Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

getFsdrilegetFsxcileΜαρία Φακίνου, Η αρχή του κακού. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012, σελ. 147

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFisxedlegetaseFileΜαρία Κουγιουμτζή, Κι αν δεν ξημερώσει; Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013, σελ. 263.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Δανείζομαι τον τίτλο από κριτικό κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου, το οποίο αναφέρεται στον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά, για να συστεγάσω μυθιστορήματα που στήνουν ένα άχρονο και (εν μέρει) άτοπο πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα ανώνυμα πρόσωπα γίνονται μικρο-ήρωες ή μικρο-αντιήρωες, φορείς ιδεών αλλά και δράστες σε ένα σκηνικό πόλης χωρίς σαφή περιγράμματα.

 

Η Μαρία Φακίνου, στο δεύτερο έργο της μετά «Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.» (Καστανιώτης 2007), ακολουθεί την τάση που εμφανίζουν κι άλλοι νέοι πεζογράφοι (λ.χ. η Ι. Μπουραζοπούλου, ο Δ. Σωτάκης, ο Δ. Μαμαλούκας κ.α.) και μεταφέρει τη δράση σε ουτοπικούς χρονότοπους. Πιο συγκεκριμένα, τοποθετεί την αφήγηση στην άγνωστη πόλη Χ., στην οποία η έλευση της Γυναίκας συνοδεύεται από μικρά και μεγάλα δεινά, από έναν περίεργο βόμβο τον οποίο άλλοι ακούνε κι άλλοι όχι, και τέλος από τη δολοφονία του Παιδιού και την αυτοκτονία του Ταχυδρόμου. Οι χαρακτήρες περιγράφονται αδρά, συνήθως με βάση το επάγγελμά τους, τα χαρακτηριστικά τους μένουν σε μια γενικευτική αοριστία, και οι κινήσεις τους σχετίζονται μόνο με τις συμφορές και τις αντιδράσεις που οι τελευταίες προκαλούν.

 

Ο αν-ιστορικός χρόνος, η απάλειψη των προσώπων ως ατομικοτήτων, η συμβολική υπόθεση, που δεν διαβάζεται ούτε ως μυθιστόρημα με κλειδί ούτε ως φαεινή αλληγορία, μας οδηγεί σε μια μεταμοντέρνα κατασκευή που περισσότερο κατανοείται με το ένστικτο και λιγότερο ερμηνεύεται με τη λογική. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει βιβλικά πρότυπα (το Παιδί που θυσιάστηκε, τα ψάρια που λέγονται Μιχαήλ και Γαβριήλ, την αναμονή του Μεγάλου Χορδιστή κ.λπ.) και διερωτάται για τη φύση του κακού, αλλά δεν καταλήγει σε απαντήσεις. Το ίδιο το κείμενο δεν θέλει να δώσει ρητές απαντήσεις, αλλά σκορπίζει ενδείξεις για να μπορέσει ο αναγνώστης να νοηματοδοτήσει μόνος του τα μονοπάτια του.

 

Αυτή η ανολοκλήρωτη υφή της νουβέλας από τη μια την κάνει δεκτική πλείστων προσεγγίσεων και γι’ αυτό διεγερτική, αλλά από την άλλη αφήνει μετέωρη την ανάγνωση σε μια εύλογη αμηχανία μεταξύ των πολλαπλών ερμηνειών. Τελικά, το κακό είναι ό,τι διασαλεύει την παγιωμένη ομαλότητα και κλονίζει τους καθιερωμένους τρόπους της ζωής, με αποτέλεσμα ο ξένος που τυχαία ή σκόπιμα βρέθηκε στο κέντρο του να θεωρείται ο αναγκαίος αποδιοπομπαίος τράγος.

 

Από την άλλη, η Μαρία Κουγιουμτζή μεταβαίνει από τα απηνή διηγήματά της («Αγριο βελούδο», Καστανιώτης 2008, και «Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;», Καστανιώτης 2011) σ’ ένα έργο αιχμηρής ομορφιάς. Στην Κημέρια τρεις αξιωματικοί της Στρατιωτικής Ακαδημίας επιστρέφουν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στην πόλη τους, που δεν είναι άλλη από μια ημι-ρεαλιστική Θεσσαλονίκη, ο Σιωπηλός με αναρρωτική άδεια, ο Λαιμός με μια ειδική αποστολή και ο στρατηγός Βέλλας, για να διαπομπευθεί πριν εκτελεστεί. Οι τρεις τους είναι εντελώς διαφορετικοί: ο πρώτος νοσταλγεί ένα χαμένο παρελθόν που το θυμάται με αγάπη, ο δεύτερος τρέφεται από το μίσος που του γέννησαν οι προγονικές του καταβολές, και ο τελευταίος μεταστρέφεται σε επαναστάτη απέναντι στο καθεστώς που γίνεται όλο και πιο σκληρό.

 

Η Μ. Κουγιουμτζή προσπαθεί να καλύψει υφολογικά τα επίπεδα της αφήγησης, άλλοτε με οξείες ποιητικές σελίδες γεμάτες αγανάκτηση, άλλοτε με λυρισμό που αγγίζει τα όρια της πίκρας και της ματαιότητας κι άλλοτε με οξύθυμο ύφος που ξεχειλίζει από οργή και εκδίκηση. Ετσι, η δράση δεν προχωρά γρήγορα, αλλά τα γεγονότα εξισορροπούνται από τις εσκεμμένες επιβραδύνσεις του σχολιασμού, της περιγραφής της κοινωνίας και της κρίσης που αυτή διέρχεται, και των μύχιων σκέψεων των πρωταγωνιστών, οι οποίοι κινούνται μεταξύ του ολοκληρωτισμού της δημόσιας ζωής και των τραυμάτων της ιδιωτικής.

 

Κι αν ακόμη με τη λογική βλέπει κανείς κενά στην ώσμωση του δυστοπικού με το ρεαλιστικό, του αφηγηματικού με το λυρικό, τα συναισθήματα που εγείρονται είναι τόσο ισχυρά που οδηγούν τον αναγνώστη σε συνεχείς αναρριγήσεις. Κάθε σχεδόν σελίδα της Μ. Κουγιουμτζή ξεχειλίζει από άγρια ποιητικότητα κι από τις φωτιές του λόγου που ανακινούν αισθήματα και αποκαλύπτουν το σκοτεινό πρόσωπο της κοινωνίας μας.

 

Δυο νέες πεζογραφικές φωνές, πέντ’ έξι χρόνων η καθεμία, αλλά από συγγραφείς που ανήκουν σε δύο επάλληλες γενιές, αφουγκράζονται το υποδόριο βουητό του κακού και προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις πηγές του, τα μελανά συμπτώματά του, τις βόμβες που βάζει στα θεμέλια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, τις συγκρούσεις που προκαλεί… Κι οι δύο στήνουν τις αλληγορίες τους στα όρια του πραγματικού με το φανταστικό, ίσως για να ξεφύγουν από τη δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης που μας δίνει μονοσήμαντες εξηγήσεις, ίσως για να δείξουν πως αυτή η κρίση δεν είναι ένα επίκαιρο μόνο γεγονός αλλά μια βαθιά, παρατεταμένη, συνεχώς επανερχόμενη οδύνη.

Scroll to top