- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Οι λύκοι και τα αρνάκια

15/09/13 Ο ΙΟΣ,ΣΕΛΙΔΕΣ

Τον κλασικό αισώπειο μύθο θυμίζουν οι δικαιολογίες των ισχυρών όταν αποφασίζουν να επιβεβαιώσουν ή να διευρύνουν με τα όπλα την επιρροή τους

 

[1] [2]

 

 

 

 

 

 

Η διελκυστίνδα των τελευταίων ημερών γύρω από την επικείμενη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε αν η αμφιλεγόμενης πατρότητας σφαγή της 21ης Αυγούστου, με τη χρήση χημικών όπλων, θα καταλήξει σε μια ακόμη πιο γενικευμένη αιματοχυσία. Το διπλωματικό σαβουάρ βιβρ δεν επιτρέπει βέβαια στους ιθύνοντες της Ουάσινγκτον να αυτοδικαιολογηθούν όπως οι Αθηναίοι στον «Μηλίων διάλογο» του Θουκυδίδη («Ιστορία», Ε΄ 105) –ότι «απόλυτος νόμος της φύσης», ακολουθούμενος «από θεούς κι ανθρώπους», είναι οι ισχυροί «να επιβάλλουν την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν», χωρίς να πολυνοιάζονται για τις όποιες δικαιολογίες. Τον 21ο αιώνα, η «συμμόρφωση» του Ιράν (και, δίπλα σ’ αυτό, της Ρωσίας και της Κίνας) απαιτεί, αντίθετα, την τήρηση κάποιων προσχημάτων. Οπως ακριβώς συνέβαινε, άλλωστε, και κατά τον πολύπαθο εικοστό.

 

Για τη σωτηρία της Μαντζουρίας

 

Εκατόν δέκα χρόνια πριν, ο πρώτος μεγάλος πόλεμος του 20ού αιώνα εξαπολύθηκε από την Ιαπωνία με πρόσχημα την προστασία της κινεζικής Μαντζουρίας. Η περιοχή είχε καταληφθεί στρατιωτικά από τους Ρώσους, στο πλαίσιο της συλλογικής επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων για την καταστολή του αντιδυτικού κινήματος των Μπόξερ (1900), χρησιμοποιούνταν δε ως ενδοχώρα του λιμανιού του Πορτ Αρθουρ που η Αγία Πετρούπολη είχε νοικιάσει από τους Κινέζους το 1898 για να βγάλει τον στόλο της στις θερμές ασιατικές θάλασσες. Με βρετανική υποστήριξη, η ιαπωνική κυβέρνηση απαίτησε από τους Ρώσους «γραπτήν σύμβασιν, αναγνωρίζουσαν την ανεξαρτησίαν της Μαντζουρίας» («Σκριπ» 28/1/1904). Οταν οι σχετικές διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις και στις 26 Ιανουαρίου 1904 ο στόλος της επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, δίχως προηγούμενη επίσημη κήρυξη πολέμου, στον ρωσικό.

 

Προς τον υπόλοιπο κόσμο, το Τόκιο ανακοίνωσε ότι σε περίπτωση νίκης «θα σεβασθή πρωτίστως την ακεραιότητα της Κίνας, υπέρ ης και πολεμεί», με οικονομικό και όχι εδαφικό αντίτιμο: «απλώς θα ζητήση την ελευθερίαν του εμπορίου εις όλας τας επαρχίας του Ουρανίου κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της Μαντζουρίας, την οποίαν θ’ αποδώση ελευθέρως εις την Κίναν» («Σκριπ» 31/1/1904).

 

Γαϊδούρια-βόμβες

 

Τον Οκτώβριο του 1912, η κήρυξη πολέμου από τις σύμμαχες χριστιανικές βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δικαιολογήθηκε με βάση την άρνηση της Πύλης να απαντήσει στο τελεσίγραφο που της είχαν απευθύνει στις 30/9, απαιτώντας μεταρρυθμίσεις στα ευρωπαϊκά βιλαέτια με Ελβετούς ή Βέλγους γενικούς διοικητές, διορισμό χριστιανών δημοσίων υπαλλήλων σε όλα τα δημόσια αξιώματα, αναλογική αντιπροσώπευση των χριστιανικών μειονοτήτων στο οθωμανικό κοινοβούλιο και απαγόρευση του εποικισμού μουσουλμάνων.

 

Αφορμή για το τελεσίγραφο είχε δώσει η μαζική σφαγή σλαβόφωνων χριστιανών στα Κότσανα της σημερινής ΠΓΔΜ (18.7.1912), μετά από προβοκατόρικες πολύνεκρες εκρήξεις γαϊδουριών φορτωμένων με εκρηκτικά -προδρόμων των παγιδευμένων αυτοκινήτων των ημερών μας- στα τοπικά παζάρια. Τις εκρήξεις προκάλεσαν κομιτατζήδες της νεοσύστατης «Βουλγαρικής Εθνικής Μακεδονοαδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης» του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, ακριβώς για να προκληθούν αιματηρές αντιδράσεις του μουσουλμανικού όχλου με τελική κατάληξη τον πόλεμο.

 

Η Βαλκανική Συμμαχία είχε συναφθεί κατά δυάδες μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1912. Μολονότι θεωρητικά «αμυντική», περιλάμβανε (στο σερβοβουλγαρικό σκέλος της) μια πρώτη πρόβλεψη για τη διανομή της λείας. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε την απάντηση των βαλκανικών κρατών στο εθνικιστικό πρόγραμμα των Νεότουρκων αλλά και ανταπόκρισή τους στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία: στρατιωτική εξασθένηση των Οθωμανών λόγω του συνεχιζόμενου ιταλοτουρκικού πολέμου, άρση της ρωσικής και βρετανικής υποστήριξης προς την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας, μετά την προσέγγιση της τελευταίας με τη Γερμανία. Αρχιτέκτονάς της ήταν άλλωστε ο -εγκαταστημένος από χρόνια στη Σόφια- ανταποκριτής των λονδρέζικων «Τάιμς» στα Βαλκάνια, Τζέιμς Μπάουτσερ.

 

Ο εχθρός του εχθρού μου

 

Αφορμή για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914 υπήρξε, ως γνωστόν, ο φόνος του διαδόχου της Αυστροουγγαρίας, πρίγκιπα Φερδινάνδου, και της συζύγου του από τον Σερβοβόσνιο εθνικιστή φοιτητή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο (28/6/1914). Ενα μήνα μετά (23/7), η αυστριακή κυβέρνηση απαίτησε εντός 48ώρου την απαγόρευση των σερβικών αλυτρωτικών οργανώσεων κι εντύπων και τη διενέργεια ανακρίσεων για την εμπλοκή τους στο έγκλημα, με συμμετοχή δικών της αξιωματούχων. Η σερβική κυβέρνηση επιφυλάχθηκε για τον τελευταίο όρο, δεδομένου ότι η πανίσχυρη παρακρατική οργάνωση «Μαύρη Χειρ» είχε όντως καθοδηγητικό ρόλο στο αιματηρό εγχείρημα, και η Βιέννη τής κήρυξε τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου. Ακολούθησε η γενίκευση του πολέμου σε όλη την Ευρώπη, μέσω της αυτόματης ενεργοποίησης ενός πυκνού πλέγματος διμερών συμμαχιών. Η Ρωσία κήρυξε επιστράτευση υπερασπιζόμενη τη Σερβία (30/7), η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία (1/8) και τη σύμμαχό της Γαλλία (3/8), απαιτώντας ταυτόχρονα από το Βέλγιο τη διέλευση των στρατευμάτων της από το έδαφός του (2/8), η δε Αγγλία μπήκε στον πόλεμο εν ονόματι της προστασίας της βελγικής ουδετερότητας.

 

Στην πραγματικότητα, το αρχικό τελεσίγραφο της Βιέννης ήταν συνταγμένο έτσι ώστε να είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτό, καθώς η αυστριακή κυβέρνηση είχε στο μεσοδιάστημα αποφασίσει τον πόλεμο σε συνεννόηση με το Βερολίνο. Η ίδια λογική καθόρισε και τη στάση των υπόλοιπων εμπολέμων, που την τελευταία πενταετία είχαν επιδοθεί σε μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών εν αναμονή μιας μελλοντικής αναμέτρησης. Στην περίπτωση ιδίως της Γερμανίας, η προσφυγή στα όπλα υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικούς λόγους: την επιδίωξη επανεπιβολής της ηγεμονίας του στέμματος και των συντηρητικών δυνάμεων που κυβερνούσαν τη χώρα απέναντι στη ραγδαία άνοδο των σοσιαλιστών, που στις εκλογές του 1912 είχαν αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα. Η εθνικιστική υστερία που ακολούθησε επέτρεψε τελικά την πειθάρχηση αυτής της κοινωνικής αντιπολίτευσης, που σύρθηκε αμήχανα στο άρμα του πολέμου. Το ίδιο έγινε και στις υπόλοιπες εμπόλεμες χώρες. Στο κοινωνικό πεδίο, οι έντονες εργατικές αντιστάσεις των τελευταίων χρόνων στην επιβολή νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής έσβησαν κάτω από την ανάγκη επιβίωσης των αντιμαχόμενων πατρίδων και τα πρωτοπόρα τμήματα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος μετατράπηκαν σε τροφή για τα πολυβόλα.

 

Το «δίκιο» του φίρερ

 

Σε αντίθεση με τον Α΄, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πυροδοτήθηκε από το απροκάλυπτο σχέδιο της ναζιστικής ηγεσίας για πανευρωπαϊκή -αν όχι παγκόσμια- κυριαρχία και την επιβολή μιας Νέας Τάξης βασισμένης στη ρατσιστική ιεράρχηση των «φυλών», με επάνοδο στην εποχή της δουλοκτησίας σε βάρος των «κατώτερων» λαών. Από τεχνική άποψη, η δρομολόγησή του ακολούθησε ωστόσο την παραδοσιακή οδό των διπλωματικών προσχημάτων.

 

Η γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, είχε ως αρχική δικαιολογία την άρνηση της Βαρσοβίας να επιτρέψει την επανένωση του γερμανόφωνου «ελεύθερου λιμανιού» του Ντάντσιχ (σήμερα Γκντανσκ) με το Τρίτο Ράιχ. Στο «εθνικό» αυτό επιχείρημα προστέθηκε η καθαρή προβοκάτσια: τη νύχτα της 31.8.1939, άνδρες της Αμπβερ και των SS ντυμένοι με στολές του πολωνικού στρατού επέδραμαν στον παραμεθόριο γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό του Γκλάιβιτς, τον κατέλαβαν και μετέδωσαν αντιγερμανικό μήνυμα στα πολωνικά. Μέσα σε λίγες ώρες, η Βέρμαχτ περνούσε τα σύνορα. Αγγλία και Γαλλία είχαν εγγυηθεί από τον προηγούμενο Μάρτιο την ακεραιότητα της Πολωνίας και στις 3 Σεπτεμβρίου κήρυξαν με τη σειρά τους τον πόλεμο στη Γερμανία.

 

Δυο χρόνια αργότερα, η ναζιστική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ δεν είχε την ανάγκη παρόμοιου επεισοδίου: αρκούσε η υπενθύμιση του ανατρεπτικού χαρακτήρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η διακοίνωση του γερμανικού υπ.Εξ. με την οποία κηρύχθηκε επίσημα ο πόλεμος (21.6.1941) υποστήριζε έτσι πως «η Σοβιετική Ενωσις εστράφη εναντίον της Γερμανίας [...] διότι: 1) όχι μόνον εξηκολούθησε τας εναντίον της Γερμανίας και της Ευρώπης εν γένει στρεφομένας αποσυνθετικάς αποπείρας, αλλά ενίσχυσε ταύτας από της εκρήξεως του πολέμου, 2) επέδειξε διαρκώς αύξουσαν έχθραν εναντίον της Γερμανίας, 3) παρέταξεν όλας τας μαχητικάς της δυνάμεις, ετοίμους προς επίθεσιν, εις την γερμανικήν μεθόριον». Ολα αυτά σήμαιναν πως «η μπολσεβικική Μόσχα προτίθεται να επιτεθή εκ των νώτων εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, ήτις μάχεται διά την ύπαρξίν της». Προλαβαίνοντας το κακό, καταλήγει το κείμενο, «ο Φύρερ έδωσε την εντολήν εις τας Γερμανικάς Ενόπλους Δυνάμεις να αντιμετωπίσουν με όλα τα εις την διάθεσίν των ευρισκόμενα μέσα τον κίνδυνον αυτόν» («Nach Osten», Αθήνα 1982, σ. 37-8).

 

Η διακοίνωση συνοδευόταν από εκθέσεις της ηγεσίας της Βέρμαχτ και του ναζιστικού υπ.Εξ., με τις οποίες επιχειρούνταν η «τεκμηρίωση» των κατηγοριών. Η πρώτη απ’ αυτές περιέγραφε σαν εχθρική δραστηριότητα την ενίσχυση των σοβιετικών στρατευμάτων στη δυτική μεθόριο της ΕΣΣΔ, κυρίως όμως παρέθετε έναν αριθμό μεθοριακών μικροεπεισοδίων και παραβιάσεων του γερμανικού εναέριου χώρου σαν δείγματα της σοβιετικής «επιθετικότητας». Στη δεύτερη, η ΕΣΣΔ χρεωνόταν με κάθε κομμουνιστική ή φιλοκομμουνιστική αντιστασιακή δραστηριότητα στην κατεχόμενη Ευρώπη. «Ακόμη και εις την Ελλάδα», διαβάζουμε χαρακτηριστικά, «προσεπάθησαν οι Μπολσεβίκοι κατά τας ολίγας εβδομάδας αίτινες διέρρευσαν από της εκεί εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων, να εξεγείρουν εκ νέου τον υπό της Αγγλίας εγκαταλειφθέντα ελληνικόν λαόν κατά της Γερμανίας και της Ιταλίας» (όπ.π., σ. 47).

 

Το συνολικό στίγμα θα δοθεί από τον ίδιο τον Χίτλερ, στο διάγγελμά του της επομένης, με το οποίο ο «αμυντικός» πόλεμος του Ράιχ αποκτά τον χαρακτήρα ιδεολογικής σταυροφορίας: «Από δύο δεκαετηρίδων εργάζονται οι εβραιοκομμουνισταί κυρίαρχοι της Μόσχας διά να αναστατώσουν όχι μόνον την Γερμανίαν, αλλά και ολόκληρον την Ευρώπην. Ουδέποτε επεχείρησεν η Γερμανία να εξαπλώση την εθνικοσοσιαλιστικήν αυτής ιδεολογίαν εις την Ρωσίαν, ενώ οι εβραιοκομμουνισταί κυρίαρχοι της Μόσχας συνεχώς επιχειρούν να επιβληθούν τόσον εις ημάς όσον και εις τους λοιπούς ευρωπαϊκούς Λαούς» (όπ.π., σ. 12).

 

Η «ελληνική διπλοπροσωπία»

 

Αμυντικές ανάγκες της Ιταλίας επικαλέστηκε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι προς την Αθήνα, με την οποία κηρύχθηκε ο πόλεμος την 28η Οκτωβρίου 1940. «Κατά την εξέλιξιν της παρούσης συρράξεως», διαβάζουμε εκεί, «η ελληνική κυβέρνησις έλαβε και ετήρησε στάσιν η οποία αντίκειται όχι μόνον εις τας ομαλάς σχέσεις ειρήνης και καλής γειτονίας μεταξύ δύο χωρών, αλλά και προς τα καθωρισμένα καθήκοντα τα απορρέοντα εκ της ιδιότητος αυτής ως ουδετέρου κράτους. [...] Εδέχθη όπως ο αγγλικός στόλος χρησιμοποιήση κατά την εξέλιξιν των πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα, τα παράλιά της και τους λιμένας της, ηυνόησε τον ανεφοδιασμόν των εναερίων βρετανικών δυνάμεων, επέτρεψε την οργάνωσιν εις τον ελληνικόν Αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας. [...] Η Ιταλία δεν δύναται να ανεχθή εφεξής πάντα ταύτα. Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολοέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική». Ως εκ τούτου η κυβέρνηση Μουσολίνι ζήτησε, «ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας», να καταλάβει στρατιωτικά «ωρισμένα [απροσδιόριστα] στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους». Το «αίτημα» ήταν καθαρά προσχηματικό, καθώς ο ιταλικός στρατός είχε ήδη πάρει διαταγή να προχωρήσει στην «προσωρινή κατοχή» τους καθ’ όλη «την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως» (υπ. Εξωτερικών, «Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα 1940-1941», Αθήνα 1980, σ. 1-3).

 

Ως δευτερεύον επιχείρημα, το ίδιο έγγραφο επικαλείται «τας προκλητικάς ενεργείας» της κυβέρνησης Μεταξά «εναντίον του αλβανικού έθνους», αφ’ ενός μεν «διά της τρομοκρατικής πολιτικής την οποίαν υιοθέτησεν έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς» κι αφ’ ετέρου «διά των εμμόνων προσπαθειών προς δημιουργίαν ανωμαλιών εκείθεν των συνόρων» (όπ.π., σ. 2).

 

Η γερμανική πάλι διακοίνωση της 6/4/1941 αναπαρήγαγε μεν τους ιταλικούς ισχυρισμούς, ως βασικό όμως επιχείρημα επικαλέστηκε την πρόσφατη απόβαση βρετανικών στρατιωτικών τμημάτων στην Ελλάδα. «Η Ελλάς ήτις υπήρξε το μόνον ευρωπαϊκόν κράτος, το οποίον επέτρεψε εις τα αγγλικά στρατεύματα να θέσουν πόδα επί του ευρωπαϊκού εδάφους», διαβάζουμε, «ανέλαβεν έναντι της ευρωπαϊκής κοινότητος βαρείαν ευθύνην. [...] Η Κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματά της, όπως εκδιώξουν τας βρετανικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. [...] Τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις, όπως πολεμήση και καταστρέψη τον ελληνικόν λαόν ως τοιούτον. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγκασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται διά την Αγγλίαν. Η Κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρεισάκτους Αγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα» (όπ.π., σ. 191-5).

 

Ευπρόσδεκτη «αναισχυντία»

 

Οπως και το 1904, έτσι και το 1941 οι Ιάπωνες δεν μπήκαν στον κόπο να κηρύξουν τυπικά τον πόλεμο στους αντιπάλους τους. Η είσοδός τους σ’ αυτόν ξεκίνησε με την αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή κατά της κεντρικής αεροναυτικής βάσης των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης (7.12.1941). Η επίσημη κήρυξη του πολέμου έγινε την επομένη από την Ουάσινγκτον. Τρεις μέρες αργότερα, οι υπόλοιπες χώρες του Αξονα κήρυξαν με τη σειρά τους τον πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ.

 

Αν η ιαπωνική ενοχή ήταν αυταπόδεικτη, συζητήσιμη παραμένει η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στον «αιφνιδιασμό» που ο πρόεδρος Ρούσβελτ αποκάλεσε «μέρα αναισχυντίας». Οπως αποδεικνύεται από τα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία, οι κινήσεις του ιαπωνικού στόλου προς τη Χαβάη ήταν εν γνώσει των αμερικανικών υπηρεσιών, αντιμετωπίστηκαν όμως με εντυπωσιακή αδράνεια. Μόνο τα αεροπλανοφόρα του αμερικανικού ναυτικού, απαραίτητα για τη διεξαγωγή του πολέμου στον Ειρηνικό, βρέθηκαν κατά σύμπτωση όλα μακριά από τη Χαβάη εκείνη τη μέρα.

 

Τα σχέδια κήρυξης πολέμου κατά του Αξονα είχαν συνταχθεί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήδη από τον Απρίλιο του 1941, τον Ιούλιο δε της ίδιας χρονιάς η κυβέρνηση Ρούσβελτ είχε επιβάλει εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου, μηχανών και μιας ευρύτατης γκάμας άλλων αγαθών προς την Ιαπωνία. Η αναβάθμιση αυτού του οικονομικού πολέμου σε πραγματικό ήταν ωστόσο εξαιρετικά αντιδημοφιλής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς τα 2/3 των πολιτών δήλωναν μέχρι τις παραμονές του Περλ Χάρμπορ αντίθετοι σε μια τέτοια εξέλιξη. Η «επαίσχυντη» επιδρομή λειτούργησε απ’ αυτή την άποψη ως από μηχανής Θεός, μεταστρέφοντας ριζικά την ίδια αυτή κοινή γνώμη προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

 

Πράσινα -και άλλα- φώτα

 

Με δεδομένη την ιδεολογική κληρονομιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μοντέλο της ανάσχεσης «απρόκλητων επιθέσεων» έμελλε να επιστρατευθεί επανειλημμένα στις πολεμικές εμπλοκές των ΗΠΑ κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Εξίσου συχνές υπήρξαν όμως και οι ενδείξεις πως αυτές οι επιθέσεις είχαν στην πραγματικότητα υποδαυλιστεί από την ίδια την Ουάσινγκτον.

 

Η σταυροφορία του ΟΗΕ στην Κορέα δρομολογήθηκε λ.χ. τον Ιούνιο του 1950 ως απάντηση στην εισβολή της (κομμουνιστικής) Βόρειας Κορέας στη (φιλοαμερικανική) Νότια. Στην πραγματικότητα, μόλις τον προηγούμενο Γενάρη ο Αμερικανός υπ.Εξ., Ντιν Ατσεσον, είχε εξαιρέσει ρητά την Κορέα από την «αμυντική περίμετρο» των ΗΠΑ η παραβίαση της οποίας θα απαντιόταν διά των όπλων. Η κορεατική χερσόνησος είχε διχοτομηθεί «προσωρινά» το 1945 βάσει μιας αμερικανοσοβιετικής διευθέτησης του 1945 και η επανένωσή της αποτελούσε διακηρυγμένο στόχο των εκατέρωθεν καθεστώτων. Από τα σοβιετικά αρχεία γνωρίζουμε πως ο ηγέτης της Β. Κορέας, Κιμ Ιλ Σουνγκ, ήθελε από καιρό να λύσει δυναμικά το ζήτημα, μόνο όμως μετά τη δήλωση Ατσεσον πήρε από τη Μόσχα το πράσινο φως για ένα τέτοιο εγχείρημα.

 

Παρόμοια προβοκάτσια σημειώθηκε και στην περίπτωση του Ιράκ, όταν η Αμερικανίδα πρέσβειρα στη Βαγδάτη, Εϊπριλ Γκλάσπι, βολιδοσκοπήθηκε από τον Σαντάμ Χουσεΐν για τη στάση των ΗΠΑ απέναντι σε ενδεχόμενη δυναμική επίλυση των διαφορών του με το Κουβέιτ (25/7/90).

 

Σύμφωνα με το αποχαρακτηρισμένο πρακτικό της συνάντησης, η Γκλάσπι διαβεβαίωσε τον Ιρακινό δικτάτορα πως οι ΗΠΑ «δεν έχουν άποψη για τις ενδοαραβικές συρράξεις» κι ότι «το ζήτημα του Κουβέιτ δεν συνδέεται με την Αμερική». Ο Σαντάμ το εξέλαβε ως πράσινο φως και στις 2/8/1990 εισέβαλε στο Κουβέιτ, για να αναγορευθεί αμέσως σε «δεύτερο Χίτλερ» και να γίνει στόχος μιας παγκόσμιας σταυροφορίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με τη γνωστή κατάληξη.

 

Δώδεκα χρόνια αργότερα, η εισβολή της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους τζούνιορ στο Ιράκ θα διαθέτει απείρως μικρότερη διπλωματική κάλυψη (τη γνωστή «συμμαχία των προθύμων», με κατηγορηματικά αντίθετα 3 από τα 5 μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) και πολύ λιγότερο σοβαρή δικαιολογία: τα περιβόητα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ που δεν βρέθηκαν, τελικά, ποτέ.

 

Οσο για τον ΝΑΤΟϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, αυτός δρομολογήθηκε με βάση την παλιά αυστριακή συνταγή του 1914: την υποβολή στην κυβέρνηση του Βελιγραδίου ενός τελεσιγράφου (Ραμπουγιέ 18.3.1999), το οποίο προέβλεπε όχι μόνο την «ειρήνευση» του εξεγερμένου Κοσσυφοπεδίου από 30.000 ΝΑΤΟϊκούς στρατιώτες, αλλά και τη ΝΑΤΟϊκή κατοχή απροσδιόριστων τμημάτων της ίδιας της Σερβίας. Την απόρριψή του ακολούθησαν δυόμισι μήνες βομβαρδισμών, με τελική κατάληξη τη «συνθηκολόγηση» των Σέρβων κάτω από όρους πολύ καλύτερους από εκείνους που τους είχαν αρχικά ζητηθεί. Το πραγματικό μήνυμα για το ποιος ήταν το αφεντικό στην Ευρώπη είχε άλλωστε έτσι κι αλλιώς σταλεί.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Ο Κόλπος των ψεμάτων

 

[3]Η αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ δρομολογήθηκε σταδιακά, μέσα σε μια δεκαπενταετία. Το 1950-54 οι ΗΠΑ υποστήριξαν την προσπάθεια των Γάλλων αποικιοκρατών να κρατηθούν στη χώρα καταστέλλοντας το αντιαποικιακό κίνημα των Βιετμίνχ. Μετά την ήττα και αποχώρησή τους, η Ουάσινγκτον πατρόναρε το δικτατορικό καθεστώς του Νότιου Βιετνάμ, εμποδίζοντας την επανένωση της χώρας που οι ειρηνευτικές συμφωνίες της Γενεύης είχαν προβλέψει για το 1956. Οταν η ένοπλη αντίσταση που ξεκίνησε αυθόρμητα το 1957 συγκρότησε το 1960 το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Βιετκόνγκ με την υποστήριξη του κομμουνιστικού Βορείου Βιετνάμ, οι κυβερνήσεις Αϊζενχάουερ και Κένεντι στήριξαν με όπλα και συμβούλους τις προσπάθειες καταστολής της από τους δικτάτορες της Σαϊγκόν. Στα τέλη του 1963 οι ΗΠΑ παρέτασσαν ήδη 17.632 «συμβούλους» που έπαιρναν κανονικά μέρος στις μάχες, αντιμετώπιζαν δε το ενδεχόμενο αποστολής κανονικών στρατευμάτων, καθώς το αντάρτικο εξακολουθούσε να φουντώνει. «Η Αμερική κρατά τον λόγο της», ήταν ο βασικός λόγος που ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον επικαλέστηκε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου (22.6.1964) για να δικαιολογήσει την πολιτική του στην περιοχή.

 

Η καθοριστική στιγμή ήρθε στις 2 Αυγούστου 1964, όταν το αμερικανικό αντιτορπιλικό «Μάντοξ» που περιπολούσε στα χωρικά ύδατα του Β. Βιετνάμ δέχτηκε επίθεση από τρεις τορπιλακάτους. Η ναυμαχία έληξε νικηφόρα για τους Αμερικανούς κι η Ουάσινγκτον προειδοποίησε το Ανόι ότι, σε περίπτωση επανάληψης, θα υπάρξουν «σοβαρές συνέπειες». Αυτό που δεν ειπώθηκε ήταν ότι το «Μάντοξ» εκτελούσε αποστολή κατασκοπίας και ότι, δυο μέρες νωρίτερα, βορειοβιετναμικά ραντάρ κι άλλες εγκαταστάσεις στην ίδια περιοχή είχαν δεχτεί επιδρομή Νοτιοβιετναμέζων κομάντος με αμερικανική υποστήριξη, στο πλαίσιο ενός ειδικού μυστικού προγράμματος δολιοφθορών (OPLAN-34A) που είχε εγκριθεί τους προηγούμενους μήνες από το αμερικανικό ΓΕΕΘΑ. Μεταγενέστερος απολογισμός του Πενταγώνου θεωρεί, έτσι, πως το αντιτορπιλικό «μάλλον θεωρήθηκε λανθασμένα σαν νοτιοβιετναμικό».

 

Δυο μέρες αργότερα, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε πως το «Μάντοξ» δέχτηκε ξανά επίθεση. Παρότι δεν σημειώθηκε η παραμικρή συμπλοκή και το όλο «επεισόδιο» υπήρξε μάλλον παρεξήγηση λόγω της φοβερής κακοκαιρίας, τα γεράκια της Ουάσινγκτον άδραξαν την ευκαιρία για να επιβάλουν την κλιμάκωση. Στις 6.8. βομβαρδίστηκαν παράκτιοι στόχοι του Β. Βιετνάμ και, την επομένη, μια κοινή απόφαση Βουλής και Γερουσίας εξουσιοδότησε τον Τζόνσον «να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποκρούσει κάθε ένοπλη επίθεση κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ και να αποτρέψει κάθε περαιτέρω επίθεση». Μέσα στην επόμενη χρονιά θα σταλούν στο Βιετνάμ 184.300 στρατιώτες, για να φτάσουν τις 542.400 τον Ιανουάριο του 1969.

 

Προς τον έξω κόσμο, η επέμβαση θα δικαιολογηθεί με προσφυγή στα παραδοσιακά αντικομμουνιστικά στερεότυπα. «Το Νότιο Βιετνάμ αγωνίζεται για την εθνική επιβίωσι εναντίον μιας κτηνώδους τρομοκρατίας και ενόπλου επιθέσεως που εμπνέεται, κατευθύνεται, υποστηρίζεται και ελέγχεται από το κομμουνιστικό καθεστώς του Ανόι», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στη «Λευκή Βίβλο» που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε (και στα ελληνικά) τον Φλεβάρη του 1965. «Ο πόλεμος που διεξάγεται στο Βιενάμ είν’ ένα νέο είδος πολέμου, πράγμα που σε πολλά μέρη του κόσμου δεν έχει γίνει σαφώς αντιληπτό. Η σύγχυσις που επικρατεί στις σκέψεις πολλών ανθρώπων και, ακόμη, πολλών κυβερνήσεων, οφείλεται σ’ αυτή τη βασική παρεξήγησι. [...] Ο λαός του Νοτίου Βιετνάμ προτίμησε να εναντιωθή σ’ αυτή την απειλή. Υστερα από αίτηση αυτού του λαού, οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχθηκαν να παρασταθούν στον αμυντικό αυτόν αγώνα του».

 

………………………………………………………..

 

Διαβάστε

 

● Στέητ Ντηπάρτμεντ, «Εκθεσις σχετική με την επίθεσι του Βορείου Βιετνάμ εναντίον του Νότου» (Φεβρουάριος 1965). Η «λευκή βίβλος» του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ, σε επίσημη ελληνική μετάφραση.

 

● «Nach Osten. Προς Ανατολάς» (Αθήνα 1982, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις). Τα επίσημα έγγραφα του ναζιστικού κράτους για την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ (διάγγελμα του Χίτλερ, διακοίνωση κι έκθεση του γερμανικού ΥΠΕΞ, έκθεση της ανώτατης διοίκησης της Βέρμαχτ). Αναπαραγωγή ελληνόγλωσσης γερμανικής έκδοσης του 1941.

 

● Υπουργείο Εξωτερικών, «1940-41. Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα» (Αθήνα 1980). Εκτός από την ελληνική διπλωματική αλληλογραφία της εποχής, περιλαμβάνονται φυσικά και τα διαγγέλματα με την κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας και της Γερμανίας.

 

● Jon Halliday – Bruce Cumings, «Korea. The Unknown War» (Λονδίνο 1990, εκδ. Penguin). Αιρετική εξιστόρηση του πολέμου της Κορέας, από δυο ειδικευμένους πανεπιστημιακούς.

 

● Gabriel Kolko, «Century of War. Politics, Conflict and Society since 1914» (Ν. Υόρκη 1994, εκδ. New Press). Εξαιρετική ανατομία των πολέμων του εικοστού αιώνα, από έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της «αναθεωρητικής» σχολής της αμερικανικής ιστοριογραφίας.

 

……………………………………………

 

Συνδεθείτε

 

● National Archives, «Pentagon Papers» (http://www.archives.gov/research/pentagon-papers/). Το πλήρες κείμενο (7.000 σελίδες) της ενδοϋπηρεσιακής κριτικής επισκόπησης της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ, που συντάχθηκε το 1968-69 κι αποκαλύφθηκε εν μέρει το 1971. Ενα μέρος των εγγράφων ασχολείται με τη δικαιολόγηση της εμπλοκής των ΗΠΑ από διαδοχικές κυβερνήσεις μεταξύ 1945 και 1967.

 

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς [email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=112391