- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Θερινοί απόηχοι

10/09/13 ΣΤΗΛΕΣ,ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Στις φλέβες όλων φαίνεται να κυλάει το αίμα ενός προπάππου, μιας προγιαγιάς, χωρικών. Οι πόλεις πολύ αργότερα εμφανίστηκαν στα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, αργότερα ακόμα και από τους μετανάστες. Οι άνθρωποι δεν παύουμε να κινούμαστε· αδιάκοπα οδεύουμε όπου μάς ωθεί ο νους ή το ένστικτο, όσο κι αν εκφυλίστηκε ή φυλακίστηκε με την πάροδο του χρόνου, υπό την επήρεια των κανόνων συνύπαρξης, της Παιδείας, του πολιτισμού.

 

Πρώτος ο Σωκράτης περιφρόνησε τους χωρικούς, αλλά και ο Ομηρος αποκαλούσε αγρίους τους αγρότες. Ολα αυτά τα κουβαλάμε, άλλος λίγο άλλος πολύ (τον τόπο και τον τρόπο καταγωγής) μη νιώθοντας άνετα με το φορτίο τους. Γιατί; Ισως διότι η Παιδεία μας είναι ανεδαφική, ελλιπής, άρριζη, εκτρωματική στην απόληξή της. Ο επαρχιωτισμός είναι ένα από τα εκτρώματα, η συμπεριφορά εκείνη που θέλει να δείξει ότι ο κάτοχός της είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι· η στάση ζωής που δεν είναι όρθια, παρά πλάγια, μεσόκοπη, παρδαλή.

 

Αμα δεν αγαπάς τον τόπο που μένεις, έχεις πρόβλημα σοβαρό: με τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, τους (λίγους ή ανύπαρκτους) φίλους, τους επισκέπτες του τόπου σου. Η υπερβολή είναι χαρακτηριστικό του επαρχιωτισμού, αλλά πρωτίστως η απομίμηση. Οχι η προσκτητική, πολιτισμική μίμηση, που σύμφωνα με τον Ρενέ Ζιράρ είναι η απαρχή των πάντων, το ξεκίνημα της ζωής, αλλά ο πιθηκισμός, οι μηχανικές επαναλήψεις λόγων και έργων της πρωτεύουσας, της Εσπερίας, της Νέας Υόρκης και δεν συμμαζεύεται.

 

Εκεί που λέγαμε ότι η κρίση αναγκάζει τους ανθρώπους να στρέψουν τη στοχαστική ματιά μέσα τους ή στον διπλανό, εκεί ανθεί ο μιμητισμός, τα λούσα, οι φαντασμαγορίες. «Κοιτάχτε -λες- να αναπτυχθούν οι τέχνες από τη διδασκαλία στα μικρά παιδιά, να δημιουργηθούν υποδομές, να μπει η τέχνη στην κοινωνία, και αφήστε τα μεγάλα ονόματα της Αθήνας, του Παρισιού ή του Βερολίνου. Αυτά τα ονόματα “αρπαχτές” κάνουν τους θερινούς μήνες, δεν το καταλαβαίνετε;». Ε, όχι, δεν το καταλαβαίνουν οι πολλοί, τους αρκούν να βλέπουν «επώνυμους», τι κρίμα. Αντί να δοθεί βαρύτητα στη διάρκεια, στη διδασκαλία, στο μέλλον, προτιμάται το κεκοσμημένο ελάχιστο της τηλοψίας και των ιλουστρέ περιοδικών· ένας μικρούλης, αστείος χολιγουντισμός. Ξεχνούν έτσι οι πολλοί ότι δεν συμμετέχουν, απλώς βλέπουν· και χειροκροτούν βεβαίως. Εκείνη τη στιγμή λησμονούν επίσης την καταγωγή τους. Αλλο και τούτο. Είναι πολλοί αυτοί που αφήνουν πίσω τους τις ρίζες τους, τους γονείς τους, παρότι η κρίση τούς στέλνει στα χωριά τους, «ώσπου να ξεπεραστεί η κρίση τούτη»(!). Τι λέτε καλέ. Αρνούμαστε πιθανώς να αποδεχτούμε ότι μας έχουν ξαμολήσει στον κατήφορο της ανέχειας. Οταν το δασκαλεμένο εγώ αρνείται, ε, τι να κάνουμε. Θα αναγκαζόμαστε να ακούμε τις ανοησίες του(ς).

 

Πάνε αλλού γι’ αλλού τα κινήματα, οι νέοι τρόποι έκφρασης και συνύπαρξης, η νέα πολιτική, ο νέος αγώνας. Πάει και η Αριστερά (σιγά, όχι άπασα!), πάνε και τα τραγούδια, πάνε, πάνε… Αλλού ξοδεύεται ο θυμός, εκεί που ενταφιάζονται ο στοχασμός, η κριτική, η εξέγερση. Παρ’ όλα αυτά επιμένουμε άπαντες, αντιεξουσιαστές και εξουσιόφρονες, εξεγερμένοι(;) και εξουσιολάγνοι. Κάποια στιγμή πρέπει να ισορροπήσουμε. Μήπως να επαναστατήσουμε; Αυτά παθαίνει όποιος γυρίζει από διακοπές.

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=109228