15/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο δίσκος του Βασιλικού «Sunday cloudy Sunday» κυκλοφορεί σε λίγες μέρες

«Ο ευφυής Τσιτσάνης σήμερα θα 'γραφε χωρίς μπουζούκι»

      Pin It

Μετά τις διασκευές του με τους Raining Pleasure στον Χατζιδάκι («Reflections») και δικές του σε ξένα τραγούδια τού ’60 και του ’70 («Vintage») ο ταλαντούχος συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός προχώρησε σε επανεκτελέσεις 12 τραγουδιών του κορυφαίου λαϊκού μας συνθέτη. Από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μέχρι την «Γκιουλμπαχάρ» και το «Κάνε λιγάκι υπομονή»

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Τελικά η είδηση δεν είναι ότι ο Βασιλικός κυκλοφορεί έναν ολόκληρο δίσκο αφιερωμένο στον Τσιτσάνη. Ούτε και το γεγονός ότι επιτέλους τραγουδά στα ελληνικά. Δεν είναι καν είδηση ότι από τα τραγούδια του σπουδαίου συνθέτη αφαίρεσε το μπουζούκι. Σημαντικότερο όλων είναι ότι ο δίσκος είναι πολύ καλός. Διαφορετικός. Πιο γυμνός, χωρίς τα μουσικά στολίδια και τις τσαχπινιές του Τσιτσάνη. Αλλά με ουσία, τόλμη και ηλεκτρονική μαεστρία.

 

Ο τίτλος του, «Sunday cloudy Sunday», θυμίζει λογοπαίγνιο μεταξύ Τσιτσάνη και U2. Η εξήγηση είναι πιο απλή: «Το πρώτο κομμάτι με το οποίο ασχολήθηκα ήταν η “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Οταν πήγα να το σώσω στον υπολογιστή έγραψα στα αγγλικά Cloudy Sunday και αυτομάτως το μυαλό πήγε στο Bloody Sunday των U2. Ηταν τόσο πηγαίο και αυθόρμητο που το κράτησα».

 

Το πρώτο τραγούδι ήταν έτοιμο. Για να καταλήξει στα υπόλοιπα 11 που συμπληρώνουν τον δίσκο χρειάστηκε να ακούσει άπειρες συνθέσεις από την τεράστια δεξαμενή του Τσιτσάνη. Εν τέλει διάλεξε την «Γκιουλμπαχάρ» και τη «Σεράχ», το «Αργοσβήνεις μόνη» και το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Ακρογιαλιές δειλινά» και το «Γράμμα», που έχει φτιάξει με υπέροχο τρόπο.

 

Τα τελευταία χρόνια ο Βασιλικός ζει στο Λονδίνο όπου σπουδάζει κινεζική ιατρική. Μια επιστήμη που τον έχει οδηγήσει σε έναν τελείως δικό του τρόπο ζωής. «Πάντα είχα ισχυρό ενδιαφέρον για το πώς δουλεύει το σώμα μας. Συγχρόνως, είχα σοβαρή αντίδραση για τις μεθόδους της δυτικής ιατρικής. Δεν κυνηγάω μια σχετική καριέρα. Πέρα από τις τεχνικές και την εκπαίδευση, με έχει αλλάξει η φιλοσοφία αυτής της επιστήμης, που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο πάντα σε σχέση με το περιβάλλον, τη φύση και τα συναισθήματά του. Δεν είμαστε κουτιά που κουβαλάνε συμπτώματα».

 

Μια μόνο δυσκολία έχει στο Λονδίνο. «Δεν έχω καταφέρει ακόμα να συνδεθώ συναισθηματικά. Γι' αυτό κάνω πολύ λιγότερα από αυτά που θα μπορούσε να μου προσφέρει αυτή η πόλη. Ζω συνειδητά μια μοναχική ζωή». Τα βγάζει πέρα παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής σε παιδιά. «Το έκανα για χρόνια, αλλά το είχα εγκαταλείψει γιατί με κούρασε. Τα παιδιά που διδάσκω τώρα είναι μεταξύ 9 και 15 ετών. Το ξανάπιασα ως μέσο βιοπορισμού και πολύ γρήγορα θυμήθηκα ότι η στιγμή που τα μάτια ενός έφηβου πετάνε σπίθες γιατί ανακάλυψε κάτι καινούργιο, αξίζει όλα τα λεφτά του κόσμου».

 

Στην Ελλάδα επιστρέφει όταν τον καλούν οι μουσικές του υποχρεώσεις. «Δεν θα άντεχα εδώ σήμερα, όπως δεν άντεχα και πριν από δέκα χρόνια. Το χειρότερο δεν είναι αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία, είναι αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Εμείς πάθαμε τα χειρότερα. Δεν αντέχω τον εκφοβισμό που μας έχει επιβληθεί σε όλα τα επίπεδα: στα επαγγελματικά, στα προσωπικά, στις φιλίες. Ο φόβος είναι η αιτία για την καταστροφή. Γιατί αυτή η χώρα μπροστά στα δύσκολα εξακολουθεί να βαδίζει προς τον γκρεμό. Αντί να μας ενώνει, η κρίση μάς κάνει πιο λαμόγια, πιο εαυτούληδες».

 

Αρα νιώθει τυχερός που μένει μακριά από την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας; «Φυσικά. Γλιτώνω από το σπρώξιμο στο λεωφορείο μέχρι την αγένεια στις κρατικές υπηρεσίες. Λαμβάνω φροντίδα και σεβασμό από το κράτος, και όχι πόλεμο. Σαν άνθρωπος δεν αντέχω τη μιζέρια και την απραξία. Στην Ελλάδα πια κανείς δεν μιλά για τίποτα. Μόνο φωνάζουν. Οταν κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή σου, άλλαξέ τη. Πάψε να κάθεσαι να την κοιτάς. Ταυτίζομαι απολύτως με αυτό που έλεγε ο Γκάντι: γίνε αυτό που θέλεις να είναι οι άλλοι. Δεν μου λένε τίποτα οι κραυγές. Πιστεύω φανατικά στις προσωπικές επαναστάσεις. Ο καθένας μας διαμαρτύρεται για τον πόλεμο που του γίνεται και μέσα στην ημέρα δίνει τουλάχιστον δέκα μάχες. Ας μαζέψουμε επιτέλους το σπίτι μας πριν κατηγορήσουμε τον γείτονα για ακαταστασία».

 

Η δική του μεγάλη «μάχη» των τελευταίων μηνών ήταν με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δεν είναι θέμα ποιος νίκησε. Είναι, όμως, μια κατάκτηση να φτιάχνεις έναν καλό δίσκο με τραγούδια του σημαντικότερου λαϊκού μας συνθέτη. «Δεν θα ήθελα να μιλήσω για τις άπειρες τεχνικές του ιδιαιτερότητες. Θα πω απλώς ότι θαυμάζω το πόσο ολοκληρωμένος υπήρξε. Δεν ήταν απλώς ένας καλλιτέχνης που έπαιρνε στίχους και τους έντυνε με καλή μουσική. Εγραφε τα λόγια ο ίδιος και μετά τους έδινε τον χαρακτήρα που απαιτούσαν με τη σπουδαία του μουσική. Ηταν ένας άνθρωπος που εξέφραζε το συναίσθημά του ολοκληρωμένα και ολοκληρωτικά».

 

Και το μπουζούκι πώς «τόλμησε» να το αφαιρέσει; «Για να έχει νόημα και ουσία αυτό που κάνω, έπρεπε να αφαιρέσω τα προφανή στοιχεία. Αλλιώς δεν θα είχα χώρο να κινηθώ. Σκέφτηκα ότι ο Τσιτσάνης ήταν τόσο ευφυής που αν ζούσε σε άλλη εποχή θα έγραφε τα ίδια τραγούδια, αλλά θα χρησιμοποιούσε άλλα όργανα. Αυτό έκανα λοιπόν: κράτησα τον σκελετό και την ουσία και ξαναέχτισα τα κομμάτια με τις προσταγές της εποχής μας».

 

Η εμπειρία, που είχε από παλιότερες διασκευές στον δίσκο του «Vintage» ή στο «Reflections» του Μάνου Χατζιδάκι, βοήθησε; «Οχι. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, κυρίως λόγω του αγγλόφωνου δίσκου. Τότε ήμουν σε ένα οικείο γήπεδο και με παρέα. Σήμερα στον Τσιτσάνη είμαι μόνος και εκτός έδρας».

 

Δεν φοβάται άραγε ότι κάποιοι θα τον κατηγορήσουν για ευκολίες, από τη στιγμή που καταπιάνεται με δύο μεγαθήρια της μουσικής; «Πόσο εύκολο είναι να κάνεις κάτι για το οποίο σίγουρα θα κριθείς αυστηρά;» απαντά.

 

 

Scroll to top