Pin It

Της ΜΑΡΙΑΣ ΔΗΜΑ

 

Μεσήλικοι πλέον, οικογενειάρχες με παιδιά, αναγκάζονται να βγουν στον δρόμο για να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά. Είναι οι «εργαζόμενοι του Σκαραμαγκά». Είναι οι «πρόσφυγες χωρίς πόλεμο», στον ίδιο τους τον τόπο. Οι «νεο-άνεργοι» των μνημονίων. Που σήμερα μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια, κολλάνε αφίσες, πηγαίνουν στα σπίτια, πόρτα–πόρτα, για να κάνουν γκάλοπ.

 

Σαραντάχρονοι και πενηντάχρονοι που επέστρεψαν στο… χαρτζιλίκι. Στην ανασφάλιστη εργασία των εφηβικών και φοιτητικών τους χρόνων.

 

Στην «τυπική» και… ανύπαρκτη δουλειά τους, είτε συγκαταλέγονται στη γενιά του «επιστημονικού προλεταριάτου» είτε είναι βιομηχανικοί εργάτες, όλοι τους ανήκουν στη γενιά των ΜΗΔΕΝ ευρώ!

 

Οι περισσότεροι μετρούν πάνω από δύο δεκαετίες εργασίας στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, και η χρόνια διακοπή της μισθοδοσίας, από τη μια, και η έλλειψη επιδόματος ανεργίας και αποζημίωσης, από την άλλη, τους οδήγησε σε μια «μοντέρνα» αλλά τόσο συνηθισμένη πια κατηγορία εργαζομένων χωρίς αντικείμενο και μισθό.

 

Αυτή, «απλώς» αλλάζει όνομα ανάλογα με την επιχείρηση ή τον τόπο των νέων πληβείων της. Εδώ λοιπόν, πολιτογραφήθηκαν ως οι «εργαζόμενοι του Σκαραμαγκά».

 

Η εφημερίδα μας μίλησε με αρκετούς από τους μη-εργαζόμενους που έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη Δικαιοσύνη, καθώς με πικρία λένε ότι «κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για εμάς. Ούτε η ελληνική πολιτεία ούτε η γερμανική πρεσβεία που την ενημερώσαμε για τον Μάγερ και την εταιρεία».

 

Ο ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΤΩΝ 2.000 ΕΥΡΩ… ΕΤΗΣΙΩΣ

 

Ο 53χρονος Κωνσταντίνος Π., προσλήφθηκε πριν από 22 χρόνια να εργαστεί στις νέες κατασκευές για τις φρεγάτες ως ηλεκτρολόγος μηχανικός. Εκπαιδεύτηκε στα γερμανικά ναυπηγεία για ένα εξάμηνο και επιστρέφοντας στην Ελλάδα «αφοσιώθηκε», όπως λέει, «στην εταιρεία περισσότερο απ' ό,τι στην οικογένειά του».

 

Απλήρωτος από το καλοκαίρι του 2009, είναι αναγκασμένος να τρέχει σε δουλειές του ποδαριού για ένα πενιχρό χαρτζιλίκι, καθώς τα χρόνια του και η προϋπηρεσία αποτελούν βάρος και δεν τον προσλαμβάνει κανείς.

 

«Την περίοδο που άρχισαν τα προβλήματα με τα ναυπηγεία, δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, ενώ το παιδί μου ετοιμαζόταν για τις πανελλαδικές εξετάσεις, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στα έξοδα των φροντιστηρίων.

 

Λόγω της μεγάλης στεναχώριας και του άγχους, αρρώστησα και νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο για 15 μέρες και από τότε μου έμεινε ως μόνιμη κληρονομιά… το ζάχαρο και η πίεση».

 

Ο ετήσιος… ποδαρόδρομος

 

Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, όπως μας περιγράφει, δεν «μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, που λένε», αλλά οι οικογενειακές υποχρεώσεις ήταν τέτοιες που τον ανάγκασαν να βγει στον δρόμο προς αναζήτηση μεροκάματου.

 

Δούλεψε «μόνο για δέκα μέρες μοιράζοντας φυλλάδια και στις δημοτικές εκλογές ως γραμματέας χάρη σε μια φίλη δικηγόρο».

 

Το 2011 υπήρξε περισσότερο γόνιμο… καθώς με χιούμορ το χαρακτηρίζει πιο «καλή χρονιά». «Μοίρασα αρκετές ημέρες φυλλάδια, δούλεψα και στην απογραφή βρήκα μια εταιρεία που κάνει έρευνες αγοράς και άλλες τέτοιες δουλειές του ποδαριού και κατόρθωσα να έχω ετήσιο εισόδημα περίπου 2.300 ευρώ». Πλούτος!… Και συνεχίζει:

 

«Ετσι περπατά και το ’12, λίγα φυλλάδια, λίγες έρευνες αγοράς εντός Αθηνών, εκτός Αθηνών και ό,τι άλλο βρω, μια και δουλειά σαν ηλεκτρολόγος μηχανικός δεν υπάρχει αλλά και στην ηλικία μου δεν με προσλαμβάνει κανείς.

 

Υστερα από τόσα χρόνια δουλειάς στα Ναυπηγεία δεν πήρα αποζημίωση, ούτε επίδομα ανεργίας` κάθε χρόνο προσπαθώ να έχω ασφάλιση από το ΤΣΜΕΔΕ.

 

Στην οικογένεια έχουμε ξεχάσει το επίπεδο της ζωής που είχαμε πριν. Το μόνο που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να πληρώνουμε τα χαράτσια και το φαγητό μας (όσο πιο φτηνά μπορούμε). Ευτυχώς, το παιδί σπουδάζει στην Αθήνα, δεν έχω χρέη και με αυτά τα 2.000-3.000 ευρώ ετησίως και τον μισθό της γυναίκας μου καταφέρνουμε και ζούμε…» καταλήγει.

 

«ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΑΣΤΕΓΟΣ»

 

«Στην οικογένειά μου επικρατεί σιωπή… την τελευταία τριετία», λέει ο Στάθης Ζουρμπάνος, βοηθός λογιστή στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά από το 1981 και εκλεγμένος γενικός γραμματέας της ελεγκτικής επιτροπής του σωματείου «Τρίαινα».

 

«Από τότε που μπήκε λουκέτο στα ναυπηγεία και παρ’ όλες τις γνωριμίες που είχα δεν κατάφερα να κάνω ούτε ένα μεροκάματο».

 

Και εκείνος θεωρεί ότι τα 57 του χρόνια είναι η κύρια αιτία για τις κλειστές πόρτες, σε συνδυασμό με την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας.

 

«Μας κατάντησαν επαίτες λίγο πριν από την έξοδό μας σε σύνταξη. Απλώνω καθημερινά το χέρι στα παιδιά μου που είναι φοιτητές, να με χαρτζιλικώνουν για να αγοράσω τα τσιγάρα μου».

 

Ο Στάθης είχε λαχταρίσει με την έλευση των Γερμανών το 2004 στο ναυπηγείο, όπου από το πουθενά και χωρίς λόγο τού ανακοινώθηκε η απόλυσή του. «Πήρα αποζημίωση 38.000 ευρώ και μετά από μία εβδομάδα η απόλυσή μου ανακλήθηκε και τα έδωσα πίσω». Ωστόσο, μόλις επέστρεψε τον περίμενε μία άλλη έκπληξη.

 

Τον μετέθεσαν σε άλλο τομέα, εξειδικευμένης τεχνικής εργασίας, «χωρίς να ξέρω να βάλω μία βίδα. Πήγαινα καθημερινά στη δουλειά μου και καθόμουν… εγώ λογιστής ήμουν. Τι μπορούσα να κάνω στη συναρμολόγηση στα βαγόνια του μετρό και του προαστιακού; Γιατί μου άλλαξαν τομέα χωρίς να έχω τα ανάλογα προσόντα; Αυτό αποτελεί άλλη ιστορία που δεν είναι της παρούσης».

 

Οταν του ζητήσαμε να μας περιγράψει την κατάστασή του μας είπε χαρακτηριστικά: «Αστεγος προσεχώς». «Προσπαθούμε να ζούμε με τον κουτσουρεμένο μισθό της γυναίκας μου. Δεν έχω ούτε για ένα εισιτήριο με το λεωφορείο. Είμαι πρόσφυγας χωρίς πόλεμο, χρωστάω 18 ενοίκια.

 

Ευτυχώς οι ιδιοκτήτες είναι καλοί άνθρωποι και δεν μας έχουν πετάξει ακόμα στον δρόμο. Εχω τέσσερα χρόνια να πάω στο νησί μου, το αυτοκίνητο έχω να το μετακινήσω δύο χρόνια, αφού δεν έχω χρήματα να βάλω βενζίνη και να πληρώσω την ασφάλεια».

Scroll to top