- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Επικίνδυνα παιχνίδια σε μια πόλη που σπαράσσεται»

26/05/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

getFile (52) [1]

 

 

getFile (50) [2]getFile (49) [3]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Λαδάς. «Παιχνίδια κρίκετ». Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012, σ. 134

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Ο Βασίλης Λαδάς ξεκίνησε ως ποιητής με το ψευδώνυμο Βασίλης Αρφάνης και με τη συλλογή «Ο Γιάννης και η Μαρία» (1978). Την ποιητική του παραγωγή δεν σταμάτησε ποτέ, μέχρι τα τελευταία εξαίσια «Δείπνα» (2011). Παράλληλα, πέρασε και στον πεζό λόγο. Το 2008 εντύπωση προκάλεσε το αφήγημά του «Μουσαφεράτ», με το οποίο άγγιξε το ακανθώδες θέμα των μεταναστών και των φυγάδων στην Πάτρα, στον καταυλισμό με το απάνθρωπο τέλος, εκεί, δίπλα στο λιμάνι της φυγής και της ελπίδας.

 

Στο νέο πεζογραφικό του βιβλίο «Παιχνίδια κρίκετ», ο Λαδάς καταπιάνεται πάλι με τους μετανάστες και τη δύσκολη συμβίωσή τους με την ντόπια κοινωνία, χαρτογραφεί και ανατέμνει δηλαδή την «αθέατη, σκοτεινή όψη της πόλης».

 

Χρησιμοποιεί, ειρωνικά και μεταφορικά, το αριστοκρατικό όσο και πολεμικό παιχνίδι των Αγγλων, το κρίκετ, ως τρόπο εκτόνωσης Πακιστανών, Αφγανών και Ινδών∙ ως ψευδαίσθηση και αυταπάτη στην αβέβαιη και κυνηγημένη καθημερινότητά τους, αλλά και ως διαπάλη ημεδαπών και αλλοδαπών στον αγώνα για την επιβίωση. Σκοπός του παιχνιδιού είναι η ανατροπή του φράκτη των αντιπάλων. Σκοπός των μαστιζόμενων από την «κρίση» και την ανεργία Ελλήνων και ξένων, να κερδίσουν τον αγώνα του ψωμιού, με αντάλλαγμα ακόμη και τον θάνατο του αντιπάλου.

 

Οκτώβρης-Δεκέμβρης του 2010, το χρονικό άνυσμα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα. Περιοχή Ζαβλανίου, στα βόρεια των Πατρών, ο τόπος αλλά και όλη η ευρύτερη περιοχή, με το κέντρο της πόλης και τις εξοχές του. Μια παρέα άνεργοι Ελληνες (ο Λευτέρης, ο Γιάννης, ο Θόδωρος) και μια άλλη από άνεργους μετανάστες (οι Αλβανοί Αλία και Ιλίρ και ο Πακιστανός Μαθιούλα) συγκροτούν άτυπα συνεργεία συγκομιδής της ελιάς. Οι δύο ομάδες, μοιραία, διασταυρώνονται στα λιοστάσια, ανταγωνίζονται, πειράζονται, συμπλέκονται, φτάνουν στο μη περαιτέρω.

 

Η αφήγηση του Λαδά διατρέχει τους ήρωες και τις συμπεριφορές τους με δίκαιη κρίση, χωρίς μεροληψία, χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός. Αυτή είναι η βασική ηθική αρετή του ανθρώπου και της γραφής του.

 

Με λόγο άμεσο και αδρό, με αφτιασίδωτες, ρεαλιστικές περιγραφές, με ελάχιστες δόσεις αδιόρατου χιούμορ, στο οποίο ενυπάρχει ειρωνεία ή πικρός σαρκασμός, ο συγγραφέας μιλά για την οικονομική κατάρρευση και τη μετανάστευση, για την αδυναμία (πολιτική, ηθική, πολιτιστική) να ενσωματώσει η κοινωνία μας τον διαφορετικό και τον απ’ αλλού φερμένο. Να κατανοήσουμε τον «άλλον», προσεγγίζοντας το δικό του αξιακό σύστημα. Συνυπάρχουμε, εκόντες άκοντες, με τον ξένο, πρέπει να προσαρμοστούμε, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

 

Γνώστης της λαϊκής ψυχής (με τις δολοπλοκίες, τις κουτοπονηριές, τις προλήψεις της), ο Λαδάς στήνει πορτρέτα ανθρώπων σαν βυζαντινές τοιχογραφίες: ο Αλία, ο Μαθιούλα, ο Ιλίρ, ο ογδοντάχρονος γέροντας, πατέρας ενός εργοδότη στο μάζεμα της ελιάς. Και από την άλλη, τύποι και μοντέλα ανθρώπων: οι δανειστές, οι τοκογλύφοι, οι αετονύχηδες, οι πόρνες, οι μικροκομπιναδόροι.

 

Μιλά για την «κρίση» με το δικαίωμα που του δίνει ο ρόλος του παντεπόπτη αφηγητή, εκφράζοντας την κοινή αντίληψη των ανθρώπων που σκέπτονται και δεν βολεύονται. Μιλά για τις συνθήκες και τον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών δικαστηρίων: «Οι δίκες εν Ελλάδι γίνονται ύστερα από πέντε έξι χρόνια. Αναβολές, λευκές απεργίες δικαστών, λευκές νύχτες δικαιοσύνης». Μιλά κυρίως για την έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας δίπλα μας, για τα άψυχα που υποκαθιστούν τον ρόλο των εμψύχων. Ο Μαθιούλα είναι φίλος του Αλία, «μοναδικός, αδελφοποιτός, σαν να έχουν ενώσει το αίμα τους. Αυτόν έχει φίλο, και το λάπτοπ με το βελάκι του ίντερνετ».

 

Συνδετικούς κρίκους στη ροή της αφήγησης αποτελούν: το βουβό και αμίλητο πρόσωπο της αυτιστικής Λούλε, αδελφής του Αλία (παρούσας ή απούσας), «Η αγάπη και το δέος στο ανεξερεύνητο μυστήριο της ζωής», το μπαλάκι του κρίκετ (που κουβαλά πάντα μαζί του ο Μαθιούλα) και τα μυρμήγκια που δουλεύουν στα λιοστάσια, παράλληλα με τους ανθρώπους και αμέτοχα στα πάθη τους.

 

Μια λογοτεχνία-ντοκουμέντο της εποχής της, γραμμένη με νηφαλιότητα, αν και δεν απέχει καθόλου από την ώρα ακριβώς που συμβαίνουν τα γεγονότα.

 

 

 

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=54217