- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

O Ράιχ απέναντι στον Ρανίτσκι

28/09/13 ART,ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΘΕΜΑΤΑ

«Η ειλικρίνεια είναι το πρώτο καθήκον του κριτικού». (ARD, Σεπτέμβριος 2004)

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

«Με ενδιαφέρει η λογοτεχνία, όχι το βιβλίο», μία από τις φράσεις-κληροδότημα του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι (1920-2013), του ανθρώπου που στη Γερμανία αναγνωριζόταν ως ο «Πάπας των Γραμμάτων» και του οποίου η κριτική ματιά (επανα)διαμόρφωσε τον άξονα του κεντροευρωπαϊκού «κριτικού Κανόνα». Μάλιστα, από το 2002 έως το 2006, εκδόθηκε στη Γερμανία η πολύτομη ανθολογία του «Der Kanon» (Ο Κανόνας), την οποία ετοίμαζε επί σειρά ετών προσθέτοντας κομμάτια πρόζας, ποίησης και κριτικής που θεωρούσε ως «τα σημαντικότερα της γερμανικής λογοτεχνίας».

 

Ο Πολωνοεβραίος Μαρσέλ Ράιχ βίωσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από κάθε πλευρά. Ως αποκλεισμένος στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας (το 1940), ως μεταφραστής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα (το 1942, όπου και έχασε τους γονείς του), ως στρατιώτης στο ανατολικό μέτωπο και μετέπειτα μέλος της πολωνικής μυστικής αστυνομίας (από το 1944), ως εκλεκτός του κόμματος, διπλωματικός ακόλουθος και κατάσκοπος υπό το όνομα «Ρανίτσκι» μεταπολεμικά, τελικά ως διωκόμενος από το κομμουνιστικό καθεστώς (το 1949) και φυλακισμένος, πριν μετοικήσει στο Αμβούργο τής (τότε Δυτικής) Γερμανίας το 1958 και υιοθετήσει το όνομα της μυστικής του ταυτότητας.

 

Ο Μ. Ρ.-Ρ. υπήρξε συγγραφέας 50 και πλέον τίτλων, μεταξύ των οποίων δοκίμια για το έργο των Γκέτε, Μαν, Γκρας, Μπρεχτ. Ο ίδιος αποστρεφόταν την ακαδημαϊκότητα του λόγου, θέτοντας ως προτεραιότητα τα γραπτά του να παραμένουν εύληπτα για τον αναγνώστη, ενώ —αρκετά συχνά— έγραφε σκληρές κριτικές, γυμνές από οποιαδήποτε προσπάθεια συγκάληψης της αποστροφής του για ένα βιβλίο [με γνωστότερο, ίσως, περιστατικό την κριτική του για το «Ενα ευρύ πεδίο» (Οδυσσέας, 1996) του Γκίντερ Γκρας το 1995, όταν το περιοδικό Der Spiegel τον φωτογράφισε να σκίζει το εν λόγω βιβλίο]. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να εγκωμιάσει συγγραφείς άγνωστους στο κοινό (και να τους ωθήσει στην καταξίωση), πιο πρόσφατο παράδειγμα εκείνο του Ντάνιελ Κέλμαν. Επιπλέον δεν δίστασε να παραδεχτεί (και να αποδεχτεί, λόγω της διπλής ιδιότητάς του ως κριτικού και συγγραφέα) πως «δεν υφίσταται γραφή χωρίς ματαιοδοξία, είτε πρόκειται για συγγραφέα είτε για κριτικό — η ματαιοδοξία είναι παρούσα».

 

Το 1999 —και μετά από προτροπές του γιου και της γυναίκας του— συνέταξε την αυτοβιογραφία του, υπό τον τίτλο «Η ζωή μου» (Ινδικτος, 2001), η οποία αποτελεί την κορωνίδα του έργου του. Με το κείμενο αυτό προσπαθεί να συμφιλιώσει (πρωτίστως μέσα του) τη σχέση μεταξύ της Γερμανίας που έβαλε φωτιά στην Ευρώπη και της Γερμανίας που αποτέλεσε το καταφύγιό του. Περιγράφοντας, για παράδειγμα, τα συναισθήματά του στο Βερολίνο του 1930 γράφει: «την πρώτη μου μέρα στο σχολείο στη Γερμανία βίωσα κάτι από το οποίο δεν κατάφερα ποτέ να απαλλαγώ εντελώς. Ισως πρέπει να πω «κάτι που με συντροφεύει». Μιλάω για το φόβο [...]». Ταυτόχρονα όμως παραδέχεται πως: «γρήγορα μαγεύτηκα από τη γερμανική λογοτεχνία και τη γερμανική μουσική. Ο φόβος αντάμωσε τη χαρά — ο φόβος των γερμανικών πραγμάτων τη χαρά που όφειλα σε πράγματα γερμανικά».

 

Το 2005, ερωτηθείς αν πιστεύει στον Θεό, ο Μ. Ρ.-Ρ. απάντησε: «Πιστεύω στον Σέξπιρ και τον Γκέτε, στον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ».

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=122907