14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μνημεία της πόλης: Το «φαιό νταμάρι»

Το μεταλλικό θέατρο

Τα καλοκαίρια έχει την τιμητική του, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει σκληρούς ανταγωνιστές. Κατά κοινή ομολογία, όμως, μια συναυλία στο καλύτερο μπαλκόνι της Αθήνας έχει άλλη χάρη, έστω και από τα βραχάκια.
      Pin It

Τα καλοκαίρια έχει την τιμητική του, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει σκληρούς ανταγωνιστές. Κατά κοινή ομολογία, όμως, μια συναυλία στο καλύτερο μπαλκόνι της Αθήνας έχει άλλη χάρη, έστω και από τα βραχάκια.

 

Της Χαράς Τζαναβάρα

 

Το Θέατρο Λυκαβηττού επί δεκαετίες αποτελούσε το must του ελληνικού καλοκαιριού. Οι νεότεροι το γνώρισαν ως συναυλιακό χώρο και, όταν το χαρτζιλίκι δεν περίσσευε, έβρισκαν καταφύγιο στα περίφημα βραχάκια περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες και να ενωθούν με τους προνομιούχους. Οι παλιότεροι όμως το γνώρισαν ως θεατρική σκηνή, και μάλιστα κλασικού ρεπερτορίου. Λίγοι είναι πλέον οι επιζώντες που πρόλαβαν να το γνωρίσουν ως… νταμάρι!

 

Με κορυφή στα 285 μέτρα, είναι ο υψηλότερος από τους επτά λόφους της αρχαίας Αθήνας, που του εξασφαλίζει πανοραμική θέα σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, κυρίως προς την Ακρόπολη. Για την ονομασία του υπάρχουν πολλές δοξασίες. Μελετητές θεωρούν ότι η ρίζα του προέρχεται από το λυκόφως και το λυκαυγές ή και το λύκειος, όλα έχοντα σχέση με το φως που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του χώρου. Οι περισσότερες γνώμες συγκλίνουν προς το λύκος, που δεν αναφέρεται μόνον στη διαπιστωμένη παρουσία του συγκεκριμένου ζώου στην περιοχή αλλά και στο ομώνυμο φυτό.

 

Η υψηλότερη απόληξη του λόφου είναι αυτή του Αγίου Γεωργίου, όπου προϋπήρχε ο ναός του Ακραίου Διός και ναΐσκος του 16ου αιώνα, πιθανότατα αφιερωμένος στον προφήτη Ηλία. Υπάρχει όμως και η Σχιστή Πέτρα, που κατά τους προϊστορικούς χρόνους ήταν κομμάτι του ενιαίου λόφου. Ανάμεσά τους λειτουργούσε το λατομείο, τουλάχιστον από την εποχή που η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεότερου ελληνικού κράτους. Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 που συνεχίζονταν οι εκρήξεις, το φυσικό έδαφος είχε υποχωρήσει πάνω από 30 μέτρα. Από αυτό το «φαιό νταμάρι», όπως το θέλει ο ποιητής Αλκης Αλκαίος, ξεπήδησε ένα νέο θέατρο. Ηταν η εποχή που η Αννα Συνοδινού, κορυφαία τραγωδός της εποχής, είχε αποχωρήσει από το Εθνικό Θέατρο και αναζητούσε νέα στέγη που θα μπορούσε να υποδεχτεί κάποιες από την πληθώρα των εκδηλώσεων που διεκδικούσαν μια θέση στο Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο έκανε τα πρώτα του, ιδιαίτερα δυναμικά βήματα. Στον Τύπο της εποχής κυριαρχούσαν οι διαξιφισμοί επωνύμων για το θέμα, σε μια διένεξη που έληξε με παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Τον Νοέμβριο του 1964 ενεκρίθη η εικοσαετής εκμίσθωση του παλιού λατομείου στην Αννα Συνοδινού, μαζί με την άδεια ανέγερσης υπαίθριου θεάτρου. Μετά τη λήξη της εκμίσθωσης αυτό θα περιερχόταν στον ΕΟΤ. Η ίδια η ηθοποιός είχε την πρωτοβουλία να καλέσει να αναλάβει το έργο ένας δεξιοτέχνης και οραματιστής αρχιτέκτονας, ο Τάκης Ζενέτος.

 

Γεννημένος στην Αθήνα το 1926, είχε από νέος αγάπη για τη ζωγραφική και με προτροπή οικογενειακού φίλου έφυγε με υποτροφία για το Παρίσι, όπου σπούδασε στην περίφημη Ecole des Beaux Arts. Επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα το 1955 και ξεκινά δημιουργικά την καριέρα του σχεδιάζοντας το εμβληματικό εργοστάσιο «Φιξ» στη Συγγρού, πολυκατοικίες ιδιαίτερων προδιαγραφών στη λεωφόρο Αμαλίας και την Ηρώδου του Αττικού, αλλά και πρωτοποριακές ώς σήμερα μονοκατοικίες στο Καβούρι, τη Γλυφάδα και το Ψυχικό. Παρά τον πρόωρο θάνατό του το 1977, πρόλαβε να σχεδιάσει συνολικά 120 έργα, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα, ενώ ιδιαίτερη αξία έχει το εμπνευσμένο χωροταξικό σχέδιο της πρωτεύουσας.

 

Ευτύχησε να ζήσει σε μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο για την ελληνική αρχιτεκτονική, αποτελώντας ο ίδιος ένα ξεχωριστό κεφάλαιο που γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της χώρας μας. Κάποιοι βέβαια του είχαν προσάψει τη «ρετσινιά» του ουτοπιστή και θεωρούσαν ότι οι ιδέες του ήταν ανεφάρμοστες. Η ίδια η πράξη έδειξε το αντίθετο.

 

Στην περίπτωση του Θεάτρου στον Λυκαβηττό ο αρχιτέκτονας προσαρμόστηκε στο γενικό αίτημα της εποχής για «ένα θέατρο στα πρότυπα των αρχαίων» και σχεδίασε μια ανάλαφρη «αχιβάδα», την οποία στην κυριολεξία εμφύτευσε στο κενό του λατομείου. Είναι μια μεταλλική σύνθεση, με επένδυση ξύλου στον χώρο των καθισμάτων που τοποθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κρύβουν τις σκαλωσιές. Η αρχική σχεδίαση προέβλεπε κοίλο 5.000 θέσεων, η διάταξη ακολούθησε μια τεχνική ώστε η όλη σύνθεση να εδράζεται σε προβόλους (δηλαδή δίχως στηρίγματα), που είναι αγκυρωμένοι βαθιά σε τσιμεντένιο βάθρο κάτω από την ορχήστρα. Προστριβές καθυστέρησαν την έγκριση της μελέτης. Κατά την ελληνική… παράδοση, έγιναν αλλαγές και τελικά κατασκευάστηκε το θέατρο που όλοι γνωρίζουμε και το οποίο διαθέτει 3.000 θέσεις και, το κυριότερο, στεγάζεται σε μεταλλικά υποστυλώματα που ακολουθούν σε γενικές γραμμές τις «ορθόδοξες» πρακτικές θεμελίωσης.

 

Οι αλλαγές δεν αφαιρούν την αξία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, που δικαίως κατατάχθηκε στις τολμηρές δημιουργίες της εποχής, μαζί με την «Παγόδα» (1964-69), τον ιδιαίτερο επιβατικό σταθμό στο λιμάνι του Πειραιά που υπογράφουν οι Γιάννης Λιάπης και Ηλίας Σκρουμπέλλος. Δικαίως χαρακτηρίζεται πολιτιστικό ορόσημο για την πρωτεύουσα, αποτελώντας έως σήμερα αξεπέραστο κατασκευαστικό και αισθητικό τόλμημα.

 

[email protected]

Scroll to top