- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Εθισμός στη στωικότητα

26/09/13 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου

 

Πρόσφατα η εφημερίδα των «Financial Times» δημοσίευσε στοιχεία για το φαινόμενο της εργασιομανίας, μια νόσο που συνδέεται με την εποχή μας. Η νόσος αυτή, που μετριέται τα τελευταία χρόνια από την κλίμακα εθισμού Bergen, μελετά την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να χαλαρώσει, να απολαύσει τον ελεύθερο χρόνο χωρίς να βάζει δραστηριότητες και να κάνει ένα πράγμα τη φορά. Η εργασία, δηλαδή, γίνεται μανία όταν χάνεται το μέτρο και η ισορροπία. Η έρευνα φυσικά δεν μελετά τα προβλήματα που συνδέονται με τη δημιουργία και την αύξηση αυτής της νόσου, άμεσα σχετιζόμενα με την ικανοποιητική προσωπική και κοινωνική ζωή του πάσχοντος όσο και με τα επίπεδα αυτοπεποίθησης και αυτοπραγμάτωσης.

 

Στην Ελλάδα του 2013 θα μπορούσε άραγε να υφίσταται μια τέτοια νόσος; Θα υπήρχαν άνθρωποι που θα προτιμούσαν να βρίσκονται νυχθημερόν στα εργασιακά γραφεία από το σαλόνι του σπιτιού τους; Που θα ήταν εθισμένοι στην εθελοντική εργασία, επιθυμώντας να ασχοληθούν με οτιδήποτε, αρκεί να μη σκέφτονται;

 

Παρατηρώντας γύρω μου την κατάσταση βλέπω με λύπη ότι και εμείς πάσχουμε από μια άλλη νόσο, στον αντίποδα αυτής. Μια νόσο όμως εσωτερική, αυτοκαταστροφική ίσως γι' αυτόν που πάσχει, που δεν στρέφεται όμως ενάντια στην ισορροπία της κοινωνίας.

 

Στην Ελλάδα της κρίσης και με την κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, την αύξηση της ανεργίας και τη διάλυση των παραδοσιακών τρόπων εξεύρεσης εργασίας πολλοί συνάνθρωποί μας έχουν μουδιάσει. Αφήνοντας απέξω το μικρό ποσοστό των αέναα κινητικών και εμπνευσμένων συμπολιτών μας, οι οποίοι δεν αφήνουν την παραμικρή ευκαιρία να πάει χαμένη, όπως και εκείνους που έχουν διαπρέψει στον τομέα τους και έχουν γίνει περιζήτητοι –χωρίς απαραίτητα οικονομικό αντίκρισμα-, υπάρχει η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που δεν βρίσκονται ακριβώς πουθενά.

 

Δεν τοποθετούνται στους τεμπέληδες, γιατί υπάρχει μεγάλη επιθυμία για εργασία, ούτε στους βολεψάκηδες που έμαθαν μέχρι πρότινος να φροντίζουν άλλοι γι' αυτούς. Ανήκουν σε έναν ενδιάμεσο χώρο που είναι δύσκολο να τον περιγράψεις και να τον μετρήσεις στατιστικά, αλλά στην Ελλάδα είναι η μεγάλη πλειονότητα.

 

Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που κάτι κουτσοσπούδασαν, αλλά δεν διακρίθηκαν ποτέ για τις σπουδές τους. Ή, ακόμα και εάν κατάκτησαν ένα ρημαδοπτυχίο, ποτέ δεν το χρησιμοποίησαν ή δεν κατάλαβαν ποτέ τι δρόμους άλλους ανοίγει αυτή η γνώση. Είναι άνθρωποι που διαθέτουν συνήθως παρόμοια χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Είναι πιο άτολμοι, με λιγότερη αυτοπεποίθηση, γνήσια τέκνα της προηγούμενης ελληνικής λογικής, ότι για να πας μπροστά πρέπει να διαθέτεις τον κατάλληλο γνωστό. Και μπορεί αυτό κάποτε να ίσχυε, σήμερα όμως αναδεικνύει το κενό για οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια. Δεν προέρχονται από ένα περιβάλλον που μπορεί να τους κατευθύνει στον τρόπο που αλλάζει πλέον η κοινωνία, αλλά δεν είναι και ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων. Εάν απολύθηκαν, βρίσκονται στη δύσκολη θέση να παλεύουν με τα συναισθήματά τους, ενώ εάν είναι καιρό άνεργοι, έχουν μουδιάσει απέναντι στην απραξία. Αποτελούν ένα απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής διάρθρωσης της κοινωνίας διότι ηθικά και λειτουργικά αποτελούν πλεονέκτημα για τον εργοδότη τους και τον χώρο της εργασίας τους, αλλά επειδή δεν είναι ευθέως ανταγωνιστικοί –άρα και επιθετικοί–, δεν μπορούν μέσα στην κινούμενη άμμο να σταθεροποιηθούν.

 

Κοιτάζοντας γύρω μας στις τράπεζες, στο Δημόσιο, στα σχολεία, στα σουπερμάρκετ, στους δήμους, στα καταστήματα βλέπουμε συνεχώς τέτοιους ανθρώπους. Είναι δίπλα μας, είναι ανάμεσά μας, είμαστε εμείς. Ανθρωποι που πριν από τριάντα χρόνια επιβίωναν και ζούσαν με αξιοπρέπεια την οικογένειά τους, χωρίς να τονίζονται οι αδυναμίες τους και οι ελλείψεις τους. Χωρίς κανένας να τους χαρακτηρίσει για αδράνεια ή οκνηρία. Ισα ίσα, ήταν αυτοί που δεν είχαν διάθεση να συμμετέχουν σε κανένα φαγοπότι και εάν έλαβαν κάποιο δώρο εξ ουρανού ήταν μόνο και μόνο για να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Και μέσα στη δική τους αδυναμία να επιπλεύσουν στα μεγάλα κύματα, έχουν μέσα τους την αξιοπρέπεια της αναμονής, της ψυχραιμίας και της στωικότητας.

 

Μπορεί πλέον να αδυνατούν να δουν το επαγγελματικό τους μέλλον με σαφήνεια, πολλοί από αυτούς να έχουν μεγαλώσει για να διαλέξουν άλλο δρόμο, να νιώθουν αποτυχημένοι στο να στηρίξουν την οικογένειά τους, να βλέπουν τις αδυναμίες του χαρακτήρα τους ή τις ελλείψεις των προσόντων τους, αλλά δεν στρέφονται εναντίον του κράτους, της κυβέρνησης, των συμπολιτών τους, των ξένων. Δεν παίρνουν όπλα, δεν καίνε αυτοκίνητα, δεν ελίσσονται ύποπτα και ανήθικα, στέκονται αδύναμοι και δυνατοί στην άκρη του δρόμου παρατηρώντας τη ζωή τους να φεύγει, αλλά χωρίς να κλείνουν τον δρόμο για τη ζωή του άλλου. Μπορεί η λέξη «νοικοκυραίος» να έχει πολλάκις χλευαστεί τον τελευταίο καιρό, από τη στιγμή που κάποιοι ανακάλυψαν όψιμα τον Τσε Γκεβάρα μέσα τους ή τον Χίτλερ, εντούτοις αυτοί οι νοικοκυραίοι αντέχουν να κρατούν με πολύ κόπο τα θεμέλια μιας κοινωνίας που είναι έτοιμη να εκραγεί.

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=120601