- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο ήλιος και το γαλάζιο της Ελλάδας τριάντα χρόνια στον φακό του

16/08/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART

depollas_giorgos [1]Μια κουβέντα μαζί του στην καρδιά του Αυγούστου μάς πάει από τα χρόνια της χούντας στο σήμερα μέσα από αναζητήσεις και τομές αισθητικές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και μια ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας μέσα από έναν κορυφαίο εκπρόσωπό της

 

Της Νόρας Ράλλη

 

Αν στις διακοπές σας θελήσετε να στείλετε μια κάρτα σε φίλους με φόντο τα ελληνικά νησιά (έναν λευκό τρούλο μπροστά στο γαλάζιο του πελάγους ή μια λουλουδιασμένη αυλή), να ξέρετε πως κρατάτε στα χέρια σας μια δημιουργία του φωτογράφου Γιώργου Δεπόλλα. Αν πάλι δείτε σε κάποιο άλμπουμ παράξενες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που ο ορίζοντας γέρνει ρεμβάζοντας δεξιά ή αριστερά, πάλι δικές του δημιουργίες είναι.

 

Οι Ντράγερ, Μπέργκμαν και Γκοντάρ τον ώθησαν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα τότε ξεχώριζαν οι ταινίες του Αλέξη Δαμιανού και του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ωστόσο, οι συνθήκες εργασίας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση της δεκαετίας του 1970 ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Οπότε από τον έναν φακό (της κινηματογραφικής κάμερας) πέρασε στον άλλο (της φωτογραφικής).

 

Οταν όμως έχεις μάθει να βλέπεις τον κόσμο κινηματογραφικά, δεν το ξεχνάς ποτέ. Και γι’ αυτόν τον λόγο ο Γιώργος Δεπόλλας ανήκει στις σημαντικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας, με πλούσιο και πολυσχιδές έργο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Γνωρίζοντάς τον δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι πιο πολύπλοκο, οι φωτογραφίες ή η προσωπικότητά του. Εντονη και πληθωρική, με στοιχεία από τους καθηγητές και δασκάλους του: Βασίλη Ραφαηλίδη, Γ. Μπακογιαννόπουλο, Θ. Αγγελόπουλο, Ρ. Μανθούλη.

 

Λίγο πριν πέσει το μαύρο στην ΕΡΤ, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «Ο ξένος – Γιώργος Δεπόλλας». Εκεί κυριαρχεί από τα πρώτα κιόλας καρέ το ιδιότυπο, διαβρωτικό του χιούμορ, η οξυδέρκεια και η ετοιμόλογη στάση του, σχεδόν αποδομητική, απέναντι τόσο στο έργο του όσο και στον εαυτό του. Κινείται από το χρώμα στο ασπρόμαυρο και από το εμπορικό στο αντισυμβατικό, θέτοντας συνεχώς ερωτήματα, που το μόνο που κάνουν εν τέλει είναι να αποκαλύψουν αυτό που ήδη γνωρίζει ο ίδιος. Πως δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για αντικειμενικές αλήθειες όταν παρατηρούμε μια φωτογραφία, καθώς το μόνο που είναι σε θέση να μας αποκαλύψει η τελευταία είναι προσωπικές θέσεις και μόνο. Και οι φωτογραφίες του Γ. Δεπόλλα περιλαμβάνουν την αμφισβήτηση των κάθε λογής στερεότυπων, την έκφραση μιας προσωπικής ιδιαιτερότητας και μια ειλικρινή προσπάθεια προσέγγισης του απλού ανθρώπου.

 

• Οι πρώτες αναζητήσεις: «Βλέποντας ότι οι συνθήκες εργασίας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση της δεκαετίας του 1970 ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, απαράδεκτες θα έλεγα, βασίστηκα σε αυτό που έκανα ερασιτεχνικά από 15 χρονών, να τραβάω, δηλαδή, φωτογραφίες. Βέβαια με βοήθησαν πάρα πολύ ορισμένοι καθηγητές στη Σχολή Σταυράκου. Προσπαθούσα να βρω ερεθίσματα πότε στο Ινστιτούτο Γκέτε (όπου παρακολουθούσα τις πρώτες ταινίες του Βιμ Βέντερς χωρίς υπότιτλους και χωρίς να γνωρίζω γερμανικά), πότε στην Ελληνοβρετανική Ενωση και πότε στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Απ’ όπου μπορούσα δανειζόμουν και δίσκους, όπως για παράδειγμα των εθνομουσικολόγων Τζον και Αλαν Λόμαξ που ηχογράφησαν, φωτογράφισαν και κινηματογράφησαν σε μορφή ντοκιμαντέρ και σε συνεντεύξεις τους φολκ μουσικούς των ΗΠΑ, της Βρετανίας κ.ά. Σημαντική πηγή αναζήτησης υλικού εκείνη την εποχή ήταν και ό,τι άφηναν πίσω τους φεύγοντας οι υπάλληλοι των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων. Ας λάβουμε υπόψη ότι τότε δεν υπήρχαν υπολογιστές, Διαδίκτυο και όλες οι σημερινές ευκολίες συν το ότι η χώρα ήταν υπό την απριλιανή δικτατορία».

 

[2]• Διαφήμιση και ταξίδια: «Τα πρώτα χρόνια τραβούσα με μια φωτογραφική μηχανή δανεική. Επαγγελματικά στην αρχή βρήκα να κάνω κάποια πράγματα με διαφημιστικά γραφεία. Στη συνέχεια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και για ολόκληρη τη δεκαετία του 1980, πέρασα στον χώρο της ταξιδιωτικής φωτογραφίας, την προβολή της χώρας μέσα από ωραίες εικόνες, αφαιρετικές, τραβηγμένες με διαφορετική ματιά».

 

• Από καθαρή συγκίνηση: «Παράλληλα έκανα πράγματα που ευχαριστούσαν εμένα τον ίδιο, με δουλειές περισσότερο ανθρωποκεντρικές, όπως η σειρά φωτογραφιών “Μοναχικοί άνθρωποι” και μια άλλη που λεγόταν “Πορτρέτα” (αγνώστων ανθρώπων). Εκανα αυτές τις δουλειές όχι με σκοπό να πουλήσουν ή να αρέσουν, αλλά καθαρά από ευχαρίστηση. Οπως επίσης και η δουλειά με την παραλία, που είναι άμεση (straight) φωτογραφία, ούτε στημένη, ούτε σκηνοθετημένη, δεν υπάρχει προκατασκευή. Εκεί γίνεται και ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ανάμεσα στον οπτικό και τον γραπτό λόγο, ανάμεσα σε αυτό που προσπαθεί να υπονοήσει η φωτογραφία ως προσωπικό σχόλιο του φωτογράφου και τον ρόλο που παίζει η λεζάντα που προστίθεται σ' αυτήν».

 

• Πώς διαβάζεται μια φωτογραφία: «Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτό που βλέπουμε ως φωτογραφία είναι η πρόταση του φωτογράφου, την οποία περικλείει στο πλαίσιο που επέλεξε να απαθανατίσει. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι βρίσκεται έξω από το “κάδρο”. Στο παράδειγμα της φωτογραφίας με το παιδί που λιμοκτονεί και τον γύπα δίπλα του (που βραβεύτηκε και μετά από λίγο ο φωτογράφος αυτοκτόνησε) δεν ξέρουμε αν κάπου παραδίπλα υπήρχαν κι άλλα παιδιά ή κι άλλοι γύπες, αν κάπου εκεί ήταν η μητέρα του παιδιού ή κάποιος άλλος. Αυτό το ξέρει μόνο ο φωτογράφος. Εμείς έχουμε τη φωτογραφία ως οπτικό λόγο και μια λεζάντα, που κάποιος έβαλε στη φωτογραφία αυτή, χωρίς όμως να είναι σε θέση να γνωρίζει το συνολικό πλαίσιο από το οποίο απομονώθηκε το συγκεκριμένο στιγμιότυπο. Το ίδιο συμβαίνει π.χ. και με τα θύματα της αρμενικής γενοκτονίας: οι φωτογραφίες αυτές χρησιμοποιούνται πλέον από τους Τούρκους με λεζάντες που λένε πως είναι οι ίδιοι και όχι οι Αρμένιοι σ’ αυτά τα ντοκουμέντα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως μια λεζάντα μπορεί να παραπλανήσει αισθητικά, ψυχολογικά, ηθικά ακόμα και ιστορικά. Οταν έρχεται κάποιος και απλώς βάζει μια λεζάντα, πολλές φορές οδηγεί σε σημείο εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήθελε να αποτυπώσει ο φωτογράφος. Ας μην το ξεχνάμε αυτό»!

 

• Η όραση δεν είναι η κυρίαρχη αίσθηση: «Δεν πιστεύω ότι κάποια από τις πέντε αισθήσεις είναι σημαντικότερη από τις υπόλοιπες. Οταν τραβάω μια φωτογραφία λειτουργούν όλες οι αισθήσεις. Για παράδειγμα, όταν πήγα στο ψυχιατρείο της Λέρου το 1982, με την αίσθηση να γίνει κάτι που ίσως θα ταρακουνούσε τα πράγματα και θα βοηθούσε την ιστορία της απο-ασυλοποίησης των ασθενών και σε μια προσπάθεια να καταγραφούν οι άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν, ένα πράγμα μού έκανε τρομερή εντύπωση, η μυρωδιά: ήταν ένα απίστευτο συνονθύλευμα από σωματικές οσμές, αποσμητικά, καθαριστικά του χώρου, μια κατάσταση ανυπόφορη. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνεις πόσο λίγος είσαι, ότι η πραγματικότητα σε ξεπερνάει».

 

• Μια φωτογραφία, πολλές πληροφορίες: «Η έμπνευση, αν χρησιμοποιείς τις αισθήσεις σου, γίνεται μία από αυτές. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια απλωμένη μπουγάδα. Απ’ όλα μπορείς να αντλήσεις πληροφορίες: από την ποικιλία, τα χρώματα, την ηλικία, την ποιότητα, από το πώς είναι απλωμένα τα ρούχα στον χώρο, από τον χώρο που είναι κρεμασμένη, από τη σχέση της μπουγάδας με το φως. Από μια τέτοια φωτογραφία, μπορεί κάποιος να καταλάβει το πώς ζούμε, πώς τρώμε, πώς κοιμόμαστε, πώς οδηγούμε, πώς ξεκουραζόμαστε. Η φωτογραφία, αν γίνεται σωστά, παρέχει τη δυνατότητα να σχολιαστούν απίστευτα πράγματα. Είναι ένα μέσο πολύ ανοιχτό, που δεν έχει καλυφθεί. Ενα μέσο που πρέπει να τολμήσουμε να το προχωρήσουμε, να κάνουμε πράγματα που δεν έχουν γίνει. Να δώσουμε καινούργιες απαντήσεις».

 

• Για την ομορφιά: «Η ομορφιά βρίσκεται στα πάντα και πάλι είναι υποκειμενική. Πολλές φορές δεν μπόρεσα να αντιληφθώ ως όμορφο κάτι που με την κλασική έννοια θεωρείται. Αντίθετα, συνάντησα ανθρώπους που με την κλασική θεώρηση θα τους έλεγες άσχημους, αλλά τους βρήκα τρομερά γοητευτικούς. Το ίδιο μπορώ να πω και για απλά αντικείμενα: για ένα λουλούδι και τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει στον χώρο και τον τρόπο με τον οποίο φωτίζεται. Ενας σπουδαίος γλύπτης (σ.σ. ο Φιλόλαος) είχε πει πως αν θέλεις να κάνεις κάτι όμορφο, αρκεί να βάλεις ένα κόκκινο μήλο σε έναν άσπρο τοίχο»!

 

[3]• Εγχρωμη ή ασπρόμαυρη φωτογραφία: «Η αγάπη μου είναι στην ασπρόμαυρη, κυρίως επειδή έτσι έμαθα, έτσι μεγάλωσα. Η ασπρόμαυρη δεν ήταν επιλογή κάποιες φορές, ήταν ανάγκη στη δική μας εποχή. Ομως σήμερα η τεχνολογία βοηθάει, μπορείς να κάνεις εκπληκτικά πράγματα, που μερικά χρόνια πριν δεν θα μπορούσαμε ούτε να τα διανοηθούμε. Δεν συμμερίζομαι την άποψη κάποιων “ρομαντικών” για την ασπρόμαυρη και μόνο φωτογραφία».

 

• Ο φακός κρύβει ή αποκαλύπτει τον καλλιτέχνη: «Θεωρώ ότι σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη καλλιτεχνική φωτογραφία, αποκαλύπτομαι όταν βγάζω στοιχεία μου προς τα έξω και τα μοιράζομαι».

 

• Σχέση με την πολιτική: «Η “εμπλοκή” μου με την πολιτική ήταν η φωτογράφιση του Ανδρέα Παπανδρέου κατά την προεκλογική περίοδο του 1981. Ποτέ δεν ζήτησα, ούτε μου προτάθηκε κάτι ως αντάλλαγμα γι’ αυτό. Συμμετείχα επίσης και στη “Σοσιαλιστική Πορεία”. Αν σήμερα υπήρχε μια σοβαρή αριστερή πρόταση στην Ελλάδα θα συντασσόμουν μαζί της. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ορισμένους πολύ σοβαρούς ανθρώπους, όμως με τρομάζει η κακώς νοούμενη πολυφωνία και τα πισωγυρίσματα. Το δύσκολο για μένα, όπως και για πολλούς της γενιάς μου, είναι πως δεν έχεις πού να ακουμπήσεις. Και το χειρότερο είναι πως κάποιοι θεωρούν ότι το “παίζουμε” αφ’ υψηλού. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι για να μπορέσει να γίνει το παραμικρό πρέπει να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη. Οπως επίσης και να υπάρχει αξιολόγηση στους δημόσιους υπαλλήλους. Υπάρχουν άτομα που είναι επίορκοι, έχουν καταχραστεί τη θέση τους και παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να υπηρετούν στο Δημόσιο. Παράλληλα να φορολογηθεί το μέρος του πληθυσμού που κατέχει τον πλούτο».

 

• Οι άνθρωποι που θαυμάζει: «Μπορώ να σας πω ιστορίες πίσω από κάποιες φωτογραφίες προσώπων. Από τους γνωστούς θα έλεγα τον Μέντη Μποσταντζόγλου, τον γνωστό Μποστ. Ηταν μεγαλύτερος από μένα, τον είχα επισκεφτεί στο μαγαζάκι που είχε και ζωγράφιζε κιόλας. Με έχει επηρεάσει πολύ στη ζωή μου. Το ίδιο και ο γελοιογράφος Κώστας Μητρόπουλος, όπως και ο Γιώργος Ιωάννου. Από τους λογοτέχνες, ο Κώστας Ταχτσής και ο Μάριος Χάκκας, τον οποίο λατρεύω από τα γραπτά του. Από τους παλιότερους, θα έλεγα τον Σουρή αλλά και τον Ανδρέα Λασκαράτο. Από τους πιο σύγχρονους, θαυμάζω μέρος της δουλειάς του Σεφέρη και του Αναγνωστάκη. Από μουσικούς, τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο, αν και κάποιες φορές διαφωνώ με τις θέσεις του τελευταίου».

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=92409