- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η επιτακτική εντολή της μνήμης

12/05/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

getFile (47) [1]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

 

 

 

getFile (45) [2]getFile (50) [3]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασιλική Ηλιοπούλου «Η άσκηση του Ροτ». Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Πατάκη 2013, σελ. 219. Ελενα Χουζούρη «Δυο φορές αθώα». Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Κέδρος, 2013, σελ. 230.

 

Καθώς η χρονική απόσταση από τον Εμφύλιο μεγαλώνει, τα βιβλία που καταπιάνονται με αυτόν αντιμετωπίζουν όλο και πιο επίμονα το εξής ερώτημα: Ποιον αφορούν όλα αυτά; Η οικονομική κρίση έχει κάνει το ζήτημα οξύτερο, δεδομένου ότι τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε μια νέα φάση, η ενασχόληση με το παρελθόν μοιάζει εκ πρώτης όψεως άκαιρη – από την άλλη όμως οι αναπόφευκτες διαλυτικές δυναμικές που αναπτύσσονται στη σημερινή συγκυρία δίνουν την ευκαιρία στους πεζογράφους να προσφέρουν νέες απαντήσεις, συσχετίζοντας τα σημερινά φαινόμενα με το παρελθόν, προβαίνοντας σε λιγότερο ή περισσότερο πειστικές αναγωγές, εντοπίζοντας συνέχειες και αναλογίες.

 

Στο κλίμα αυτό το μυθιστόρημα της βραβευμένης με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2010) Βασιλικής Ηλιοπούλου «Η άσκηση του Ροτ» φαίνεται να εγγράφει στην προβληματική του το ίδιο το ερώτημα: Ποιον αφορούν όλα αυτά;

 

Ο Εκτορας, ένας άντρας μέσης ηλικίας που ζει στη Γερμανία, έρχεται στην Ελλάδα προκειμένου να επιμεληθεί τη δημοσίευση της μαρτυρίας του νεκρού πατέρα του – ο οποίος υπήρξε ήρωας του αντάρτικου και έζησε στην εξορία το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το χειρόγραφο βρίσκεται μέσα σε ένα φάκελο που φέρει τη σημείωση «Προς δημοσίευση», αλλά όταν ο Εκτορας αποφασίζει να διευθετήσει την εκκρεμότητα, μια σειρά από εμπόδια παρεμβάλλονται. Πρώτα ο υποψήφιος εκδότης αυτοκτονεί, έπειτα ο Εκτορας συνειδητοποιεί ότι έχει αφήσει στο γραφείο του αυτόχειρα τόσο το πρωτότυπο χειρόγραφο όσο και το αντίγραφο. Η υπόλοιπη δράση του μυθιστορήματος παρακολουθεί την προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να ανακτήσει το χειρόγραφο – ή να το απολέσει οριστικά, καθώς ο Εκτορας μοιάζει να διχάζεται ανάμεσα στις δύο αντιφατικές αυτές παρορμήσεις.

 

Η αμφιθυμία του ήρωα απέναντι στο χειρόγραφο (που ενισχύεται και από μια αρχόμενη μνημονική δυσλειτουργία) αντιστοιχεί σε μια διπλή θεώρηση της μνήμης, που φαίνεται να αποτελεί το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος της Ηλιοπούλου. Από τη μία η μνήμη παρουσιάζεται ως κατηγορική προσταγή, ως ένα είδος επιτακτικής εντολής που επιβάλλει τη διατήρησή της, από την άλλη το παρελθόν προβάλλει ως άχθος, η αυταξία της μνήμης αμφισβητείται και αναδύεται το αίτημα να σχετίζεται αυτή κατά κάποιον τρόπο με το παρόν – να είναι επίκαιρη.

 

Στο πλαίσιο αυτό τα μοτίβα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας φωτίζουν αποτελεσματικά τους σχετικούς προβληματισμούς. Από τη μία τοποθετώντας την πλοκή στην Αθήνα των «αγανακτισμένων» δίνει έμφαση στο ερώτημα για την επικαιρότητα της μνήμης και υπογραμμίζει τον αποπροσανατολισμό αλλά και το αίσθημα αποξένωσης του ήρωά της – από την άλλη παρεμβάλλοντας δευτερεύουσες ιστορίες (όπως αυτή με τα παιδιά των Γιουγκοσλάβων μεταναστών ή με τη «θεωρία των αντιγράφων») προσθέτει στην προβληματική της και τη διάσταση της συγκρότησης της ταυτότητας του ατόμου μέσω της μνήμης. Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι θρυμματισμένες αναμνήσεις από το παρελθόν του Εκτορα, που παρεμβάλλονται στη ροή του βιβλίου χωρίς να συγκροτούν όμως την ενιαία, αδιάσπαστη αφήγηση του εαυτού του που μοιάζει να επιζητεί ο ήρωας.

 

getFile (49) [4] [5]Και στο μυθιστόρημα της Ελενας Χουζούρη «Δυο φορές αθώα» η κεντρική ηρωίδα, Βερόνικα Κ., αναζητεί μια πειστική αφήγηση που να συνδέει τα δύο διαφορετικά θραύσματα της ζωής της. Και εδώ το παρελθόν και η μνήμη ενσαρκώνονται από τον πατέρα της Βερόνικας – μόνο που σε αντίθεση με την Ηλιοπούλου, όπου η πατρική φιγούρα δεσπόζει διά της απουσίας της ή παρά την απουσία της, στη Χουζούρη είναι η τυραννική παρουσία ενός κατάκοιτου και δογματικού πατέρα αυτή που επιβάλλει άτεγκτες υποχρεώσεις στην ηρωίδα.

 

Και το μυθιστόρημα αυτό εκτυλίσσεται στα μέσα του 2011, με τον πυρετό των διαδηλώσεων στην Αθήνα να λειτουργεί επίσης ως φόντο. Ομως, παρά τις εμφανείς ομοιότητες ανάμεσα στα δύο βιβλία, η Χουζούρη επιλέγει να εστιάσει περισσότερο στη μνήμη της γενιάς του Εμφυλίου ως παράγοντα ετεροκαθορισμού της ταυτότητας των επόμενων γενιών. Η ίδια η κεντρική ηρωίδα έχει διαμορφώσει ορισμένες από τις βασικές ορίζουσες της προσωπικότητάς της υπό την «κληρονομιά» εκείνης της εποχής: κόρη πολιτικών προσφύγων που μεγάλωσε στην εξορία, μαθαίνοντας να θεωρεί ως πατρίδα της την Ελλάδα – και μάλιστα μια Ελλάδα πλασματική, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. Η στρέβλωση αυτή παρουσιάζεται από τη Χουζούρη ως η βασική αιτία των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ηρωίδα της στην Ελλάδα, καθώς και της αδυναμίας της να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία. Και μάλιστα ακριβώς εξαιτίας αυτής της αδυναμίας προσκολλάται κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο σε εκείνον που την «προκάλεσε» – τον πατέρα της ως τον μοναδικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο ζωές της.

 

Η πλοκή καθώς και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου φωτίζουν υπό διαφορετικές γωνίες την ίδια προβληματική και μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο η συγγραφέας εκτελεί με ακρίβεια το αφηγηματικό της σχέδιο και κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, παρά τον υπερβολικό αριθμό των συμπτώσεων και το γεγονός ότι η κατά τόπους προσπάθεια για ειρωνική αποστασιοποίηση στο επίπεδο του ύφους δεν υπηρετείται με συνέπεια.

 

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=49183