ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

02/11/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η νοσταλγία σε άνοδο

      Pin It

Του Νικόλα Σεβαστάκη*

 

Υπάρχει μια δυνατή έλξη μεταξύ κρίσης και νοσταλγίας. Η πρώτη θραύει δεσμούς βαθαίνοντας τα ρήγματα των συγχρόνων με τον ίδιο τους τον καιρό, με την εποχή τους. Η νοσταλγία, τότε, παρεμβάλλεται ως ανώδυνη υπόσχεση επανασύνδεσης με τον χαμένο χρόνο: με όψεις που τις προσπεράσαμε βιαστικά, με πρόσωπα που τα συναντήσαμε πολύ βιαστικά, με ιστορικούς τόπους οι οποίοι ζωγραφίζουν εντός μας εικόνες μακαριότητας ή μεγαλείου.

 

Η λογοτεχνία, λοιπόν, θα ήταν αδύνατο να προσπεράσει τους νοσταλγικούς τόνους. Το πώς θα τους διαχειριστεί είναι το ζητούμενο, ώστε να αποφύγει τις συνήθεις υποτροπές: τη γλυκερή αναβίωση, την υπερβολική ζεστασιά, την εξιδανίκευση των τρόπων ζωής της «μη αλλοτριωμένης» Ελλάδας.

 

Αλλά η νοσταλγία δεν αφορά μόνο μια λογοτεχνία της εντοπιότητας και των ανακτημένων σπόρων της ζωής, όπως αυτή του Γιάννη Μακριδάκη. Μπορεί να συνυφαίνεται και με τη γοητεία την οποία ασκούν πάνω μας οι «ένδοξες δεκαετίες» της μεταπολεμικής ευημερίας. Τουλάχιστον για εκείνη τη λογοτεχνία η οποία δεν χειρίζεται εμπειρίες πολιτικής βίας και εμφύλιες μνήμες, τα αισθήματα και τα αντικείμενα που έφεραν έναν μοντέρνο αέρα στη ζωή των μεταπολεμικών γενεών γίνονται η πρώτη ύλη νοσταλγικής επεξεργασίας. Ο αναγνώστης που διαβάζει, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου «Expo 58» πιάνεται στο δίχτυ της νοσταλγίας για το ίδιο το μοντέρνο στην ορμή του, στην ικανότητά του να εντυπωσιάζει το βλέμμα. Συγχρόνως, ο συγγραφέας μεταδίδει την αίσθηση του παράλογου των σχέσεων ή των σκέψεων του Ψυχρού Πολέμου. Ο ήρωάς του, Τόμας Φόλεϊ, μας απευθύνεται ως ένα συγκινητικό κράμα Αγγλου επαρχιώτη, καταπιεσμένου υπαλλήλου και ανοιχτού στην «υπόσχεση του καινούργιου» Ευρωπαίου. Στο «Expo 58», ο νοσταλγικός τόνος είναι εξ ολοκλήρου αστικός: σαν να αφορά ένα από τα πρώτα μοντέλα καφετιέρας ή το ανοράκ που φορούσαν οι νέοι του ’50 για να το ξαναανακαλύψουμε εμείς στα τέλη του ’80.

 

Κακά τα ψέματα όμως: στην ύστερη νεωτερική μας εποχή, η νοσταλγία γίνεται ιδεολογία. Το κοινωνικοπολιτικό κλίμα ευνοεί τη μυθοποίηση των στιγμών της ανέμελης κατανάλωσης ή της περίφημης «χωμάτινης» απλότητας και του αυθεντικού βιώματος. Ο ανυπότακτος λαός, ο Ζαχαριάδης, οι συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στους καιρούς του παγοπώλη ή τα ψυχεδελικά φλοράλ πριντς της δεκαετίας του ’70, όλα πλέον μπορεί να μεταμορφωθούν σε αξεσουάρ ελαφρών συγκινήσεων.

 

Και η νοσταλγία ως προσωπικό φανταστικό μουσείο θα πλουτίζει πάντα τα εκθέματά της. Από εκεί και πέρα, η καλή λογοτεχνία μαθαίνει να κάνει τους λογαριασμούς της με όλες τις μυθολογίες που από ιδιωτικές γυρεύουν να γίνουν δημόσιες και δεσμευτικές. Κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε και ως προς τον χειρισμό των κυμάτων νοσταλγίας.

 

………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ο Ν. Σεβαστάκης είναι συγγραφέας και πανεπιστημιακός

 

Scroll to top