- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Γερμανία και Ελλάδα στο νέο τοπίο

04/10/13 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Του Θανάση Διαμα­ντόπουλου*

 

Η πολυαναμενόμενη 22α Σεπτεμβρίου έφερε εκλογικό θρίαμβο της Μέρκελ ατομικά (συνεισέφερε και η λιτότητα της προσωπικής της ζωής), της CDU ευρύτερα, της γερμανικής Δεξιάς ως όλου. Πράγματι…

 

Η γερμανική χριστιανοδημοκρατία απέσπασε ένα «εκτός εποχής» εκλογικό ποσοστό, κατώτερο μόνο των βέλτιστων επιδόσεων των Αντενάουερ, Ερχαρτ και Κολ. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, δε, κατέκτησε 311 έδρες, υπολειπόμενη μόλις 5 της απόλυτης πλειοψηφίας! Και θα την είχε ξεπεράσει άνετα, εάν μια πρόσφατη μεταβολή του εκλογικού νόμου, κατ’ επιταγή του συνταγματικού δικαστηρίου, δεν είχε επιβάλει να δίνονται στα μικρά κόμματα έδρες αντιστάθμισης για τις λεγόμενες «πλεονασματικές» έδρες (Uberhangmandate), οι οποίες προσκυρώνονται στο σχετικά πλειοψηφούν κόμμα.

 

Επιπρόσθετα, η γερμανική Δεξιά ως όλον –χριστιανοδημοκρατική, φιλελεύθερη και ευρωσκεπτιστική– κατακτά την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος για πρώτη φορά μετά το 1957.

 

Εδώ, όμως, αρχίζουν τα παράδοξα…

 

Με τετρακομματική Βουλή -αφού Φιλελεύθεροι και ευρωφοβικοί έμειναν οριακά κάτω από το 5%– και τα τρία κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς να συναθροίζουν 319 έδρες επί συνόλου 630, δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Δεξιάς. Ενώ, θεωρητικά, της Αριστεράς υπάρχει! Στην υποθετική περίπτωση που συνεργάζονταν οι τρεις συνιστώσες της, η σοσιαλδημοκρατική, η οικολογική και η αριστερίστικη/κομμουνιστογενής…

 

Βέβαια, η ηγεσία του SPD –είτε λόγω της αφερεγγυότητας του Die Linke, που κάποιες στιγμές μοιάζει να ανήκει περισσότερο στο πολιτικό υπερπέραν και λιγότερο στην Αριστερά, είτε λόγω της ευρύτερης δυσπιστίας των Γερμανών για οτιδήποτε θυμίζει κομμουνισμό– είχε ήδη προεκλογικά αποκλείσει, παρά την αντίδραση μέρους της κομματικής του βάσης, κάθε ενδεχόμενο «αριστεροαριστερής» συγκυβέρνησης.

 

Αυτή η δέσμευση λοιπόν φαίνεται, μάλλον, να οδηγεί στον «μεγάλο συνασπισμό» CDU-SPD. Αλλωστε και η, κατά Τσίπρα, «Μαντάμ» δείχνει –αν όχι να ευνόησε, πάντως– να μη δυσκόλεψε μια τέτοια εξέλιξη. Διαφορετικά, μπορούσε να διευκολύνει την είσοδο με περίπου 35 βουλευτές των Φιλελευθέρων στο Reichstag, πριμοδοτώντας τους σε τρεις μονοεδρικές περιφέρειες, ώστε να συγκυβερνήσει με ένα πολύ μικρό και φίλιο κόμμα. (Και δεν το έκανε, μολονότι γνώριζε ότι οι σοσιαλδημοκράτες, διδαγμένοι από το ιστορικά διαπιστωμένο στη χώρα τους πως το τίμημα της κυβερνητικής φθοράς το πληρώνει πρωτίστως ο ελάσσων εταίρος, θα απαιτήσουν το μάξιμουμ στον κοινωνικό τομέα, καθώς και το μάξιμουμ από τις διαφοροποιήσεις τους από τη CDU, σε σχέση με την ορθή, και πιο συμβατή προς τα γερμανικά συμφέροντα, συνταγή για την ανάκαμψη του ευρωπαϊκού Νότου.) Γιατί δεν το έκανε; Για να μη δυσαρεστήσει τις τοπικές της οργανώσεις; Ισως γιατί θεώρησε προτιμότερη μια συγκυβέρνηση με τον μεγάλο ιστορικό αντίπαλο, ώστε αυτός να μην καρπώνεται άκοπα την αναπόφευκτη, στην τρίτη θητεία της, κυβερνητική φθορά… Ισως, επίσης, γιατί με το SPD τη συνδέει η κουλτούρα ρεαλισμού των ώριμων κομμάτων εξουσίας, αυτό που ο Βέμπερ ονόμαζε «ηθική της ευθύνης» (πρώτος ο –σοσιαλδημοκράτης προκάτοχός της– Σρέντερ επέβαλε τη δημοσιονομική εξυγίανση). Ισως, τέλος, για να μπορέσει να απεμπλακεί, χωρίς εσωκομματικούς τριγμούς, από κάποιες καταφανώς δυσλειτουργικές πτυχές τόσο της εσωτερικής όσο και της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής της φιλοσοφίας, ώστε να μείνει στην ιστορία ως σωτήρας της ευρωπαϊκής συνοχής, πολλώ μάλλον που πρόκειται για μια γερμανοκυριαρχούμενη Ευρώπη…

 

Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε στον τρίτο, μεταπολεμικά, «μεγάλο συνασπισμό». Κανείς δεν ξέρει, βέβαια, εάν αυτός θα μακροημερεύσει. (Θα μπορούσε να καταρρεύσει είτε λόγω δημοσκοπικής μεταβολής των σημερινών συσχετισμών δυνάμεων είτε για να παρεμποδιστεί η κάρπωση της ενδεχόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας από αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις.) Προς το παρόν, ωστόσο, η συγκυρία δείχνει ευνοϊκή για τη χώρα μας, ως μια οικονομία που χρειάζεται χαλάρωση της ακραίας λιτότητας, η οποία μας έφτασε στο άλλο άκρο από την ανέμελη δημοσιονομική κραιπάλη. Για να επωφεληθούμε, όμως, απαιτούνται δύο τινά: Αφενός μεν να κινηθούμε ρεαλιστικά, γιατί σε επίπεδο τέτοιων μεγάλων δυνάμεων και με περιορισμένες κυβερνητικές αλλαγές, οι όποιες αλλαγές κατευθύνσεων είναι συνήθως μικρές και σταδιακές. Αφετέρου, δε, το πολιτικό μας σύστημα –και οι γνωμοδιαμορφωτικοί θεσμοί και μηχανισμοί που εν πολλοίς το ποδηγετούν– να ελέγξουν, συνδυάζοντας ρεαλισμό και τόλμη, τους δαίμονες της ελληνικής κοινωνίας, τους οποίους, με παρατεταμένη αβελτηρία, δημιούργησαν…

 

……………………………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=126540