι ήταν ο Καβάφης τελικά; Μονήρης, παθητικά εγκλωβισμένος και διαρκώς υπονοούμενος ή ένα ενεργητικά συνειδητοποιημένο ιστορικό υποκείμενο; Σιωπηλή και αλληγορική η καβαφική κάμαρη ή σφύζουσα στην ομιλούσα σιωπή της; Με ποιους όρους οφείλουμε να προσεγγίζουμε σήμερα την ποίησή του; Αισθητισμός και ερωτικότητα ή ερωτισμός και σεξουαλικότητα; Πού οφείλεται επιτέλους η διαρκής παρουσία του ποιητή;

 

Ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, καταφάσκει στους δεύτερους όρους των αντιθέσεων και αναγιγνώσκει τον Καβάφη ως έναν πρωτοπόρο και «πρωτοτυπικό ομοφυλόφιλο ποιητή της νεωτερικότητας», το δε καβαφικό έργο, ως «αρχικείμενο της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας» κατά την εξέλιξή της στον 20ό αιώνα. Για τον Παπανικολάου, ο Καβάφης ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε πολύ, ουσιαστικά και επιτυχημένα για τη σεξουαλικότητα. Εξ ου και διαβάστηκε και συνεχίζει να διαβάζεται άπληστα.

 

Στην προσπάθειά του να ξεκλειδώσει το καβαφικό εργαστήρι (νοούμενο ως μεγάλο κειμενικό σύστημα), ο Παπανικολάου κινείται με άνεση στις σύγχρονες πολιτισμικές σπουδές, τις οποίες χρησιμοποιεί χρόνια τώρα: από τη διατριβή του για τις σχέσεις ποίησης και λαϊκού τραγουδιού σε Ελλάδα και Γαλλία (Legenda, 2008), μέχρι τις πολιτικές/πολιτιστικές παρεμβάσεις του («Τα Νέα», «Η Kαθημερινή», «Η Αυγή», «Unfollow»). Θεωρητικά εργαλεία στην παρούσα μελέτη, ο Φουκό της ερωτικής επιθυμίας και του εξουσιαστικού λόγου και οι Σπουδές Φύλου και Σεξουαλικότητας.

 

Συναρπαστικό κείμενο, αμεσότητα ύφους, σχεδόν μυθιστορηματική η αγωνία, καθώς ξεδιπλώνεται το χρονικό της σεξουαλικής αυτοσυνείδησης του ποιητή. Ξεκάθαρη διατύπωση εξαρχής της βασικής θέσης, μετωπική επίθεση στα μεγάλα ονόματα των καβαφικών σπουδών, με τα κεφάλαια που ακολουθούν να υποστηρίζουν αναδρομικά την αρχική τοποθέτηση. Από το άνοιγμα του κριτικού ορίζοντα με τη βοήθεια των θεωριών του κοινωνικού φύλου και του έμφυλου λόγου της queer θεωρίας (κεφ. 1) στην ένταξη καβαφικών σημειώσεων στα δεδομένα της εποχής [βρετανικός αισθητισμός και γαλλική ντεκαντάνς, ομοερωτική λογοτεχνία και νομικοϊατρικές πραγματείες (κεφ. 2)]· από τις στρατηγικές υπέρβασης της κοινωνικής κατακραυγής και της αυτολογοκρισίας στην αποκάλυψη της ταυτότητας (κεφ. 3), και από την ειδική, προσωπική εμπειρία, προς τη συλλογική αυτογραφία των πολλών (κεφ. 4). Στο βάθος της σκοτεινής κάμαρης, η συνάντηση με τους «άλλους»: «φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι», και το καβαφικό «Θυμήσου σώμα» ως η «πιο καίρια ανάκληση της εννοιακής κατηγορίας που ονομάζουμε ανθρωπινότητα». Τέλος, χρήσεις και καταχρήσεις της εικόνας και του βίου του ποιητή σε ευρύτερα πολιτιστικά συμφραζόμενα, όπως, π.χ., η συγκριτική ανάγνωση του έγχρωμου «Καβάφη» του Σμαραγδή με τους ασπρόμαυρους «Τρώες» του Γιάνναρη (κεφ. 5).

 

Βρήκα ενδιαφέρουσες τις αναγνώσεις κάποιων ποιημάτων και, κυρίως, την ένταξη του έργου σε συμφραζόμενα που δεν είχαν απασχολήσει, από όσο γνωρίζω, μέχρι σήμερα την καβαφική κριτική. Αντιλαμβάνομαι, σε περιόδους έξαρσης του φοβικού λόγου, τον επιθετικό και, κατά τόπους, κατεδαφιστικό τόνο του βιβλίου, ή τις βολές εναντίων μερίδας της κριτικής (αν και η μπάλα εδώ παίρνει και κάποιους άδικα). Κατανοώ επίσης τη ρητορική υποτίμηση των «μικροφιλολογικών καβγάδων» για το μήκος των στίχων του ποιητή κ.λπ. σε ένα βιβλίο που προσπαθεί να αναδείξει την πολιτική της σεξουαλικότητας σε κεντρικό άξονα ή δεσπόζον μεγαθέμα της ποιητικής διαμόρφωσης του Αλεξανδρινού.

 

Σ’ αυτή την προσπάθεια, προφανώς κάποια ερωτήματα που τίθενται από το καβαφικό έργο μεγεθύνονται, άλλα μικραίνουν, κάποια αγνοούνται και σε άλλα ο συγγραφέας απαντά με τη δική του οπτική ή εφευρίσκει νέα. Είναι, όμως, το μόνο; Μπορεί, δηλαδή, η σεξουαλικότητα (έστω και σημασιολογικά διευρυμένη) να αποτελέσει αποκλειστικό ερμηνευτικό κλειδί για την ποίηση του Καβάφη ή και κάθε μείζονος ποιητικού έργου; Προσωπική, ταπεινή άποψη ενός μη καβαφιστή είναι ότι αυτό δεν αρκεί. Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι τίποτε μονομερώς δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις ποιητικές επιλογές του Αλεξανδρινού, είτε πρόκειται για υφολογικές και θεματικές επιλογές είτε για αφηγηματικές και μορφικές πραγματώσεις. Κατανοώ επίσης, για ένα βιβλίο γραμμένο σε μάκρος χρόνου, την ανάγκη του συγγραφέα να απαντήσει στις αρχικές κριτικές ή τις πρώιμες ενστάσεις, ακόμα και να υπερασπιστεί το έργο του έναντι πιθανών μελλοντικών κατηγοριών «αναγωγισμού». Οπως, όμως, τελικά ισχυρίζεται και ο Παπανικολάου, η πολιτική της σεξουαλικότητας είναι μια υποτιμημένη, πλην πολύπλοκη, πλευρά της ποιητικής του Καβάφη, η οποία πρέπει να συνδυαστεί και με άλλες πλευρές της: τη χρήση της Ιστορίας, τον ελληνοκεντρισμό και τη σχέση με την ελληνική ταυτότητα, τη σύνδεση με τον μοντερνισμό και τον ρεαλισμό. Κατά συνέπεια, βρίσκω άκομψη, αν όχι υπερβολική, την προκαταβολική σύσταση προς τη διαφωνούσα μελλοντική κριτική «να κοιτάξει τα δικά της στεγανά και τις δικές της φοβίες».

 

Νομίζω ότι ένα από τα πιο χρήσιμα μαθήματα της φεμινιστικής κριτικής, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκε αρχικά η μελέτη της σεξουαλικότητας, είναι ακριβώς η αμφισβήτηση της αντιθετικής λογικής που τρέφει, προστατεύει και συντηρεί την έννοια κάθε προνομίου, όποιου προνομίου.

 

Αν απλώς αντικαταστήσουμε τους πρώτους όρους των αντιθέσεων με τις οποίες άρχισα το σημερινό σημείωμα, με τους δεύτερους, πιθανόν να βρεθούμε «σε μια επ’ άπειρον παλινδρόμηση εντός μιας οικονομίας της καταπίεσης» (βλ. Ελίζαμπεθ Α. Μηζ: «Πολιτική της σεξουαλικότητας και κριτική απόφανση»).

 

Scroll to top