Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

getFile (69)getFile (29)E.M. Forster – K.Π. Καβάφης: «Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση». Επιμέλεια – Σχόλια Peter Jeffreys. Μετάφραση Κατερίνα Γκίκα, Εκδόσεις Ικαρος 2013, σ. 184.

 

 

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

 

«Πόσο υπερήφανος είμαι πραγματικά, Γιώργο, που τον γνώρισα κάποτε∙ είναι με βεβαιότητα ένας από τους “θριάμβους” μου» γράφει για τον Καβάφη ο Ε.Μ. Φόρστερ στον Γ.Π. Σαββίδη το 1958. Ο Αγγλος συγγραφέας και ο Ελλην ποιητής συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια στις 7 Μαρτίου 1916 με τη μεσολάβηση του Sir Robert Furness, φίλου του Φόρστερ. Συναναστράφηκαν τότε ο ένας τον άλλον για δύο χρόνια, όσο ο Φόρστερ εργαζόταν ως εθελοντής ερευνητής του Ερυθρού Σταυρού στην πόλη του Καβάφη. Συναντήθηκαν δύο ακόμη φορές (1922 και 1929) για σύντομα χρονικά διαστήματα, ενώ η γραπτή μεταξύ τους επικοινωνία καλύπτει αποσπασματικά μία δεκαπενταετία, 1917-1932. Και οι δύο θεωρούν ευτυχή συγκυρία τη γνωριμία τους και δεν παύουν να το αναφέρουν συχνά, ο Φόρστερ σε θαυμαστικούς τόνους.

 

Η αλληλογραφία Φόρστερ – Καβάφη είναι η μόνη αμφιμερής αλληλογραφία του Αλεξανδρινού η οποία, ύστερα από πολλές εξαγγελίες και αναμονές, είδε επιτέλους το φως της δημοσιότητας.

 

Εντύπωση προκαλεί στον τίτλο της ελληνικής μετάφρασης η απάλειψη του όρου αλληλογραφία που υπήρχε στην αμερικανική έκδοση του Καΐρου: «The Forster-Kavafy Letters – Friends at a Slight Angle». Ισως η αυθαιρεσία έγινε για να δικαιολογηθεί η απόφαση του επιμελητή Peter Jeffreys να εντάξει στη συνεχή αρίθμηση της αλληλογραφίας των δύο ανδρών αλλότρια γράμματα, προσώπων που σχετίζονται μεν άμεσα με το σχέδιο του Φόρστερ να προωθήσει τον Καβάφη στην Αγγλία, αλλά δεν είναι επιστολές του ενός προς τον άλλον.

 

Ετσι, επί συνόλου 86 αλληλογραφικών τεκμηρίων, πάνω από το ένα τρίτο (για την ακρίβεια 35 επιστολές) απευθύνονται προς και προέρχονται από άλλους παραλήπτες. Από το πρώτο κιόλας γράμμα, αντί για «Αγαπητέ Καβάφη», διαβάζουμε: «Αγαπητέ Βαλασόπουλε». Το γεγονός ότι ο Jeffreys εκθέτει στην Εισαγωγή τις προθέσεις του γι’ αυτό το ανακάτεμα το δικαιολογεί αλλά δεν το νομιμοποιεί -στη φιλολογική πρακτική υπάρχουν και τα παραρτήματα και τα επίμετρα.

 

Ο Φόρστερ συνέβαλε τα μέγιστα στο να γίνει γνωστός ο Καβάφης στο αγγλικό κοινό, προωθώντας σε έγκριτα περιοδικά της Μεγάλης Βρετανίας μεταφρασμένα ποιήματά του. Το ίδιο ενδιαφέρον έδειχνε και για τις γαλλικές και γερμανικές μεταφράσεις του. Με τις ενέργειές του έβαλε το όνομα του Καβάφη δίπλα στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μεγέθη της εποχής (Ελιοτ, Προυστ, Κοκτώ, Χάξλεϋ, Γουλφ κ.ά.). Αγωνίστηκε επίσης επίμονα (αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες για την ευόδωση του εγχειρήματος), χωρίς αποτέλεσμα όμως, να πείσει τον Καβάφη στο να συναινέσει σε αυτοτελή αγγλική έκδοση των ποιημάτων του και τον έφερε γι’ αυτό σε επαφή με γνωστούς εκδοτικούς οίκους.

 

O Καβάφης υπεκφεύγει συνεχώς, επικαλείται τη διαρκή επεξεργασία των μεταφράσεων από τον ίδιον και τον Βαλασόπουλο, και δείχνει μιαν επιφύλαξη για την πρόσληψη των ερωτικών του ποιημάτων από τους Αγγλους. Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς πίσω από τις προφάσεις τη γνωστή τακτική που χαρακτήριζε τον ποιητή, να κινείται δηλαδή με μονόφυλλα και αυτοσχέδιες συλλογές, αποφεύγοντας, όσο ζούσε, την αυτοτελή έκδοση των ποιημάτων του, η οποία έγινε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Στην Εισαγωγή του ο επιμελητής αναζητά την ερμηνεία αυτής της έμμονης άρνησης στα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής και στις πολιτικές και ιδεολογικές αποκλίσεις των δύο αλληλογράφων.

 

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν όλα τα ποιήματα, που είχαν μεταφραστεί και δημοσιευτεί μέχρι τότε στα αγγλικά, ήταν ιστορικά. Τα σχέδια του Φόρστερ για έκδοση καβαφικών ποιημάτων στην Αγγλία πραγματοποιήθηκαν μόλις το 1951, όχι σε μετάφραση του Βαλασόπουλου αλλά του Τζον Μαυρογορδάτου και όχι με πρόλογο του Φόρστερ, αλλά του Ρεξ Γουόρνερ. Την ανατροπή προκάλεσε η εμπλοκή στη διαδικασία του στενού φίλου και κληρονόμου του Καβάφη, Αλέκου Σεγκόπουλου.

 

Διατρέχοντας τα κείμενα διαπιστώνουμε ότι η επιστολογραφία είναι συναισθηματικά ετεροβαρής, με υψηλότερη θερμοκρασία από την πλευρά του Φόρστερ. Τα γράμματα του Καβάφη (μόνον δύο διασώθηκαν από τον παραλήπτη τους, τα άλλα βασίζονται σε σημειώματα και προσχέδια που είχε κρατήσει ο ποιητής) είναι στεγνά, ενημερωτικά για πρακτικά θέματα, με συγκρατημένους τόνους. Ευχαριστεί διαρκώς και ελίσσεται διακριτικά σε φιλοφρονήσεις. Αντίθετα οι επιστολές του Φόρστερ είναι πιο άμεσες και ειλικρινείς, με έκδηλο τον θαυμασμό και την πίστη του στην αξία της ποίησης του Αλεξανδρινού: «Με κάνει πολύ ευτυχή η σκέψη ότι μπορεί να κατάφερα να σας γνωρίσω σε μερικούς καινούργιους αναγνώστες.

 

Είμαι βέβαιος ότι το έργο σας θα έχει ευρωπαϊκή απήχηση στο τέλος, αλλά θα πάρει καιρό», του γράφει με διεισδυτική οξυδέρκεια στα 1924. Από την άλλη ξεχωρίζει το εγγλέζικο φλέγμα και η παιγνιώδης διάθεση του Αγγλου συγγραφέα. Στην Εισαγωγή του ο Jeffreys, άλλοτε πειστικά και άλλοτε αδύναμα, αναζητά να βρει (μέσα από τις ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και ευρύτερες διεθνείς συνθήκες της εποχής τους) το πόσο επηρέασε καθέναν από τους δύο στην ψυχοσύνθεση και στο έργο τους η σχέση με τον άλλο. Η Κατερίνα Γκίκα, που έχει δώσει και άλλοτε ενδιαφέροντα δείγματα της ενασχόλησής της με τον Αλεξανδρινό, επεδίωξε, με αρκετή επιτυχία, να αποδώσει στη μετάφραση το λεξιλόγιο και το ύφος του Καβάφη.

 

Καταλήγοντας δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περί την αλληλογραφία αυτή παρά η ίδια η αλληλογραφία, πληκτική και χωρίς υψηλά πετάγματα στο σύνολό της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top