18/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

…Χειμώνας στην Επίδαυρο

      Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

…Στην Επίδαυρο συνήθως πηγαίνω τον χειμώνα, «πέντε η ώρα που βραδιάζει», που έλεγε και ο Λόρκα. Τότε είναι που αισθάνομαι το πολυδιαφημισμένο «ρίγος» και τα ριγέ συναισθήματα, που ευτυχώς πολλοί, που ΔΕΝ με συμμερίζονται, συναντούν την ώρα που σβήνουν τα φώτα για να βγει ο Τάδε ηθοποιός και να καταπλήξει το πλήθος. Ορθώς, κι έτσι πρέπει να γίνεται, αλλά ο γράφων ομιλεί σαν εξαίρεση που προτιμά να φαντάζεται παρά να βλέπει και να ακούει (με ήδη προβληματική ακοή). Τέλος πάντων, δεν είναι ώρα μεσοαυγουστιάτικα να πιάσουμε τέτοια συζήτηση, γιατί μετά θα πρέπει να εξηγήσω γιατί δεν ακούω μουσική πλέον ΑΛΛΑ προτιμώ μόνο τους φυσικούς ήχους, όπως πλύσιμο πιάτων σε νεροχύτη παλαιού τύπου, πότισμα με λάστιχο σε βεράντα, γάβγισμα παραπονεμένου σκύλου τα μεσάνυχτα και κοτσύφια που ανυπομονούν να ξημερώσει, λίγο προτού χαράξει η καινούργια μέρα… Αν υπήρχε ήχος, θα ήθελα να ξέρω πώς ακούγεται ή αν ακούγεται με άλλο τρόπο, πλην της αφήγησης, ο στίχος του Σαββόπουλου «… λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι… Καλοκαίρι». Κι έτσι φεύγει σιγά σιγά και τούτο το δύσκαμπτο καλοκαίρι, αν και η Αθήνα παραμένει σταθερά παραδομένη στη θλιβερή και βρομερή μοναξιά της, παρ' όλο που ακούω τον ήχο των απορριμματοφόρων τις νύχτες, όταν αδειάζουν φιλότιμα οι πλαστικοί κάδοι και μετά παραμένουν ΑΦΙΛΟΤΙΜΑ να ζέχνουν μπόχα. Μπόχα μιας γενικότερης απλυσιάς, αδιαφορίας και αμηχανίας. Οχι μόνο από τον άρχοντα Δήμαρχο που ούτε το όνομά του θέλω να αναφέρω. Κάποιοι ηλίθιοι είναι, απ' ό,τι διαβάζω, έτοιμοι να τον ξαναπροτείνουν για δήμαρχο. Γιατί όχι; Εμειναν ακόμη αρκετά πεζοδρόμια (με τον αβραμοπουλικό, εννοείται, διάδρομο για τους τυφλούς!!!) που μπορούν να ξεπουληθούν σε επίδοξους νεοέλληνες για μπαρ-καφέ και άλλα χαβαλεδιάρικα παβιγιόν. Γιατί όχι; Αφού ντόπιοι, ξένοι και λοιποί παρασυγγενείς ανακουφίζονται πια -και καλά κάνουν- πέριξ των κλειστών περιπτέρων αυτές τις σιωπηλές αυγουστιάτικες νύχτες, και όχι μόνο. ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ; Οταν δεν χρειάζεται να είσαι η ποιήτρια κυρία Τάδε (έχουμε βλέπεις και τα προσωπικά δεδομένα, τρομάρα μας), για να καταλάβεις το αίσχος μιας γενικότερης απελπισίας στις τραγικές πλατείες, όπως η πολυσυζητημένη Κάνιγγος με τα μυστήριά της…

 

Ξαναπέρασα επίτηδες πάλι προχθές από την εν λόγω πλατεία για να θαυμάσω τα δρώμενα στα εννέα παγκάκια από 'δώ και τα τρία από 'κεί. Πάνω απ' τον δρόμο, κολλητά στο αφοδευτήριο – άγαλμα του φιλέλληνα (γαμώ την ατυχία του).

 

Σάββατο, προχωρημένο απόγευμα στη μικρή πλατεία. Τα λεωφορεία αδειάζουν ασταμάτητα συμπαθείς σοκολατένιους νέους που προχωρούν βιαστικά, γιατί; ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι Ελληνόπαιδες και μάλλον έχουν λύσει το πρόβλημα της ανεργίας! Κι εγώ ο αφελής να απορώ σιωπηλά ΠΟΥ δουλεύουν όλοι αυτοί. ΠΩΣ ζουν, ΠΟΥ ζουν και πώς καταφέρουν να δείχνουν σχετικά καλά με τη βιασύνη παραμάσχαλα. Στα παγκάκια βέβαια παίζεται το δράμα. Λίγος Ευριπίδης, καθόλου Αριστοφάνης και λίγος Σοφοκλής και μια πρέζα Αισχύλος. Στο ένα παγκάκι οι «Βάκχες», ντίρλα στο μεθύσι, δυο κύριοι όλο κι όλο συζητούσαν μονολογώντας για μια «Βουργάρα που πηδιέται με πενήντα ευρώ αφορολόγητα». Στο άλλο παγκάκι οι «Τρωάδες» προς Ρωσίδες (το Σάββατο το ρωσοειδές στοιχείο εξαφανίζεται) συζητούσαν για τους άντρες που άφησαν πίσω να μπεκροπίνουν περιμένοντας χαρτζιλίκι από την ευημερούσα Ελλάντα. Στο παραδίπλα μια ηλικιωμένη νοικοκυρεμένη γυναίκα προσπαθούσε να μαζευτεί όσο γίνεται για να καθίσει μια χοντροκώλα Τσιγγανορουμάνα εγκυμονούσα με ένα δεκάχρονο φριχτό κοριτσάκι που κάθε δυο λεπτά έφτυνε προσπαθώντας να πετύχει με το σάλιο τα περιστέρια. Η γυφτορουμάνα προέτρεπε την ηλικιωμένη να πάει πιο πέρα -δηλαδή να σηκωθεί- για να καθίσει το παιδί-σίχαμα, το οποίο ΔΕΝ αρκούνταν στο φτύσιμο αλλά ελάμβανε στα ρουμάνικα (;) εντολές να κάνει τον γύρο της πλατείας για να ζητιανέψει. Η μάνα με προτεταμένη την κοιλάρα (είμαι βέβαιος πια πως το βρέφος που θα γεννήσει θα πουληθεί και μακάρι για να σωθεί) καμάρωνε τι άξιο παιδί-ζήτουλα έβγαλε. ΟΣΟΥΣ δεν έδιναν ελεημοσύνη στο κορίτσι τούς έβριζε «μαλάκα» και ουδείς αντιδρούσε για να μη χαλάσει η ειδυλλιακή εικόνα. Οταν πλησίασε σε μένα, και αφού η γύφτισσα με το χέρι το ξεμύξιασε, ας μην μπω σε λεπτομέρειες, το ρώτησα γιατί φτύνει κάθε δυο λεπτά και είπα κάτι εξυπνάδες του τύπου «Είναι ντροπή να ζητιανεύεις». Το κοριτσάκι και η ρουμανοκατσιβέλα με ξέχεσαν κανονικά: «Είσαι ένα μαλακία», «Ντικό σου είναι πλατεία…» κι άλλα τέτοια. Ενας γεροντάκος, από αυτούς που δεν είχαν πρόσβαση στον «Κοινωνικό Τουρισμό» ψιθύρισε φοβισμένα: «Σε λίγο θα μάς δείρουν…». Και σιώπησε.

 

Είχα μια τρελή επιθυμία να κάνω επιτόπου καισαρική τομή στη μαντάμ και να πνίξω το αθώο κοράσιον ώστε να πρωταγωνιστήσω στις ειδήσεις των…«Οκτώ». Δεν το έκανα γιατί δεν ήθελα να κλέψω τον ρόλο της «Μήδειας» απ' τον Κιμούλη, αλλά ήδη μια χοντρή είχε βγάλει το τσόκαρό της και διαμέλιζε παξιμάδια για να χορτάσουν τα περιστέρια με τη μόνιμη διαταραχή του πεπτικού τους. Μια γυναίκα που περίμενε υπομονετικά το λεωφορείο, αντί για χρήματα τόλμησε να δώσει στο απτόητο κοράσιο δυο-τρία χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη μύτη του. Μάνα ρουμανογύφτισσα και θυγατέρα έπαθαν αμόκ και τη σκυλόβρισαν. Μερικοί ενοχλήθηκαν. «Αντε πάνετε από ντω… Κακό παιντί…» όμως πλάκωσαν μαζί δυο-τρία λεωφορεία και τους απορρόφησαν. Η αυγουστιάτικη νύχτα του Σαββάτου κάλπαζε, ένας νεαρός ετοιμόρροπος απ' την «ουσία» (sic) θρονιάστηκε στο παγκάκι μαζί με την αναλόγων προσόντων φίλη του. «Είναι τραβεστί» μουρμούρισε ο γεράκος. «Δεν είναι τραβεστί. Την έχω δει κι άλλη φορά, εδώ έρχεται και κατουρά πίσω απ' το άγαλμα… απέναντι σαν κανονική γυναίκα…» είπε ένας άλλος. Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Σηκώθηκα να φύγω και πήγα να αγοράσω νερό. Και ΟΠΟΙΑ έκπληξη! Το σαντουιτσάδικο γωνία Κάνιγγος και Ακαδημίας πουλούσε το νεράκι ΜΟΝΟ τριάντα λεπτά!

 

Επιτέλους κάτι καλό… Επιτέλους…

 

Scroll to top