Pin It

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Στον Τζον Κέιτζ άρεσε να επαναλαμβάνει «I have nothing to say and I am saying it». Δηλαδή: «Δεν έχω τίποτα να πω και το λέω». Κι ίσως τελικά σε αυτές τις λίγες λέξεις να κρύβεται η τεράστια δύναμη της μουσικής του.

 

Η τέχνη του -έλεγε- αντλούσε έμπνευση από το παράδοξο, ενώ ο ίδιος δούλευε προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τού «τίποτα». Για κάποιους ο Τζον Κέιτζ ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που μιλούσε για ακατάληπτες έννοιες κι οδηγούνταν συχνά σε εκκεντρικότητες.

 

Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα συνθέτης που καθόρισε τη σύγχρονη μουσική ζώντας σε έναν κόσμο υπερβάσεων και πλήρους απελευθέρωσης.

 

Δύο βραδιές στο τόσο ιδιαίτερο σύμπαν του θα περάσουν όσοι βρεθούν στη Στέγη απόψε και αύριο. Σήμερα ο πιανίστας Νίκος Λαάρης παρουσιάζει οκτώ έργα του, ενώ το Σάββατο το αφιέρωμα ξεκινά από τις δύο το μεσημέρι και είναι εμπνευσμένο από τα περίφημα «Musicircus» του.

 

Ο Αμερικανός που όρισε τι σημαίνει πρωτοπορία στη μουσική ήταν συγχρόνως φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός, χαράκτης, καθώς και συλλέκτης μανιταριών!

 

Αγαπούσε το κάπνισμα και το αλκοόλ, γοητευόταν από τη φιλοσοφία της Ανατολής, ακολουθούσε μακροβιοτική διατροφή (έπειτα από συστάσεις της Γιόκο Ονο), θεωρούσε τον ήχο που έφτανε από τους πολύβουους δρόμους του Μανχάταν σπουδαία μουσική δημιουργία. Υποκλινόταν στη σιωπή, σταματούσε κάθε παίξιμο για να αφουγκραστεί το περιβάλλον.

 

Δική του, άλλωστε, είναι η σύνθεση του 1952 «4’33». Ενα έργο διάρκειας 4 λεπτών και 33 δευτερολέπτων στο οποίο δεν παίζεται ούτε μια νότα.

 

Πέρα από τις προκλήσεις, ο Κέιτζ επινόησε το προετοιμασμένο πιάνο. Το 1940, ελλείψει χώρου για ένα σύνολο κρουστών, αναγκάστηκε να βάλει στις χορδές του πιάνου του διάφορα αντικείμενα προκειμένου να βγαίνουν περίεργοι ήχοι.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα δύο έργα που θα ακουστούν στη Στέγη απόψε «Bacchanale» και «A Valentine out of Season», όπου χρησιμοποιούνται λάστιχα, βίδες, μπουλόνια, λωρίδες μπαμπού, κομμάτια ξύλου και νομίσματα.

 

Τα έργα αυτά αλλά και η «Σουίτα για toy piano» και το «Dream» έχουν άμεση σχέση με τον χορό. Τα τρία πρώτα χορογραφήθηκαν από τον σύντροφό του, τον σπουδαίο Αμερικανό χορογράφο Μερς Κάνινγκχαμ, ενώ το «Dream» γράφτηκε ειδικά γι’ αυτόν. Οι υπόλοιπες συνθέσεις της βραδιάς είναι μεταγενέστερες και διαφορετικής αισθητικής.

 

Στο «Water Music» θα χρησιμοποιηθούν ραδιόφωνο, σφυρίχτρες, δοχεία νερού, τράπουλα. Το HPSCHD (από την αγγλική λέξη harpsichord: τσέμπαλο) αποτελείται από επτά σολιστικά μέρη για ένα έως επτά τσέμπαλα και 1 έως 52 μαγνητοταινίες (επιμέλεια μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, Θεόδωρος Λώτης).

 

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και η αυριανή βραδιά κατά τη διάρκεια της οποία θα στηθεί στη Στέγη ένα υπαίθριο «μουσικό τσίρκο». Το «Musicircus» είναι μια ιδέα που ο ίδιος παρουσίασε πρώτη φορά το 1967 στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις.

 

Στο απελευθερωτικό πνεύμα της εποχής, δεκάδες μουσικοί και καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν μπροστά σε ένα κοινό που έσφυζε από ζωή και όλοι μαζί έδωσαν την παράστασή τους. Εν ολίγοις, μια καλλιτεχνική συνύπαρξη χωρίς κανόνες, αφετηρία, θεματική ή τεχνική.

 

Το «δικό μας» Musicircus (ιδέα-μουσικολογική επιμέλεια, Ανάργυρος Δενιόζος) θα εκτυλίσσεται επί έξι ώρες σε διάφορους χώρους της Στέγης και οι θεατές θα περιπλανώνται ελεύθερα για να ακούσουν τους 40 και πλέον μουσικούς που συμμετέχουν. Θα ακουστούν συνθέσεις από όλες τις περιόδους της δημιουργίας του.

 

Η πρώτη επαφή του Τζον Κέιτζ με το όργανο που τον καθόρισε αργότερα ήταν τα μαθήματα πιάνου στην τετάρτη Δημοτικού. Εκκεντρικός βέβαια ήταν πριν καν ενηλικιωθεί. Το 1928, στα 16 του, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας και γράφτηκε στο «Pomona College» του Κλερμόντ, το οποίο, ωστόσο, εγκαταλείπει το 1930 δηλώνοντας με περιφρόνηση ότι «το κολλέγιο δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα σε έναν συγγραφέα».

 

Πολλά χρόνια μετά, το 1991, υπερασπιζόταν ακόμα εκείνη την επιλογή του. «Σοκαρίστηκα βλέποντας 100 συμφοιτητές μου στη βιβλιοθήκη να διαβάζουν τα ίδια βιβλία. Αντί για αυτό, πήγα στα ράφια και διάβασα το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε από έναν συγγραφέα που το όνομά του άρχιζε από Ζ. Πήρα τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη μου.

 

Αυτό με έπεισε ότι το σύστημα δεν δούλευε σωστά. Εφυγα». Ευτυχώς, γιατί η μουσική από τη δεκαετία του ’40 κι έπειτα είχε πολύ μεγάλη ανάγκη το ανατρεπτικό και κοφτερό μυαλό του…

 

Scroll to top