- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Στην πέτρα της υπομονής

23/09/13 Mετέωρος,ΣΤΗΛΕΣ

Σε ηλικία 71 ετών, τέτοιες μέρες στα 1971, έφυγε για το «περιβόλι με τα σιντριβάνια» ο Γιώργος Σεφέρης. Ενα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου. Τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, ο Σμυρνιός ποιητής, εκτός των άλλων, είχε το σθένος να τα βάλει με τη χούντα. Να χαμηλώσει στο ύψος των καιρών που κακοφόρμιζαν. Μυριάδες λαού έκαναν την ταφή του ανάσταση· σιωπηλή κι ουρανομήκη πομπή ενάντια στους τυράννους.

 

Είτε βραδιάζει/ είτε φέγγει/ μένει λευκό/ το γιασεμί. Ευωδιάζει. Η χώρα δεν είχε ξεπέσει τότε στο όνειδος της πνευματικής και ηθικής παρακμής. Φωτισμένες μορφές, φλογισμένες καρδιές τιθάσευσαν τα γράμματα, τις τέχνες, τον πολιτισμό και τόλμησαν κατόπιν να τα ορθώσουν μαζί με τα στήθη τους. Δήθεν συνεχιστές τους λουφάζουν σήμερα σε γυάλινες κρύπτες.

 

Φερέφωνα της εξουσίας, αυλοκόλακες, συνένοχοι, συνδαιτυμόνες, μηδαμινοί κάνουν πως δεν βλέπουν: Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα./ Τόσα κορμιά ριγμένα/ στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·/ τόσες ψυχές/ δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι./ Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα/ για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη/ μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

 

Επίκαιροι στίχοι. Ιδιοφυείς. Διορατικοί. Εισδύουν στα ερέβη που σκοτείνιασαν τη χώρα σχεδόν εξήντα χρόνια αφότου τυπώθηκαν και τα φωτίζουν. Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν/ οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια/ την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε/ βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα/ σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν/ σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

 

Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,/ μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός/ ρόδο της νύχτας πέρασες τρικύμισμα πορφύρας/ τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός. Ξενύχτησα το Σαββατόβραδο παρέα με τον Σεφέρη. Μιλήσαμε για τα δίσεχτα χρόνια…/ σαν αποτσίγαρα σβηστά σε χαλασμένα χείλια. Καρφώσαμε τα μάτια στις φλόγες. Τηλεγραφήσαμε λουλούδια στις μελλοντικές αγάπες. Βυθιστήκαμε στην πέτρα. Μεθύσαμε με φθινόπωρο σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.

 

Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη/ και ξεδιπλώνει μια απέραντη γαλήνη. Η ποίηση την κάνει να εκτείνεται στο άπειρο μόνο με δεκαεπτά συλλαβές. Γράφεις·/ το μελάνι λιγόστεψε/ η θάλασσα πληθαίνει. Ναι, ο Σεφέρης μάς έχει αφήσει πολλά χάικου καλή ώρα· αυτά τα νόστιμα γιαπωνέζικα επιγράμματα που οξύτονα είναι τόσο της μόδας τελευταία.

 

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει/ δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς/ δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·/ περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν, όπως περιγελάμε ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα, μια θλιμμένη φθινοπωρινή μέρα σαν τη σημερινή. (…) άφησέ τους./ Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής/ υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

 

Μετέωρος [email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=118544