Pin It

Η ακτινογραφία των σημερινών κομμάτων έναν χρόνο μετά τις ιστορικές εκλογές του 2012. Πώς μετά την κατάρρευση του δικομματισμού οδηγούμαστε σε μια νέου τύπου πόλωση

 

Ανάλυση Του Γιάννη Μαυρή*

 

Ισως σε καμία άλλη χώρα οι πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης δεν υπήρξαν τόσο καθοριστικές όσο στην Ελλάδα. Η κατάρρευση του δικομματικού συστήματος στις εκλογές του 2012, ως αποτέλεσμα της μνημονιακής τριετίας, έφερε στην επιφάνεια τη βαθύτατη κρίση εκπροσώπησης, οδηγώντας σε νέες μαζικές πολιτικές στοιχίσεις. Ενα χρόνο μετά, οι διεργασίες και οι μετασχηματισμοί των παλαιών και των νέων πολιτικών κομμάτων συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς.

 

Το τελευταίο διάστημα, σχεδόν κάθε μήνα, εξαγγέλλονται νέα «κόμματα», ενώ υπάρχει πιθανότητα επανεμφάνισης στις προσεχείς εκλογές της «κονιορτοποίησης» που παρατηρήθηκε στις εκλογές του Μαΐου. Εντούτοις, το πραγματικό γεγονός που συσκοτίζεται είναι η απαξίωση και η δραματική συρρίκνωση του θεσμικού ρόλου των κομμάτων στο πλαίσιο του νέου πολιτικού συστήματος που αναδίδεται· ενός εντελώς αποδυναμωμένου, σχεδόν εικονικού κοινοβουλευτισμού.

 

Kατάρρευση δικομματισμού

 

Μετά το 1974, η συστηματική εναλλαγή των δύο κομμάτων διακυβέρνησης στην εξουσία, που συντελέστηκε πέντε φορές, είχε εδραιώσει θεσμικά (με τη βοήθεια και των εκλογικών νόμων) το δικομματικό σύστημα, ως μορφή καθεστώτος. Τα τελευταία 30 χρόνια, η επιρροή του ελληνικού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) είχε κυμανθεί σε επίπεδα της τάξης του 80%-85%, που διεθνώς μόνο με την ιστορική παράδοση των αγγλοσαξονικών χωρών μπορεί να συγκριθεί. Ο δικομματισμός λειτουργούσε και εκτόνωνε την κοινωνική δυσαρέσκεια με τη μετακίνηση κάθε φορά μιας κρίσιμης μερίδας του εκλογικού σώματος από το ένα κόμμα στο άλλο. Το «ενδιάμεσο» εκλογικό σώμα, δηλαδή οι ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει κατά καιρούς και τα δύο κόμματα διακυβέρνησης, έφτασε το 2009 να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 25%.

 

Ωστόσο, η υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο ακύρωσε αυτήν την ιστορικά παγιωμένη λειτουργία του. Οι συνοπτικές διαδικασίες επικύρωσης της «έκτακτης» νομοθεσίας, που επιβλήθηκαν με τις δανειακές συμβάσεις (οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου / διαδικασία του κατεπείγοντος / πολυνομοσχέδια), οδήγησαν ουσιαστικά σε αυτοκατάργηση του Κοινοβουλίου και ολοκληρωτική απαξίωση των βουλευτών, οι οποίοι πλέον αδυνατούσαν να εμφανιστούν σε δημόσιο χώρο χωρίς να αποδοκιμαστούν ή να κινδυνεύσει ακόμη και η σωματική τους ακεραιότητα.

 

Η ανοιχτή σύγκλιση και δέσμευση των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας στην πολιτική που επιβλήθηκε ολοκληρώθηκε με τη στήριξη της κυβέρνησης ενός διορισμένου και μη εκλεγμένου πρωθυπουργού (Νοέμβριος 2011-Απρίλιος 2012). Με τη διαμόρφωση ενός «ενιαίου κόμματος του Μνημονίου» και την επιβολή μιας κυβέρνησης συνεργασίας, ουσιαστικά υπόλογης στην τρόικα και όχι στο ελληνικό Κοινοβούλιο, η θέση τους αυτοϋπονομεύτηκε. Η εδραιωμένη λειτουργία του δικομματικού συστήματος «μπλόκαρε».

 

Η διετία 2010-2012

 

Στη διετία 2010-2012, οι δημοσκοπήσεις είχαν καταγράψει τη ριζική αντίθεση των πολιτών απέναντι στο Μνημόνιο. Από τον Μάιο του 2010, η κοινωνική αποδοκιμασία του κυμάνθηκε, συστηματικά, σε επίπεδα της τάξης του 60%-75%, για να προσεγγίσει την εποχή της ψήφισης του Μνημονίου ΙΙ (Φεβρουάριος 2012) το 79% (γράφημα 1). Το εκλογικό αποτέλεσμα απλώς την επικύρωσε και ταυτόχρονα αποκάλυψε το έλλειμμα νομιμοποίησης των πολιτικών του.

 

Ηδη από τις αρχές του 2011 το κοινωνικό αίτημα για εκλογές διαρκώς διογκωνόταν. Στις έρευνες κοινής γνώμης, η αναγκαιότητα διεξαγωγής εκλογών συγκέντρωνε τον Απρίλιο του 2012 ποσοστό 67%, από μόλις 25% έναν χρόνο πριν, ξεπερνώντας τελικά το 70% (γράφημα 2). Ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης, όπως για παράδειγμα εκείνη του 1965 (το λεγόμενο «πεζοδρόμιο» στην αργκό των παλαιότερων Ελλήνων συντηρητικών πολιτικών), ήταν μεγάλος και το εγχώριο πολιτικό σύστημα το γνώριζε. Ουσιαστικά, οι εκλογές του Μαΐου επιβλήθηκαν «από τα κάτω».

 

Με δεδομένη στην Ελλάδα την αυξημένη επιρροή που ασκεί ο κοινοβουλευτισμός στις κυριαρχούμενες τάξεις, η κοινωνική δυσαρέσκεια οδηγήθηκε ευκολότερα στη διέξοδο της εκλογικής αποδοκιμασίας, παρά της ανοιχτής κοινωνικής διαμαρτυρίας (που εκδηλώθηκε αν και περιορισμένα). Η «τιμωρία» και των δύο κομμάτων της διακυβέρνησης στις εκλογές υπήρξε πρωτοφανής. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου του 2012 κανένα από τα δύο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 19%. Στο κατακερματισμένο τοπίο που αναδύθηκε, οι προσπάθειες για συγκρότηση μιας βιώσιμης πλειοψηφίας απέτυχαν. Εκλογικά, το παλιό δικομματικό καθεστώς, κυριολεκτικά, κατέρρευσε. Η επιρροή του τον Μάιο, μόλις 32%, δεν προσέγγισε ούτε το ½ του ποσοστού που είχαν λάβει αθροιστικά πριν από δυόμισι χρόνια (77,4%). Το ΠΑΣΟΚ τιμωρήθηκε περισσότερο σκληρά για την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, δύο χρόνια πριν.

 

Στις επαναληπτικές εκλογές που ακολούθησαν 6 εβδομάδες μετά, ο συνασπισμός των 3 κομμάτων της συγκυβέρνησης (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) έλαβε αθροιστικά λιγότερο από 3 εκατ. ψήφους, δηλαδή λιγότερο από το 30% του «λογιστικού» και περίπου 35% του πραγματικού εκλογικού σώματος.

 

H ιστορία των μεταβολών

 

 

gallop

 

 

Τον Μάιο, τα δύο πρώτα κόμματα (άθροισμα πλέον Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν μόνον 35,6%. Είναι το ελάχιστο ποσοστό δικομματικής επιρροής που καταγράφηκε ποτέ σε εκλογική αναμέτρηση κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από το 1926 (γράφημα 3). Παρόμοια ποσοστά μπορούν να συγκριθούν μόνο με εκείνα των πρώτων μετεμφυλιακών εκλογών του 1950, 62 χρόνια πριν. Μάλιστα, από ποσοτική άποψη και τηρουμένων των αναλογιών, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος τον Μάιο του 2012, ακόμη και εάν συγκριθεί με το ιστορικό προηγούμενο του 1950, αποδεικνύεται εξίσου μεγάλος ή και μεγαλύτερος.

 

Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εκλογές του ’50 ήταν οι πρώτες αντιπροσωπευτικές που είχαν διεξαχθεί στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία του μεσοπολέμου, τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, αντιλαμβάνεται εύκολα τόσο το μέγεθος όσο και την ιστορική σημασία της εκλογικής μεταβολής που έχει συντελεστεί.

 

Το 1950, ο κομματικός κατακερματισμός εμφανίστηκε ως πολιτικό αποτέλεσμα μιας θυελλώδους δεκαετίας και ενός τριετούς εμφυλίου πολέμου (1946-49)· το 2012, υπήρξε αποτέλεσμα της εφαρμογής του Μνημονίου στην τριετία 2010-12, ενός νέου και «μονομερούς εμφυλίου» που κηρύχθηκε τώρα εις βάρος των κυριαρχούμενων τάξεων, με σκοπό την ανατροπή του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβιβασμού.

 

Η νέα πόλωση

 

Με τις διπλές εκλογές του 2012 άνοιξε νέα ιστορική περίοδος, μεταβατικού χαρακτήρα, που συνεχίζεται. Τον παλιό δικομματισμό, που κατέρρευσε, διαδέχεται σταδιακά ένα νέο κομματικό σύστημα, ένας συρρικνωμένος πλέον (το τελευταίο εξάμηνο η επιρροή των δύο κομμάτων παραμένει αθροιστικά κάτω από το 58%) και απόλυτα ισορροπημένος –για την ώρα- δικομματισμός, με τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ να κινούνται διαρκώς μεταξύ 27,5% και 29,5%.

 

Αποδείχθηκε, ταυτόχρονα, ότι η νεοφιλελεύθερη επίθεση που εκδηλώθηκε με την εφαρμογή του πολιτικού και οικονομικού προγράμματος του Μνημονίου, ως απάντηση των κυρίαρχων τάξεων στην κρίση, έχει διαιρέσει βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Η κοινωνική και ταξική πόλωση που προκλήθηκε αποτυπώθηκε ευδιάκριτα στην ψήφο των εκλογών του Ιουνίου. Ανάλογη κοινωνική διαφοροποίηση στην εκλογική βάση των κομμάτων έχει να εμφανιστεί από τη δεκαετία του ’80. Η σημασία της ταξικής ψήφου, που είχε υποχωρήσει σημαντικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, δείχνει να επανακάμπτει. Η πόλωση εγγράφει και μια νέα διαιρετική τομή στο ελληνικό κομματικό σύστημα, ανάμεσα στις φιλομνημονιακές και τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, που εξακολουθεί σήμερα να τέμνει τη διαίρεση Αριστερά/Δεξιά. Βάσει αυτής της διπλής διαίρεσης συγκροτείται το νέο κομματικό σύστημα και θα οργανωθούν μελλοντικά οι δύο ευρύτεροι πόλοι της πολιτικής σκηνής.

 

Μέχρι σήμερα, ο ένας πόλος εκπροσωπήθηκε από την τρικομματική κυβερνητική συνεργασία, ανάμεσα στη Ν.Δ., που μετατοπίσθηκε δεξιότερα, και τους άλλους δύο μάλλον προσωποπαγείς κομματικούς σχηματισμούς της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, που ανέλαβαν να διευρύνουν τη νομιμοποίηση προς τα αριστερά. Η σύγκλιση αυτών των δυνάμεων, που εξακολουθεί -μέχρι την κρίση της ΕΡΤ τουλάχιστον- να κυριαρχεί πολιτικά, εκφράζει το κοινωνικό μπλοκ του Μνημονίου, τη νέα κοινωνική συμμαχία των κυρίαρχων τάξεων που συγκροτείται μέσα στην κρίση.

 

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την (ευάλωτη) κοινοβουλευτική έκφραση μιας νέας διευρυμένης κοινωνικής συσσωμάτωσης των μεσαίων και εργατικών μισθωτών στρωμάτων, αλλά και σημαντικού τμήματος κοινωνικών κατηγοριών, που μαζικοποιούνται και εξαθλιώνονται από την οικονομική κρίση, όπως η νεολαία, οι άνεργοι και οι ταξικά υποβαθμιζόμενοι.

 

Οι προοπτικές 

 

Τα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης υποστηρίχτηκαν, κατά κύριο λόγο, από το λιγότερο δυναμικό, μη παραγωγικό και πλέον γερασμένο τμήμα του εκλογικού σώματος. Η εκλογική νίκη της Ν.Δ. βασίστηκε περισσότερο στον εκφοβισμό του εκλογικού σώματος. Υπήρξε ψήφος συγκατάθεσης, χωρίς την απαραίτητη ιδεολογική συναίνεση. Η κοινωνική νομιμοποίηση που εξασφάλισε η νέα διακυβέρνηση ήταν εξ αρχής περιορισμένη. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η αυταρχική στροφή της διακυβέρνησης (ένας νέος αυταρχικός κρατισμός) και η υιοθέτηση μορφών της στρατηγικής της έντασης ήταν αναμενόμενες. Συνέχιση και ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος είναι δυνατόν να γίνει μόνο με περαιτέρω συγκεντροποίηση της λήψης των αποφάσεων, κλιμάκωση της καταστολής των κοινωνικών κινητοποιήσεων, περαιτέρω περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων (ΕΡΤ) και αύξηση της επιτήρησης.

 

Στα σχετικά «manuals» των διεθνών οργανισμών, το επόμενο στάδιο αυτού του σχεδίου περιλαμβάνει την προσπάθεια θεσμικής κατοχύρωσης των αλλαγών, αυτό που η Ναόμι Κλάιν έχει αποκαλέσει «μόνωση των μεταρρυθμίσεων». Η συνταγματική αναθεώρηση, η αλλαγή του εκλογικού νόμου, ακόμη και οι σκέψεις για διεύρυνση του εκλογικού σώματος (κυριολεκτικά αλλαγή), με την καθιέρωση της ψήφου των ομογενών θα είναι στην ημερήσια διάταξη του πολιτικού και εκλογικού ανταγωνισμού. Αυτοί οι πολιτικοί μετασχηματισμοί καταλήγουν στην περαιτέρω παράκαμψη της αντιπροσώπευσης και στην ενίσχυση του ρόλου των Μέσων Ενημέρωσης και της προπαγάνδας. Οδηγούν στη θεσμική υποβάθμιση της εκλογικής διαδικασίας και την έξοδο από το εκλογικό σώμα μιας σημαντικής μερίδας πολιτών. Ο κίνδυνος είναι ορατός.

 

Στα χρόνια που έρχονται, η κοινωνική αντιπαράθεση γύρω από τις εκλογές και τη δημοκρατία αναπόφευκτα θα κλιμακωθεί. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι εις βάρος των κυριαρχούμενων τάξεων, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι μπορεί κανείς να προδικάσει γραμμικά και εκ των προτέρων το αποτέλεσμά της. Οπως διαμορφώνονται σήμερα οι συνθήκες, δεν αποκλείεται οι επόμενες εκλογές να αποδειχθούν εξίσου ή και σε μεγαλύτερο βαθμό πολωμένες από εκείνες που ζήσαμε τον περασμένο Ιούνιο.

 

.……………………………………………………………………………………….

 

*Πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της Public Issue www.mavris.gr, www.publicissue.gr

 

Scroll to top