Pin It

Φιλόλογος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, διευθυντής μέχρι πρότινος της «Νέας Εστίας» (συνδέοντας επί 14 συναπτά χρόνια το όνομά του με το κρίσιμο άνοιγμα του ιστορικού περιοδικού, με τρόπο καίριο και πολυφωνικό, στη σύγχρονη λογοτεχνία και σκέψη), ο Σταύρος Ζουμπουλάκης τα δύο τελευταία χρόνια φανέρωσε πιο ανάγλυφα δυο τάσεις της γραφής του: τον εξομολογητικό στοχασμό και τον πολιτικό παρεμβατισμό. Αναφερόμαστε προφανώς στα πρόσφατα βιβλία που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πόλις και μας παρουσιάζουν ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Αριστοτέλης Σαΐνης («Η Αδερφή μου») και ο επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γιάννης Παπαθεοδώρου («Χρυσή Αυγή και Εκκλησία»).

 

Ο μαθητής τού Λεβινάς, ο αναγνώστης του Παπαδιαμάντη, ο μελετητής της εβραϊοχριστιανικής κληρονομιάς, ο μετριοπαθής πολίτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε μια αποκαλυπτική στιγμή της γραφής του μας ωθεί να σταθούμε εκεί όπου η ενδοσκοπική γυμνότητα συναντά την πολιτική ευθύνη και η πλάγια αυτοβιογράφηση τη μετωπική σύγκρουση με το δημόσιο κακό.

 

Ευχαριστούμε την κόρη του Στέλλα Ζουμπουλάκη, που ανταποκρίθηκε με θέρμη και μας τροφοδότησε με σπάνιες προσωπικές φωτογραφίες του συγγραφέα.

 

ΥΓ. Φίλε Σταύρο, κάποτε μου είχες στείλει μία μόνο λέξη στο e-mail μου: «κουράγιο» ― ξέρεις εσύ γιατί. Στην ανταποδίδω ανατοκισμένη για το σθένος που μας μεταδίδουν τα βιβλία σου στους σκοτεινούς καιρούς που διανύουμε.

 

Μ. Φάις

 

……………………………………………………………………………

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία». Εκδόσεις Πόλις, σ. 115

 

Του Γιάννη Παπαθεοδώρου

 

Οταν το Μάιο του 2012 η Χρυσή Αυγή κατέγραφε την πρώτη εκλογική επιτυχία της, λίγοι ήταν εκείνοι που επέλεξαν να ανοίξουν μέτωπο μαζί της, καταδικάζοντάς τη ρητά ως νεοναζιστική οργάνωση της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς. Τα κόμματα ήταν ακόμη μουδιασμένα από την κρίση του πολιτικού συστήματος, και προωθώντας σχεδόν αποκλειστικά το συχνά παραπλανητικό δίπολο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» είχαν υποτιμήσει ότι η ιδεολογική ατζέντα της κρίσης ήταν πολύ ευρύτερη. Στο τεύχος Μαΐου της Νέας Εστίας (τχ. 1854, 2012), ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αποτιμώντας τα αποτελέσματα των πρώτων εκλογών προσπαθούσε να θέσει έγκαιρα το ερώτημα: «Τι είναι άραγε αυτό, πέρα από την αιώνια έλξη του ανθρώπου από το Κακό, που οδήγησε τόσους ανθρώπους να ψηφίσουν» τη Χρυσή Αυγή;

 

Στο κείμενο εκείνο ο Σ.Ζ. όριζε τρεις παραμέτρους για την απάντηση: την όξυνση του μεταναστευτικού ζητήματος, την «αντισυστημική» και γενικευμένη καταγγελία του πολιτικού συστήματος, την απενοχοποίηση της ακροδεξιάς, τόσο σε επίπεδο ιστορικής μνήμης (αναθεωρητική ιστοριογραφία) όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής (συγκυβέρνηση με ΛΑΟΣ). Το άρθρο τού Σ.Ζ. έκλεινε τότε με την επισήμανση ενός παράλληλου καθήκοντος για κάθε δημοκράτη διανοούμενο, πολίτη και πολιτικό: την αποκάλυψη της ιδεολογίας αλλά και της δράσης της Χρυσής Αυγής, την άρνηση κάθε σχέσης «κατανόησης» και συμπάθειας απέναντι στους εκπροσώπους της και, βέβαια, τη νομική δίωξη των εγκληματικών ενεργειών της. «Πρέπει λοιπόν να ξέρουν από τώρα οι ναζήδες ότι όσο υπάρχουν αυτοί θα υπάρχουμε και εμείς απέναντί τους και εναντίον τους», έγραφε.

 

Υιοθετώντας ακριβώς αυτή τη στάση δημόσιας παρέμβασης και πολιτικής ηθικής, ο Σ.Ζ. συνέχισε να μιλάει και να γράφει για το νεοναζιστικό φαινόμενο, με αφορμές ριζωμένες στη συγκυρία: τον μισαλλόδοξο λόγο του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ και την επισκοπική «ομερτά» ενός ιδιάζοντος «χριστιανικού φονταμενταλισμού», την παλαιοημερολογίτικη και χρυσαυγίτικη υστερία απέναντι στο «Corpus Christi», την καπηλεία της κοινωνικής αλληλεγγύης από την ακροδεξιά, τη νεοπαγανιστική, αντισημιτική και αντι-ισλαμική προπαγάνδα. Συγκεντρωμένα σε έναν ενιαίο τόμο, τα επίκαιρα αυτά κείμενα συγκροτούν σήμερα ένα κριτικό εγχείρημα με ποικίλες στοχεύσεις, καθώς, πέρα από τις επιπόλαιες αναλύσεις «της θεωρίας των δύο άκρων», ο συγγραφέας προτείνει μια αυτοκριτική διεργασία τόσο για την Αριστερά όσο και για την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία και ιεραρχία. Στο κέντρο του προβληματισμού του βρίσκεται η ανάγκη συγκρότησης μιας μεγάλης και ευρείας «δημοκρατικής συμπαράταξης», που θα συμπεριλαμβάνει ακόμη και τις συντηρητικές δυνάμεις, με στόχο την αντιμετώπιση του νεοναζισμού.

 

Ο Σ.Ζ. χαρτογραφεί τους χώρους αλλά και τα νοοτροπιακά συστήματα μέσα στα οποία επωάστηκε το «αυγό του φιδιού», σε συνδυασμό πάντα με την κοινωνική πρόσληψη της κρίσης. Μιλάει για τα σχολεία που έγιναν φυτώρια της ρατσιστικής βίας, μιλάει για την «ελληνορθόδοξη αγωγή» του χριστιανικού ποιμνίου που ενσωμάτωσε το εθνικιστικό παραλήρημα της «πατριωτικής ακροδεξιάς», μιλάει για τα αντιχριστιανικά τραγούδια του «Καιάδα» από τους Naer Mataron, μιλάει για την επιλεκτική φασιστική αλληλεγγύη (συσσίτια και αιμοδοσία «μόνο για Ελληνες»), μιλάει για τους χουντικούς μητροπολίτες που θαυμάζουν τους χουντικούς «ήρωες». Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας υπενθυμίζει και τις ευθύνες της Αριστεράς -ειδικότερα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης– για τη χρόνια έλλειψη ενός συνεκτικού και πειστικού λόγου γύρω από τα μείζονα προβλήματα της μετανάστευσης, της εγκληματικότητας, της καταδίκης της βίας, της ρηγμάτωσης της δημοκρατίας.

 

Εγκλωβισμένο είτε μέσα σε έναν αφελή ανθρωπισμό («είμαστε όλοι μετανάστες») είτε μέσα σε ένα ριζοσπαστικό καταγγελτισμό, το πιο μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς δεν «διάβασε» σωστά την κοινωνική αγωνία που δημιούργησε η απόσυρση της Αριστεράς από το θεσμικό δικαίωμα της ασφάλειας. Παράλληλα, πριμοδοτώντας διαρκώς τον λόγο περί μόνιμης «κοινοβουλευτικής εκτροπής» και διαρκών «πραξικοπημάτων», η μείζων αριστερά έστρωνε -«ανεπαισθήτως», έστω- τον δρόμο για την απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η Χρυσή Αυγή οικειοποιήθηκε εύκολα όλο εκείνο το αντιμνημονιακό ρεπερτόριο που είχε ήδη διαμορφωθεί και μέσα από τη ρητορική της ριζοσπαστικής Αριστεράς: καταγγελία της «χούντας του Μνημονίου», των τραπεζιτών, των τοκογλύφων, των καπιταλιστών, των «δωσίλογων». Η εξίσωση των δανειστών με τον ξένο «στρατό κατοχής», από την άκρα Δεξιά ώς την άκρα Αριστερά, έδινε στη Χρυσή Αυγή την ευκαιρία να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά την οργή των αγανακτισμένων. Προφανώς από την ανάλυση του Σ.Ζ. δεν λείπει η έμφαση στην ίδια την οικονομική κρίση. Χωρίς ωστόσο να καταφεύγει σε μια αναγωγή στον οικονομισμό, ο συγγραφέας προτείνει μια νέα μόνιμη και σταθερή στράτευση απέναντι στον νεοναζισμό: τη στράτευση στη δημοκρατία.

 

Scroll to top