- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Η διαβρωτική δύναμη του «αλλά»
29/09/13 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Του Τάσου Παππά
«Αλλά». Αυτή η λεξούλα χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον δημόσιο λόγο για να συνδέσει μια γενικά αποδεκτή θέση με την ακύρωσή της στην πράξη αμέσως μετά. Είναι ο κρίκος που ενώνει τη στάση αρχής με την υπονόμευσή της. Προηγείται η διακήρυξη του ιδανικού και ακολουθούν η δήθεν δημιουργική αμφιβολία και ο δογματικός σκεπτικισμός που πλασάρονται ως ρεαλισμός. Η μεγάλη ιδέα δίπλα δίπλα με τη ραχιτική ερμηνεία της. Πρόκειται για μια συνήθη καθεστωτική αντίληψη, η οποία δυστυχώς έχει αποκτήσει ερείσματα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Καλλιεργείται συστηματικά από τους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος και ο στόχος είναι να προσχωρήσουν οι πολίτες στη λογική της παραίτησης από κάθε τι που θα μπορούσε να πλήξει την κανονικότητα, να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι είναι μάταιο να αγωνίζονται για να ανατρέψουν μια αφόρητη κατάσταση, να αφήσουν στα χέρια των ειδικών και των ελίτ τη διαχείριση των κρίσιμων υποθέσεων γιατί αυτοί ξέρουν και κάποτε θα βρουν τη λύση που θα συμφέρει τους πάντες. Η συμμετοχή των πληβείων και η απαίτησή τους να έχουν λόγο στα διαδραματιζόμενα βλάπτουν σοβαρά την υγεία της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.
«Είναι ιερό το δικαίωμα της απεργίας, αλλά». Ο πολιτικός πολιτισμός και η δημοκρατική τάξη επιβάλλουν να είμαστε υπέρ της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας από την πλευρά των εργαζομένων -αυτό μέχρι τώρα δεν έχει αμφισβητηθεί δημοσίως τουλάχιστον- και να παραδεχόμαστε ότι τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές είναι αυτά που σπρώχνουν τους ανθρώπους στην απόγνωση και από κει στη διαμαρτυρία. Ακόμη και εκείνες οι κυβερνήσεις που είναι υπεύθυνες για τις πολιτικές που προκαλούν μεγάλες συμφορές δεν διανοούνται να επιτεθούν κατά του δικαιώματος της απεργίας.
Ωστόσο, όταν στη συζήτηση παρεισφρέει το «αλλά», αποκαλύπτονται οι πραγματικές προθέσεις των οπαδών της «σύνεσης». Δεν προτείνουν ρητά κάτι διαφορετικό. Απλώς παραθέτουν τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί και δεν πρέπει ένα συνδικάτο να πηγαίνει σε κλιμάκωση της δράσης του: προκαλεί ζημιά στο κοινωνικό σύνολο, διαταράσσει την ομαλότητα, διχάζει τα μέλη του και εν τέλει είναι αναποτελεσματικό. Με έμμεσο τρόπο συστήνεται στους εργαζόμενους είτε να κάτσουν στ’ αυγά τους, γιατί δεν έχει νόημα να αντιστέκονται αφού οι καταναγκασμοί της συγκυρίας είναι ανυπέρβλητοι, είτε να προτιμούν μορφές κινητοποίησης που δεν ενοχλούν κανέναν. Αν κρίνουμε από το μέγεθος των διαδηλώσεων, αυτές οι απόψεις έχουν κερδίσει τις ψυχές και τα μυαλά πολλών ανθρώπων. Με άνανδρη ικανοποίηση οι κυρίαρχες ομάδες δρέπουν τους καρπούς.
«Εχουν δίκιο οι εκπαιδευτικοί και οι ναυτεργάτες, αλλά όχι και απεργία με την έναρξη της χρονιάς ή σε εορταστική περίοδο που έχουμε μεγάλη έξοδο». Το πότε και το πώς πρέπει να κινητοποιηθούν οι εκπαιδευτικοί και οι ναυτεργάτες –η συμπύκνωση δηλαδή του «αλλά»– δεν προσδιορίζονται. Η παράλειψη φυσικά είναι σκόπιμη. Για τους διαφωνούντες δεν υπάρχουν ούτε ο ενδεδειγμένος χρόνος για μια απεργία ούτε τα σωστά μέσα πάλης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων. Ακόμη κι αν έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι (λ.χ. μαζικές απολύσεις στην εκπαίδευση, άρνηση καταβολής των δεδουλευμένων στους εργαζόμενους στα λιμάνια), το πακέτο των συμβουλών είναι δεδομένο: κάντε υπομονή, μην υποκύπτετε στον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης, κλείστε τα αυτιά σας στις προτροπές των διεφθαρμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, πάνω απ’ όλα η σωτηρία της πατρίδας. Το συγκεκριμένο καθεστωτικό αφήγημα δυστυχώς ανήκει στην κατηγορία των ευπώλητων.
«Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά, βρε αδερφέ, πολλοί μετανάστες έχουν μαζευτεί στη χώρα και κάτι πρέπει να γίνει». Ποτέ όμως -απ’ αυτούς που δεν τάσσονται φυσικά υπέρ των ακραίων λύσεων στο επίμαχο ζήτημα- δεν επισημαίνεται αυτό το κάτι που πρέπει να γίνει, αφήνοντας έτσι ανοικτό το ενδεχόμενο να συμβεί το οτιδήποτε, ακόμη και πράγματα που κινούνται εκτός των ορίων της νομιμότητας.
Το πόσο ευάλωτοι στις αντιδημοκρατικές πρακτικές των κρατικών μηχανισμών ή ορισμένων συλλογικοτήτων μπορούμε να γίνουμε φάνηκε στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής. Ανεχτήκαμε την προκλητική συμπεριφορά της στις γειτονιές, δεν εξεγερθήκαμε όταν κυνηγούσε και μαχαίρωνε μετανάστες, δεν ξυπνήσαμε όταν διαπιστώσαμε ότι είχε διεισδύσει στον σκληρό πυρήνα του κράτους, δεν πιέσαμε για να εκπληρώσουν το καθήκον τους οι θεσμοί (αστυνομία, Δικαιοσύνη). Και όλα αυτά γιατί είχαμε μολυνθεί από τη διαβρωτική επιρροή αυτού του «αλλά». Και όταν το θηρίο αποθρασύνθηκε, θυμώσαμε με τον τρόπο που θυμώνουν οι «αιώνιοι αθώοι».
Η αδιαφορία των πολλών είναι ο καλύτερος σύμμαχος για τις εξουσίες. Σ’ ένα κείμενο του 1916 ο Γκράμσι έλεγε ότι «είναι αναγκαίο να εξαφανιστούν οι αδιάφοροι, οι σκεπτικιστές, εκείνοι που εκμεταλλεύονται το ελάχιστο καλό που προκαλεί η δραστηριότητα των λίγων και δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη του μεγάλου κακού που η απουσία τους απ’ τον αγώνα αφήνει να προετοιμάζεται και να συμβαίνει» («Η Αυγή», 10-3-2013).
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=122767
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε