04/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Καμιά ανοχή στη ρατσιστική βία

Η Ουγγαρέζα φιλόσοφος Αγκνες Χέλερ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1929. Υπήρξε μαθήτρια του Γκιόργκι Λούκατς και μέλος της περίφημης «Σχολής της Βουδαπέστης», που εργάστηκε για την ανανέωση της μαρξιστικής παράδοσης. Μετά τον θάνατο του Λούκατς εκδιώχθηκε από το καθεστώς και το 1977 υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Αργότερα.
      Pin It

Η Ουγγαρέζα φιλόσοφος Αγκνες Χέλερ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1929. Υπήρξε μαθήτρια του Γκιόργκι Λούκατς και μέλος της περίφημης «Σχολής της Βουδαπέστης», που εργάστηκε για την ανανέωση της μαρξιστικής παράδοσης. Μετά τον θάνατο του Λούκατς εκδιώχθηκε από το καθεστώς και το 1977 υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Αργότερα έζησε και δίδαξε στις ΗΠΑ, ενώ στην πορεία πήρε κριτικές αποστάσεις από τον μαρξισμό. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ένα παλαιότερο κείμενο της Αγκνες Χέλερ, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «L’Unità» στις 29.11.1992. Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, η Ουγγαρέζα φιλόσοφος προσπαθεί εδώ να δώσει απάντηση σε ερωτήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν και σήμερα.

 

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, παρακολουθήσαμε μια συνεχή κλιμάκωση της βίας ενάντια στους ξένους. Οι διαφορετικοί κάθε είδους –είτε πρόκειται για Τούρκους, Σλάβους, Τσιγγάνους, Βιετναμέζους ή Εβραίους– έχουν γίνει πραγματικοί ή δυνητικοί στόχοι. Στη Γερμανία διαδίδεται ο φόβος. Οι διάφορες μειονότητες φοβούνται ότι θα γίνουν τα προσεχή θύματα των νεοναζιστών ή των skinheads […]. Ο ρατσισμός είναι βιοπολιτική, από τη στιγμή που ο ρατσισμός προσδιορίζει τον «άλλον» κυρίως ως «σώμα» και επιπλέον ως «ξένο σώμα», το οποίο πρέπει να ξεκοπεί από τον υπόλοιπο «υγιή» οργανισμό. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ρατσισμός είναι πάντοτε βίαιος. Η κλιμάκωση της φραστικής βίας δεν μεταφράζεται πάντοτε σε φυσική βία, αλλά μια δυνητική φυσική βία είναι πάντοτε παρούσα. Σε όλα τα επίπεδα της εκδήλωσής τους, η ρατσιστική πολιτική και το ρατσιστικό φαντασιακό είναι ανορθολογικά σε σχέση με τη νεωτερικότητα, με την έννοια ότι έρχονται σε αντίθεση με όλες τις αξίες πάνω στις οποίες στηρίζονται τόσο η νομιμοποίηση όσο και η ρητορική της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής, δηλαδή: ελευθερία, ισότητα, δικαιώματα.

 

Αποκλείοντας το «ξένο σώμα», στιγματίζοντάς το και ασκώντας βία πάνω του, τα ρατσιστικά κινήματα στην πραγματικότητα στιγματίζουν τους εαυτούς τους ως «αρχαϊκούς άλλους», ως ανορθολογικούς «διαφορετικούς» που παρεπιδημούν στο σώμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πώς μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να συμπεριφερθεί σε αυτόν τον διαφορετικό, που γεννήθηκε από το ίδιο της το σώμα; Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι σε θέση να «αφαιρέσει το οίδημα»;

 

Οι κοινωνιολογικές έρευνες για τις αιτίες των φαινομένων ρατσιστικής βίας είναι σημαντικές αλλά περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Γι’ αυτό δεν θα θέσω τα κοινωνιολογικά ερωτήματα του τύπου «Γιατί εδώ και τώρα;» ή «Γιατί αυτές ακριβώς οι ιδιαίτερες πράξεις βίας;». Για μια φορά προτείνω να σκεφτούμε για το πρόβλημα με όρους όχι κοινωνιολογικούς αλλά φιλοσοφικούς. Ο Χομπς είχε δίκιο: μόνον μια ολική κρατική εξουσία μπορεί να ελέγχει ολικά «τη φυσική κατάσταση». Μόνον αυτό το είδος κρατικής εξουσίας μπορεί να εξαλείψει όλες τις βίαιες πράξεις, που πραγματοποιούνται από άτομα ή ομάδες σε βάρος άλλων ατόμων ή ομάδων χωρίς την πρωτοβουλία ή τη συναίνεση του κράτους. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση η βία (η χρήση της βίας) από μέρους του κράτους γίνεται απαράδεκτη. Συνεπώς, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν θέτουν καν τον στόχο του ολικού ελέγχου των μη νόμιμων βίαιων πράξεων. Απομένει μόνον να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό μπορούν να περιορίσουν αυτές τις πράξεις βίας, συγκρατώντας τες στο εσωτερικό συγκεκριμένων ορίων.

 

Μπορούμε σε γενικές γραμμές να εντοπίσουμε τρεις πηγές μη νόμιμης βίας στις σύγχρονες δημοκρατίες. Πρώτα απ’ όλα η οργανωμένη εγκληματικότητα, πολιτική ή μη, που ξεκινάει από τη μαφία και φτάνει ώς τη διεθνή τρομοκρατία. Δεύτερον οι ταραχές, οι εξεγέρσεις, τα ξεσπάσματα οργής, που είναι ως ένα βαθμό χειραγωγημένα. Και σε αυτήν την περίπτωση το φαινόμενο μπορεί να είναι πολιτικό ή να μην είναι. Οι επιθέσεις των δεξιών εξτρεμιστών εναντίον των ξένων στη Γερμανία μπορούν να ενταχθούν σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία. Υπάρχει, τέλος, η ιδιωτική και απρόβλεπτη βία των ατόμων, που περιλαμβάνει εγκλήματα όπως οι ένοπλες ληστείες, οι βιασμοί, οι δολοφονίες.

 

Ολα τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη (και οι αντίστοιχες κυβερνήσεις) οφείλουν να εγγυώνται την ασφάλεια και τις ελευθερίες που προβλέπονται από τους νόμους για όλους τους πολίτες και για όσους βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους. Ολοι εκείνοι που βρίσκονται στο εσωτερικό των συνόρων ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους πρέπει να μπορούν να προσδοκούν εύλογα ότι δεν θα υποστούν βία από συνανθρώπους τους και ότι δεν θα στερηθούν τις προσωπικές τους ελευθερίες από το κράτος υπό τον όρο ότι θα σέβονται τους νόμους του. Οι δυο προσδοκίες μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση. Για παράδειγμα, προκειμένου να αναχαιτιστούν ή να κατασταλούν σοβαρές εκδηλώσεις βίας μπορεί να υιοθετηθούν έκτακτα μέτρα. Αλλά καταρχήν χρειάζεται να γίνονται σεβαστές και οι δύο προσδοκίες.

 

Είναι απαράδεκτο έντιμοι έμποροι να ζουν στο έλεος των εκβιαστών της μαφίας. Είναι απαράδεκτο οι διαφορετικοί και οι ξένοι να μην μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι από τον φόβο της οργανωμένης βίας, έτσι όπως είναι απαράδεκτο και μια γυναίκα μόνη στο τιμόνι του αυτοκινήτου της να φοβάται να σταματήσει στον φωτεινό σηματοδότη. Αλλά δεν είναι λιγότερο απαράδεκτο να μπορούν να μας συλλαμβάνουν με βάση απλές υποψίες, το κράτος να παρακολουθεί τις τηλεφωνικές μας συνομιλίες και να ανοίγει τις επιστολές μας ή η αστυνομία να μπορεί να εισβάλει σε μια κατοικία χωρίς ένταλμα σύλληψης. Να δρα με σωστό τρόπο τη σωστή στιγμή, να διατηρεί μιαν ορθή ισορροπία, να κατορθώνει να προστατεύει τους πολίτες (προστατεύοντας τόσο τη ζωή τους όσο και τα δικαιώματά τους) είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να χαρακτηρίζει μια φιλελεύθερη δημοκρατική πολιτική.

 

Κύριο καθήκον της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής είναι το να ασχολείται με τη «φυσική κατάσταση» στα όρια του «κοινωνικού κράτους», πράγμα που συμπεριλαμβάνει την εκπαίδευση, τη διάδοση της κουλτούρας αλλά και, αν είναι αναγκαίο, την πλήρη χρήση της ισχύος του κράτους. Μόνον αυτή η τελευταία πλευρά είναι αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης. Ολες οι άλλες προβλέπουν την πολιτική δραστηριότητα του πληθυσμού. Ομάδες και άτομα μπορούν να κάνουν πολλά με το όπλο της διαμαρτυρίας και του πολιτικού θάρρους, για παράδειγμα κάνοντας να νιώσουν «ξένοι» στη χώρα τους ακριβώς εκείνοι που κηρύσσουν το μίσος απέναντι στους «ξένους».

 

Εναντίον του ρατσισμού είναι επιτακτικό να χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο της πληροφόρησης, αλλά κανένα αντιρατσιστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαλείψει πλήρως τον ρατσισμό, εξαιτίας του απλού γεγονότος ότι αυτός αποτελεί μιαν από τις κύριες μορφές με τις οποίες η «φυσική κατάσταση», ως ξένο και ανορθολογικό σώμα, επιζεί στους κόλπους της σύγχρονης πολιτικής. Και αυτό το ανορθολογικό σώμα δεν μπορεί να αφαιρεθεί, πρώτον επειδή η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν νομιμοποιείται να πραγματοποιεί χειρουργικές επεμβάσεις αυτού του είδους και δεύτερον επειδή, αν το αφαιρούσαμε, το οίδημα θα επανεμφανιζόταν μεγαλύτερο. Οσο ο ρατσισμός εκδηλώνεται με μορφή φραστικής βίας, μπορούμε να τον συγκρατούμε. Μπορούμε να αγνοούμε όποιον μιλάει ρατσιστική γλώσσα. Αλλά όταν το ρατσιστικό μίσος εκδηλώνεται με πράξεις φυσικής βίας, τα θύματα του μίσους δεν έχουν πλέον τρόπο σωτηρίας. Γι’ αυτό οι πράξεις βίας δεν πρέπει να γίνονται ανεκτές ούτε για ένα λεπτό, όποιες δικαιολογίες και αν προβάλλονται […].

 

Scroll to top