- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Καλοκαίρι και μισό στα δεκάξι και μισό
08/09/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ
Προηγήθηκαν εννέα συγγραφείς (Δ. Κολλιάκου, Α. Δημητρακάκη, Μ. Μήτσορα, Α. Κυριακίδης, Κ. Καβανόζης, Κ. Μαυρουδής, Κ. Μητάς, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και Θ. Γκόνης) στην καλοκαιρινή σειρά «Υπό σκιάν…». Με τη σημερινή δέκατη αντικαλοκαιρινή ιστορία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη ολοκληρώνεται η σειρά που μας κράτησε συντροφιά για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, ευτράπελη ή σκοτεινή διάθεση, ενδοσκοπικό ή κριτικό νήμα αφήγησης, σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Από τον πυρετό του καύσωνα, στον πυρετό της γραφής.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις
Του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
[1]Ναι, ναι. Μισητό. Ευτυχώς τώρα πια πλησιάζει στο τέλος του. Η μόνη παρηγοριά. Οι άλλες εποχές είναι φτιαγμένες για όλους τους ανθρώπους. Το καλοκαίρι είναι φτιαγμένο μόνο για ορισμένους, και μάλιστα λίγους. Σίγουρα πάντως όχι για περιπτώσεις σαν και τη δική της: όχι για εύσωμες κοπέλες στα δεκάξι και μισό.
Ηδη από την άνοιξη άρχιζε να αισθάνεται άβολα, καθώς με τις πρώτες λιακάδες πλακώνουν συνήθως και τα πρώτα ξεγυμνώματα. Μακό, κοντομάνικα, σορτσάκια, ελαφρά φορεματάκια. Οσο κι αν η ίδια καθυστερούσε να αποχωριστεί τα χειμωνιάτικά της ήξερε πως, αργά ή γρήγορα, θα έχανε τη γλυκιά ασφάλεια που προσφέρει ένα χοντρό μπουφάν, ένα χαχόλικο φούτερ, ένα σκληρό τζιν. Ο ζεστός καιρός ξεμπροστιάζει αδίστακτα τις ατέλειες, όπως και όλα τα μικρά κόλπα που βοηθούν ένα μη άψογο σώμα να μοιάζει κάπως περισσότερο εμφανίσιμο ή, εν πάση περιπτώσει, κάπως λιγότερο εκτεθειμένο. Ενώ ταυτόχρονα, η κάψα, φουντώνει τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία των καλλίγραμμων. Κόλαση. Είναι τόσο δύσκολο, στα δεκαέξι και μισό, να υποψιαστείς (πόσω μάλλον να πιστέψεις) πως ακόμα κι εσύ, με τα χοντρά σου μπράτσα και τις πρησμένες γάμπες, έχεις πάνω στον πλανήτη Γη μια θέση ισότιμη με την καστανόξανθη διπλανή σου, αυτή την ανέκφραστη κοπέλα με τα ανύπαρκτα ψωμάκια, τα βαμμένα ροζ χείλη και τα ίσια μέχρι τη μέση μαλλιά. Η οποία εκτός όλων αυτών διαθέτει πε-χα δέρματος με μηδενική έκλυση οσμών και την ιδιότητα να μην ιδρώνει ποτέ. Αυτή, αντίθετα, με την παραμικρή ένταση ή ζέστη στάζει από παντού, σα ζουμερό φρούτο που λίγο να το ζουλήξεις βγάζει από κάθε πόρο του υγρά.
Η προσμονή μιας απόδρασης από την πόλη θα μπορούσε να βελτιώσει τη διάθεσή της – ιδίως αν το μενού περιείχε περισσότερο βουνό και λιγότερη θάλασσα. Δυστυχώς καμιά τύχη, ούτε εδώ. Είναι δεδομένο πως οι οικογενειακές τους διακοπές γίνονται πάντα στο παράκτιο χωριό του θείου, συντροφιά με τις δυο -επίσης- υπέρβαρες ξαδέρφες της που λατρεύουν να πλατσουρίζουν ολημερίς στην ακρογιαλιά, σα φαλαινίτσες ξεβρασμένες στα ρηχά και λασπώδη νερά του γειτονικού κολπίσκου. Τι περίεργο: όσο άβολα ένιωθε μαζί με την ανορεξική διπλανή της το ίδιο, αν όχι περισσότερο, άβολα ένιωθε και παρέα με τις ευτραφείς ξαδέρφες της, καθώς τρεις χοντρές μαζί, πώς να το κάνουμε, αποτελούν στόχο στο μάτι όποιου αρέσκεται να κοιτά με περιέργεια. Στο μάτι κάθε συνηθισμένου ανθρώπου δηλαδή. Απορούσε πώς δεν αισθάνονταν έτσι και οι άλλες δυο. Ισως επειδή εκείνες δεν ήταν δεκάξι και μισό, αλλά είκοσι ενός η μια και δεκαπέντε η άλλη.
Ούτε όμως και την απελευθέρωση απ' το διάβασμα των μαθημάτων θεωρεί σπουδαία ευδαιμονία. Χωρίς να είναι φωστήρας κατάφερνε να έχει πάντα ικανοποιητική απόδοση με λίγη, σχετικά, μελέτη. Το σχολικό, δε, ωράριο της έδινε μια αίσθηση κανονικότητας που λάτρευε, ενώ η άπλα των διακοπών την έκανε να πλήττει αφόρητα, ιδίως επειδή, θέλοντας και μη, περνούσε περισσότερες ώρες με την οικογένειά της. Τα κλειστά παντζούρια ολόκληρο το πρωινό που επέβαλλε η μάνα της για τη διατήρηση δροσιάς, τα μονότονα ακόρντα του αδερφού της που εκπαιδευόταν κάθε μεσημέρι στην κιθάρα, η συσκότιση το βράδυ για να μη μαζευτούν κουνούπια, λιβελούλες και σαμιαμίθια, δημιουργούσαν ένα περιβάλλον κατάθλιψης – σαφώς βαρύτερο κι από εκείνο παραμονές εξετάσεων.
Μόλις μπει, καλή ώρα, ο Σεπτέμβρης αρχίζει σιγά σιγά να βρίσκει πάλι τον εαυτό της. Και μόνο που νυχτώνει νωρίτερα είναι για κείνη μεγάλη παρηγοριά. Το σκοτάδι του φθινοπώρου είναι μαλακό και γεννά όμορφα αισθήματα, είναι καταπραϋντικό. Ο,τι ακριβώς χρειάζεται η ψυχή του ανθρώπου μετά τη βία του καλοκαιριού. Αρχίζει να αναπολεί τις χειμωνιάτικες χάρες· γκρίζα απογεύματα με αναμμένο φως, τον ήχο του βοριά συνδυασμένο με ζεστά παπλώματα, τα βρεγμένα σπουργίτια στο κάγκελο της βεράντας, τα λαμπάκια της χριστουγεννιάτικης πόλης, το τσίμπημα των μάλλινων πλεχτών στο σβέρκο. Κι ακόμα, ένα καυτό γάλα με κακάο, γάντια που στεγνώνουν στο καλοριφέρ, δίσκους με μελομακάρονα, αγόρια με σκουφιά. Η νοσταλγία της για το χειμώνα μοιάζει μ' εκείνη των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Ευτυχώς, σκέφτεται, που οι καλοκαιρινοί μήνες είναι λίγοι μέσα στο έτος. Λίγοι, μα αργοσέρνονται. Μπορεί η ζέστη, με την ιδιότητά της να διαστέλλει την ύλη, να καταφέρνει τελικά ακόμα και το αδιανόητο: να διαστέλλει το χρόνο. Σύμφωνα με τη δική της αίσθηση οι τρεις αυτοί μήνες, με την εφιαλτική βραδύτητά τους, καταλαμβάνουν διάρκεια χρόνου όσο και οι υπόλοιποι εννιά. Αλλά, δεν αποκλείεται, μετά από μερικά χρόνια η εύσωμη κοπέλα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα διαφορετικά, ολότελα διαφορετικά. Μπορεί να έχει πια αδυνατίσει, μπορεί να έχει αλλάξει οπτική, ή απλά να έχει μπει σε άλλον κύκλο ζωής. Οπωσδήποτε, πάντως, δε θα είναι δεκαέξι και μισό.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη είναι το μυθιστόρημα «Ελάχιστο ίχνος» (Το Ροδακιό, 2013).
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=107468
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε