11/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια «δηλητηριώδης ερωτική ιστορία» στον «αιώνα του Παρτρ»

Μπορίς Βιαν «Ο αφρός των ημερών» Μετάφραση-εισαγωγή: Μαρίνα Λεοντάρη, Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη 2013, σελ. .
      Pin It

Μπορίς Βιαν
«Ο αφρός των ημερών»
Μετάφραση-εισαγωγή: Μαρίνα Λεοντάρη, Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη 2013, σελ. 316

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Ο Μπορίς Βιαν (1920-1959) εισβάλλει αιφνιδιαστικά στη μεταπολεμική γαλλική πρόζα μπολιάζοντας την ευρωπαϊκή κληρονομιά του υπερρεαλισμού και του παράλογου με το ενδιαφέρον του για την τζαζ και την αμερικανική pulp λογοτεχνία. Από το 1946 έως το 1950, ο Γάλλος μηχανικός αλλά και ταλαντούχος τρομπετίστας, κριτικός της τζαζ, ποιητής και τραγουδοποιός, μεταφραστής και θεατρικός συγγραφέας, θρυλική φιγούρα, τέλος, του μεταπολεμικού Σεν Ζερμέν ντε Πρε και μετέπειτα «Σατράπης» του Κολεγίου της Παταφυσικής, δημοσιεύει μια σειρά τεσσάρων μυθιστορημάτων στην παράδοση του «σκληρού» αστυνομικού αφηγήματος. Δένοντας τον ερωτισμό με το θρίλερ και εμφανιζόμενος ως μεταφραστής του ανύπαρκτου Αμερικανού συγγραφέα Βέρνον Σάλιβαν (αναφορά στον Αμερικανό πιανίστα Τζόε Σάλιβαν και στον Γάλλο μουσικό της τζαζ Πολ Βερνόν), θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και με το πρώτο (1946) από αυτά, το προκλητικό «Θα φτύσω στους τάφους σας» (Τόπος, 2007), πολυετείς δικαστικούς αγώνες.

 

Κοντά στο ύφος της προαναφερθείσης τετράδας, αν και σαφώς λυρικότερος, ο «Αφρός των ημερών» γράφεται την ίδια χρονιά, δημοσιεύεται την επόμενη (1947) και παραμένει το γνωστότερο βιβλίο του. Πρόκειται για τη «δηλητηριώδη ερωτική ιστορία» (Ρεμόν Κενό), τον σχεδόν σουρεαλιστικό έρωτα του εφευρετικού Κολέν με την αισθαντική Κλοέ. Ενας ειδυλλιακός γάμος μετατρέπεται γρήγορα σε ένα παράλογο δράμα.

 

Το αφηγηματικό σύμπαν του Μπορίς Βιάν είναι σχεδόν μαγικό, γεμάτο α-νόητα και παράλογα συμβάντα –που όμως παρουσιάζονται ως απόλυτα κανονικά– και υπηρετείται πιστά από μια ραμπελιανή γλωσσική αδηφαγία. Ο Βιάν αποσυντονίζει τη γλωσσική νόρμα, ανοίγοντας χώρο για λεκτικά παίγνια και καλαμπούρια στην παράδοση του Λιούις Κάρολ και του Αλφρέ Ζαρί.

 

Τα πάντα στον «Αφρό των ημερών» είναι αφρώδη, ρευστά ή αέρινα, όπως οι νότες που απογειώνονται από το κλαρινέτο του Μπάρνεϊ Μπίγκαρντ (σ. 229). Ετσι προκύπτει μια ονειρική πόλη που θυμίζει τοπογραφικά Παρίσι, ωστόσο στους δρόμους της, με ονόματα μουσικών της τζαζ, είναι δυνατόν να φυσά μόνο στη μια μεριά ενώ στην άλλη όχι, και ένα μόνο δέντρο στα δύο να ρίχνει τη σκιά του. Εδώ ζουν οι ήρωες του Βιάν, ταξιδεύουν μέσα σε ροζ συννεφάκια, κατοικούν σε κτίρια «που αλλάζουν και στρογγυλεύουν κάτω από την επίδραση της μουσικής», τρώνε «αλεσμένη βοδινή ουρά και κρουτόν με άλειμμα αντζούγιας» –που μπορεί να κρύβει καμιά φορά κανένα αγκάθι σκαντζόχοιρου– και πίνουν κρασί «χρυσό, παχύρρευστο και πτητικό σαν συμπυκνωμένο αιθέρα». Αλλες φορές χάνονται σε σκάλες από «ηχηρό μπετόν» με πόρτες που κλείνουν πίσω τους «με έναν ήχο σαν φιλί πάνω σε γυμνό ώμο» ή στροβιλίζονται αλληθωριστά στους ρυθμούς του μπούγκι-γούγκι ενώ ο μηχανισμός μιας κουνιστής πολυθρόνας «κροταλίζει στον ρυθμό της πόλκας» και τα νεανικά καρδιοχτύπια τους ακολουθούν τον ρυθμό «ενός γερμανικού εμβατηρίου, όπου δεν ακούγεται παρά μόνο το ταμπούρλο». Δεν είναι περίεργο που σε τόσα μουσικά συμφραζόμενα η Κλοέ «είναι» ουσιαστικά «η εκτέλεση» του ομώνυμου τραγουδιού του Ντιουκ Ελιγκτον (σ. 68).

 

Ολα κυλούν ανέμελα όσο διαρκούν τα «διπλομύρια» που τρέχουν από τα μπατζάκια του Κολέν, ώσπου μια παράξενη μουσική αρχίζει να ακούγεται από τον πνεύμονα της Κλοέ και ένα νούφαρο μεγαλώνει εκεί, απειλώντας την ίδια της τη ζωή! Η οργιαστική και φωτεινά χρωματισμένη ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει απότομα: η ανέμελη παρέα έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο, τις κοινωνικές συμβάσεις και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, την Εκκλησία και την υποκρισία της, την ανάγκη της εργασίας αλλά και τον πόλεμο… «Καρδιοβγάλτες», «θανατοσφεντόνες» και «μπατσοσκοτώστρες» θα οπλίσουν τα χέρια των πρωταγωνιστών και θα σκορπίσουν πόνο και αίμα.

 

Αν η μουσική αποτελεί το ένα βασικό θέμα του βιβλίου, τότε η πρώιμη σαρτρική φιλοσοφία είναι ο δεύτερος στόχος του ιδιότυπου υπαρξισμού του Βιάν («Φαίνεται ότι οι μάζες έχουν πάντα άδικο και τα άτομα πάντα δίκιο» σημειώνει στον Πρόλογο). Ο Ζαν-Σολ Παρτρ, πάντα αντάμα με τη δούκισσα ντε Μποβιάρ, διακωμωδούνται ανελέητα από την πένα του Βιάν. Το παιχνίδι με τα παραλλαγμένα ονόματα επεκτείνεται με συνεχείς βλάσφημες παραφθορές των έργων του συγγραφέα της «Ναυτίας»: «Εμετός», «Επιλογή από την αναγούλα», «Μπόχα» κ.ά. Οσο για την καθαρτική φωτιά που ακολουθεί τη δολοφονία του φιλοσόφου και απλώνει την εκδικητική μανία της οδεύοντας προς το τέλος, δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερο «προσάναμμα» (σ. 285) από τις «Εστίες πυρκαγιάς» (1938) του δικού μας Νικόλα Κάλα.

 

Με την εξαίρεση της τετραλογίας του Σάλιβαν, τα βιβλία του Βιάν δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία πριν από την εκ νέου ανακάλυψή τους τη δεκαετία του ’60, όταν έγιναν πλέον cult αναγνώσματα για τη γενιά του Μάη του 1968. Οσο για τον ίδιο, αυτός αγνόησε επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις των γιατρών και δεν αποχωρίστηκε την τρομπέτα του. Πάσχοντας από καρδιακό νόσημα έφυγε στα 39 του συνεχίζοντας να τραγουδά ήδη από το 1954 «όταν θα πεθάνω θέλω ένα σάβανο από τον Ντιόρ».

 

Scroll to top