23/02/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γράμμα σε μια παλιά ποιήτρια

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ- Βιβλιοστάτης

 

Toυ Αχιλλέα Κυριακίδη

 

Ξαναδιαβάζοντας το «Μ’ ένα στεφάνι φως» της Τζένης Μαστοράκη (Κέδρος, 1989).

 

Αλαλος, άλαλος, κάνω κι εγώ ο συφοριασμένος ένα σάλτο μπας και σας προλάβω εκεί που τρέχετε αλαφροπαρμένη, αγκομαχώντας ο φτωχός, γιατί, μη βλέπετε, κι εμένα μ’ έχουν πάρει πια τα χρόνια κι ένας θεός ξέρει πού με πάνε κι αν θα ’χουμε εκεί κάτω παιδεμούς ή πανηγύρια λαμπερά όπου κι η ποίηση θα ’ναι στοίχημα ή, το πολύ, εκείνος ο χιτώνας όπου επώνυμοι φρουροί διακυβεύουν το μέλλον μας

 

«κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ»

 

γιατί κι εγώ, μη βλέπετε, γηράσκω αεί γηράσκων, κι ούτε έπεσαν στο μερτικό μου τίποτα όνειρα «ωραία και αχρεία» να τα κάνω στίχους, να μνημονεύομαι κι εγώ όταν ο κίνδυνος, να μπω κι εγώ στο σόι σας, ποιητής εξ αγχιστείας

 

«γιατί κανείς, κανείς δε θέλει να τον λησμονούνε»

 

ούτε εγώ, μη βλέπετε, γι’ αυτό και βρέθηκα πνιγμένος μέσα σε βαθιά ποιήματα, υπνοβατώντας στο «έξυπνον ενύπνιον», ακυρωμένος απ’ τη φύση των πραγμάτων, άλαλος μ’ άλλα λόγια, λωλαμένος, τέλεια απολωλώς, γιατί εγώ γεννήθηκα να χάνομαι, όπως γεννιούνται οι πιο πολλοί για να ’ναι βέβαιοι, όπως αιμομικτούν οι λέξεις μεταξύ τους, δεν είναι να τις βάζουμε μονάχες στο μουσείο γιατί μαραίνονται, δεν αναπνέουν και σιωπούν, όπως τα σύμφωνα αν δεν τους βάλεις από δίπλα κι ένα ωραίο θηλυκό φωνήεν να ηχοβολήσουν

 

«ουρλιάζει το αίμα»

 

και πώς να μην ουρλιάζει δηλαδή, όταν με κάτι τέτοια αγαπά και αγάλλεται, γιατί κι εγώ, μη βλέπετε, διόλου δεν άργησα να ονειρευτώ τους στίχους σας μέσα στον πιο νικητήριο ύπνο μου.

 

Κατά τα άλλα, διεστραμμένες ιστορίες για τα βαθιά. Καταδύομαι. Αν δείτε να με σταματούν για τα διόδια και να ψάχνομαι, να ελπίζω πως θα μου δανείσετε λίγο απ’ το μαγικό σας άλλοθι;

 

Πάντα δικός σας, Ιφιγένεια. Το ξέρετε.

 

ΥΓ. Μονάχα οι ποιητές ξέρουν γιατί γράφονται ποιήματα. Δεν είμαι ποιητής.

 

Scroll to top