Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

getFile (53)getFile (54)

 

 

 

 

 

 

 

Robert Walser «Γιάκομπ Φον Γκούντεν». Μετάφραση: Βασίλης Πατέρας, Εκδόσεις Ροές, 2012, σελ. 253

 

 

Tης Μαριάννας Σκιαδά

 

 

Γιάκομπ φον Γκούντεν είναι το όνομα του νεαρού γόνου αριστοκρατικής οικογένειας, ο οποίος εγγράφεται στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα, μια σχολή που προετοιμάζει υπηρέτες, αποφασισμένος να εξασκηθεί στην ταπεινότητα. Το ομώνυμο, γραμμένο το 1909, μυθιστόρημα του γερμανόφωνου Ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ (1878-1956) είναι το ημερολόγιο του Γιάκομπ. Σε αυτό καταγράφει τις σκέψεις και τις εντυπώσεις που του δημιουργούν η διαμονή του στο περίεργο αυτό σχολείο, οι συμμαθητές του και κυρίως ο διευθυντής, ο κύριος Μπενζαμέντα, και η αδελφή του, δεσποινίς Μπενζαμέντα, η οποία είναι και η μοναδική καθηγήτρια που διδάσκει, καθώς κατά τον νεαρό αφηγητή οι υπόλοιποι καθηγητές κοιμούνται. «Μαθαίνουμε πολύ λίγα εδώ» είναι η πρώτη φράση του βιβλίου. Ο μόνος σκοπός εξάλλου της σχολής είναι να τους διδάξει «υπομονή και πειθαρχία» μέσα από τους ατέρμονους κανονισμούς και τις απαγορεύσεις που τους βάζει, καταδικάζοντάς τους να περνούν τον καιρό τους μέσα σε μια ιδιότυπη απραξία, όταν βέβαια δεν μελετούν το μοναδικό σχολικό σύγγραμμα με τίτλο «Ποιος είναι ο σκοπός του σχολείου αρρένων Μπενζαμέντα».

 

Η ατμόσφαιρα του ινστιτούτου θυμίζει όνειρο ή παραμύθι. Κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, οι χαρακτήρες του Βάλζερ μοιάζουν με χαρακτήρες παραμυθιού, καθώς όταν η ιστορία τελειώνει οφείλουν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Στον «Γιάκομπ φον Γκούντεν» πάντως αυτή η ονειροφαντασία συνεχίζεται μέχρι το τέλος και πέρα από αυτό. Ο Γιάκομπ κατακτά την καρδιά και της δεσποινίδος, η οποία πεθαίνει, αλλά και του κυρίου Μπενζαμέντα, με τον οποίο ετοιμάζεται να φύγει για την έρημο στο τέλος του βιβλίου. Ο αριστοκράτης Φον Γκούντεν δεν εξασκείται στην ταπεινότητα παρ' όλο που, όπως λέει, τη θαυμάζει. Αυτο-υπονομεύεται αλλά υπονομεύει και τους άλλους και τελικά και το ίδιο το σύστημα του ινστιτούτου. Ποιος είναι ο Γιάκομπ, ποιος ο κρυπτο-ομοφυλόφιλος, βίαιος και αυταρχικός κ. Μπενζαμέντα; Τι αντιπροσωπεύει η δεσποινίς Μπενζαμέντα, οι οικότροφοι και ο κλειστός, ληθαργικός κόσμος του ινστιτούτου; Τι είναι αυτή η σπουδή στην ταπεινοφροσύνη και οι ύμνοι στην ασημαντότητα; Ποιος είναι ο Κράους, ο περιορισμένης ευφυΐας συμμαθητής του Γιάκομπ, ο οποίος είναι και ο μόνος που πραγματικά πιστεύει αυτό που κάνει;

 

Ο Τζ. Μ. Κουτσί σε ένα άρθρο του το 2000 προτείνει μια πολύ γοητευτική ερμηνεία για τον γρίφο που λέγεται Γιάκομπ φον Γκούντεν, θεωρώντας ότι ο Βάλζερ περιγράφει προφητικά τον τύπο του μικροαστού που αργότερα σε πιο ταραγμένες κοινωνικά περιόδους θα ασπαστεί τη ναζιστική ιδεολογία.

 

Ενα μυθιστόρημα μαθητείας, πολύ κοντά στη γερμανική παράδοση του είδους, περίεργο και σαγηνευτικό, όπως ήταν και ο ίδιος ο συγγραφέας του. Ο Βάλζερ, γεννημένος το 1878 στην πόλη Μπιλ της Ελβετίας, το έβδομο από οκτώ αδέλφια, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο στην ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων για να εργαστεί. Αλλάζοντας δουλειές καταφέρνει να συντηρηθεί, να γράψει αλλά και εκδώσει τα ποιήματά του. Το 1905 ακολουθεί τον μεγαλύτερο αδελφό του Καρλ, ο οποίος είναι το μοντέλο για τον Γιόχαν, τον αδελφό του Γιάκομπ, επιτυχημένο σκηνογράφο, στο Βερολίνο. Εκεί ο Βάλζερ εργάζεται, φοιτά σε μια σχολή για υπηρέτες, εμπειρία που αξιοποιεί για τη συγγραφή τού ανά χείρας μυθιστορήματος και παράλληλα εκδίδει μέσα σε τρία χρόνια τρία μυθιστορήματα, τους «Αδελφούς Τάνερ» το 1907, τον «Παραγιό» το 1908 και τον «Γιάκομπ φον Γκούντεν» το 1909. Αρχίζει έτσι να αποκτά φήμη στους λογοτεχνικούς κύκλους, η ζωή όμως του διανοούμενου δεν του ταιριάζει κι επιστρέφει στην Ελβετία, όπου ζει σαν κοσμοκαλόγερος σε φτωχικά δωμάτια ξενοδοχείων πριν τελικά καταλήξει στο ψυχιατρικό ίδρυμα Βαλντάου το 1929 και μετά στο Χερισάου το 1933 ακολουθώντας τα βήματα ενός μεγαλύτερου αδελφού στον οποίο είχε διαγνωσθεί σχιζοφρένεια. Παραμένει στο ίδρυμα μέχρι το τέλος της ζωής του το 1956. Μετά το 1934 δεν ξαναγράφει τίποτα, μια που όπως ο ίδιος δηλώνει «Δεν είμαι εδώ για να γράφω, βρίσκομαι για να είμαι τρελός». Ο Βάλζερ και το έργο του, καθώς και η επιρροή του στο έργο του Κάφκα, υπήρξαν στις δεκαετίες των 1960 και 1970 το αντικείμενο αναρίθμητων μελετών, ωθώντας τον Ελίας Κανέτι να αναρωτιέται αν δεν θα έπρεπε να ντρέπονται όλοι αυτοί που έκτισαν την ακαδημαϊκή τους καριέρα πάνω στην απελπισία και τη μιζέρια της ζωής του Βάλζερ.

 

 

 

 

 

 

Scroll to top