- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο μεγάλος κίνδυνος για τη δη μοκρατία είναι η υποταγή μας στον φόβο

06/10/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART

μιχαλης μητρουσης τανια τσανακλιδου [1]τανια τσανακλιδου κωνσταντινος ρηγας ελενα σκουλα [2]

 

 

 

 

 

Στην παράσταση που έστησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος στο Μέγαρο Μουσικής η τραγουδίστρια και ηθοποιός ερμηνεύει τη φροϊλάιν Σνάιντερ, μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που όσο οι ναζί ανέρχονται τόσο αυτή αφήνεται στα πιο σκοτεινά ένστικτά της

 

«Είναι απίστευτες οι ομοιότητες της εποχής της Βαϊμάρης με τη σημερινή. Η πορεία του ανθρώπου για να έχει νόημα θα πρέπει η σωματική προσαρμογή να συνοδεύεται από μια πνευματική εξέλιξη. Αυτό τότε αλλά και στις μέρες μας δεν συμβαίνει. Δεν υπάρχει μια ηθική παράλληλη με την πρόοδο της τεχνολογίας. Παραμένουμε πνευματικά κτήνη. Οταν σε κρίσιμες στιγμές νιώθουμε κάτι να μας απειλεί, το κτήνος βγαίνει μπροστά μας. Κι αυτή δυστυχώς η αδυναμία μας δεν κάνει εξαιρέσεις»

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

[3]γιωργος νανουρης τανια τσανακλιδου [4]«Οι φόβοι μου έχουν πια φωνή και μου λένε πώς να ζω. Και ζω». Η φράση ανήκει στη φροϊλάιν Σνάιντερ. Μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα κυριευμένη από τον τρόμο και την ανασφάλεια αφήνει να επικρατούν τα πιο σκοτεινά ένστικτά της. Στις μέρες μας θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα από εκείνες που βρήκαν καταφύγιο στη Χρυσή Αυγή. Ζει, όμως, στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’30, και είναι ο ρόλος που καλείται να ερμηνεύσει η Τάνια Τσανακλίδου στο «Καμπαρέ», που έκανε χθες την πρεμιέρα του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία, χορογραφία και σκηνογραφία Κωνσταντίνου Ρήγου.

 

«Δεν ξέρουμε γιατί η φροϊλάιν Σνάιντερ έχει χάσει όλη της την περιουσία. Αν της την πήρε η κρίση στη μεταπολεμική Γερμανία ή αν υπήρξε σπάταλη. Αλλά δεν έχει τόσο σημασία. Αυτό που την κάνει τραγικά επίκαιρη δεν είναι η δεινή οικονομική της θέση, αλλά το γεγονός ότι η απόγνωσή της φανερώνει τα πιο τερατώδη ένστικτά της», λέει η ερμηνεύτρια. Αυτός ο ρόλος την έπεισε να επιστρέψει από το Πήλιο, όπου είχε αποσυρθεί το τελευταίο διάστημα, και να ξαναβουτήξει στα βαθιά της μουσικής. «Το «Καμπαρέ» ήταν το ερέθισμα για να επιστρέψω. Ημουν σταθερά αρνητική σε όποια πρόταση κι αν μου γινόταν. Αλλά τελικά στη ζωή δεν πρέπει να λέμε «ποτέ». Οι μουσικές σκηνές δεν με ενδιέφεραν, διότι δεν ήθελα να αναμασήσω τα ίδια. Ασε που η ψυχή μου είναι γεμάτη δηλητήριο και πάνω στον θυμό του κανείς είναι προτιμότερο να σιωπά. Ενας οργισμένος λόγος δεν μπορεί να σε γιατρέψει».

 

«Επέστρεψα στην Αθήνα»

 

Η υπόθεση του «Καμπαρέ» είναι λίγο-πολύ γνωστή καθώς έχει γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία τόσο στον χώρο του μιούζικαλ όσο και σε αυτόν του κινηματογράφου, αφού η μεταφορά του από τον Μπομπ Φος το 1972, με τη Λάιζα Μινέλι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, απέσπασε 8 Οσκαρ. Στη σκηνή το μιούζικαλ του Φρεντ Εμπ (στίχοι) και του Τζον Κάντερ (μουσική) ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1966 κι έγινε τεράστια επιτυχία (8 Βραβεία Τόνι). Εκτοτε έχει παρουσιαστεί αναρίθμητες φορές σε θέατρα σε ολόκληρο τον κόσμο – ανάμεσά τους και η εξαιρετικά επιτυχημένη μεταφορά του έργου από τον Σαμ Μέντες το 1993 στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου.

 

«Να σας πω την αλήθεια, μου δόθηκε το έργο και για καιρό το κρατούσα στο κομοδίνο χωρίς να το ανοίξω. Ηταν κλασική άρνηση. Δεν ήθελα να το διαβάσω, να μου αρέσει και να μπω στον πειρασμό να επιστρέψω από το Πήλιο στην Αθήνα», διηγείται η Τάνια Τσανακλίδου. «Ενα βράδυ, όμως, υπέκυψα, το διάβασα και πρωί πρωί πήρα τον παραγωγό και δέχτηκα τον ρόλο. Εύχομαι να λειτουργήσει σαν καθρέφτης και φεύγοντας ο κόσμος να έχει τρομάξει αρκετά, τόσο που να ξαναμπεί σε σκέψεις».

 

Στο Βερολίνο, λοιπόν, του 1930 κι ενώ παντού πλανιέται η σκιά του ναζιστικού εφιάλτη, ένα υπόγειο καμπαρέ κινείται στους ρυθμούς της νύχτας. Ολα τα πρόσωπα του έργου ζουν την προσωπική τους ιστορία, η οποία με κάποιο τρόπο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία της εποχής και των γεγονότων. Στο κέντρο της πλοκής βρίσκεται η ιστορία της νεαρής περφόρμερ Σάλι Μπόουλς (Λάιζα Μινέλι) που εμπλέκεται συναισθηματικά μ' έναν Αμερικανό συγγραφέα, τον Κλίφορντ Μπράντσο. Σε παράλληλο επίπεδο κινείται η σχέση ενός μεσόκοπου ζευγαριού, της σπιτονοικοκυράς του Μπράντσο μ’ έναν Εβραίο μανάβη. Πάνω σε όλους αυτούς και στην ταραγμένη εποχή –που σηματοδοτεί την παρακμή της Βαϊμάρης– πέφτει η σχολιαστική ματιά του Κομπέρ, ενός πληθωρικού παρουσιαστή με σαρδόνιο χιούμορ (δεν θα ξεχαστεί ποτέ η ερμηνεία του Τζόελ Γκρέι, επίσης βραβευμένη με Οσκαρ).

 

«Είναι απίστευτες οι ομοιότητες της εποχής της Βαϊμάρης με τη σημερινή. Η πορεία του ανθρώπου για να έχει νόημα θα πρέπει η σωματική προσαρμογή να συνοδεύεται από μια πνευματική εξέλιξη. Αυτό τότε αλλά και στις μέρες μας δεν συμβαίνει. Δεν υπάρχει μια ηθική παράλληλη με την πρόοδο της τεχνολογίας. Παραμένουμε πνευματικά κτήνη. Οταν σε κρίσιμες στιγμές νιώθουμε κάτι να μας απειλεί, το κτήνος βγαίνει μπροστά μας. Κι αυτή δυστυχώς η αδυναμία μας δεν κάνει εξαιρέσεις».

 

Θέλει να πει πως έχει κι αυτή μια τέτοια πλευρά; «Νομίζω ότι είναι στην κυτταρική μνήμη όλων μας. Από την εποχή της Εύας και του μήλου οι ατέλειες, τα δεινά και οι ακρότητες της ανθρωπότητας. Ναι, ούτε εγώ διαφέρω, αλλά κάνω αγώνα να μορφωθώ, να γίνω καλύτερη σε μια κοινωνία που έχει κάνει επιστήμη την τρομοκρατία και τον μεθοδικό έλεγχο των μαζών. Ο μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι ο φόβος. Και ο μεγαλύτερος είναι όταν τον αποδεχόμαστε και εκχωρούμε τις πιο βασικές και ανθρώπινες ελευθερίες μας. Οταν δεν μιλάμε για τα τσιπάκια και τις κάμερες, που στήνονται παντού, πολύ απλά υποκύπτουμε. Θέλει εξονυχιστική αυτοκριτική και καθημερινό έλεγχο του εαυτού μας για να καταφέρουμε να παραμείνουμε ακέραιοι. Αλλά ποιος το κάνει; Ολοι διαλέγουν τον εύκολο δρόμο».

 

Το 2011 η Τάνια Τσανακλίδου ήταν εξαιρετικά ενεργή και παρούσα στο κίνημα των αγανακτισμένων. Σήμερα, όμως, σιωπά. Γιατί; «Κλείστηκα στον εαυτό μου διότι απογοητεύτηκα οικτρά από τον λαό μας, που παραδόθηκε αμαχητί. Με τόσα δεινά που έχουμε υποστεί έπρεπε να ήμασταν όλοι στους δρόμους και να τα σπάμε. Αν τη βραδιά του πρώτου Μνημονίου υπήρχαν στους δρόμους ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι ίσως να μην είχαμε οδηγηθεί εδώ. Διαλέξαμε την υποταγή και ακυρώσαμε τον εαυτό μας και το μέλλον μας. Οταν μια κοινωνία ολόκληρη είναι σε κώμα, μπαίνεις κι εσύ αναγκαστικά σε υπνηλία. Και ξέρετε, αυτά όλα γίνονται ακόμα πιο εύκολα σε περιβάλλοντα όπου δεν υπάρχει ηθική. Οπως η σημερινή Ελλάδα, όπως και η κοινωνία του «Καμπαρέ»».

 

Η Ιστορία, δηλαδή, επαναλαμβάνεται; «Η Ιστορία είναι κυκλική, αλλά δυστυχώς τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας αποδεικνύουν ότι δεν έχουμε διδαχτεί τίποτα. Ο,τι και να διαβάζω, είτε αφορά την εποχή της Βαϊμάρης είτε το Βυζάντιο είτε είναι αρχαίο κείμενο είτε μιλά για την Ευρώπη του 1850, οι ομοιότητες είναι συγκλονιστικές και απολύτως χειροπιαστές. Η φροϊλάιν Σνάιντερ, για παράδειγμα, λέει κάποια στιγμή στο έργο: «Δεν μπορούμε πια να αγνοούμε τους ναζί. Είναι παντού ανάμεσά μας». Το ίδιο δεν συνέβη και στη χώρα μας; Δεν ξέραμε τι είχαμε δίπλα μας;».

 

Η ίδια άραγε καταλάβαινε πάντα όταν κάποιος από το περιβάλλον της γοητευόταν από τη Χρυσή Αυγή; «Υποπτευόμουν ότι κάποιοι είτε γοητεύονται είτε υποκύπτουν στους φόβους τους. Δεν μου το έλεγε κανείς, αλλά το καταλάβαινα. Οι Μηλιές του Πηλίου, όπου μένω το μεγαλύτερο διάστημα, είναι ένα χωριό που στο παρελθόν κάηκε από τους Γερμανούς. Κάθε οικογένεια έχει θρηνήσει κι από ένα θύμα. Κι όμως, στις τελευταίες εκλογές από τα περίπου 1.200 άτομα, 87 ψήφισαν Χ.Α. Δεν είναι φαντάσματα αυτοί οι άνθρωποι. Υπάρχουν κανονικά ανάμεσά μας».

 

Στέρεψαν, δηλαδή, οι πολιτικές επιλογές; «Νομίζω, ναι. Δεν υπάρχουν πια ιδεολογίες να μας στεγάσουν, ούτε κόμματα να μας καλύψουν. Δεν εμπιστεύομαι πια κανέναν. Η Δεξιά είναι αυτή που είναι, και η Αριστερά όπως αλληλοσπαράσσεται της στρώνει το χαλάκι».

 

Και κάτι ακόμα, το Μνημόνιο που με κάθε ευκαιρία το βρίζει, το έχει διαβάσει; «Στην αρχή, όχι. Οταν, όμως, έγινε η ιστορία με τον Χρυσοχοΐδη, είπα στον εαυτό μου: «Γιατί, εσύ το έχεις διαβάσει;». Ετσι, λοιπόν, κάθισα και το κοίταξα. Το Μνημόνιο είναι ένα ωραίο τσιτάτο, που κρύβει την καταστροφή. Συμφωνώ με τις μεταρρυθμίσεις, όχι όμως με την υποθήκευση του εθνικού πλούτου και την παραίτηση από την εθνική κυριαρχία. Δεν φταίει το Μνημόνιο για τις αποφάσεις. Πουθενά δεν λέει χτυπήστε την Υγεία για να ψοφήσουν όλοι και καταστρέψτε την Παιδεία. Πουθενά δεν γράφει κόψτε τα φάρμακα για να μην έχουν οι άρρωστοι ούτε τα απαραίτητα».

 

Ιnfo: Τους υπόλοιπους ρόλους ερμηνεύουν: Κομπέρ – Δημήτρης Λιγνάδης, Σάλι Μπόουλς – Μαρία Ναυπλιώτου, Χερ Σουλτζ – Μιχάλης Μητρούσης, Ερνστ Λούντβιχ – Παναγιώτης Μπουγιούρης, Κλίφορντ Μπράντσο – Γιώργος Νανούρης, Φροϊλάιν Κοστ – Νάντια Μπουλέ. Μετάφραση: Ερι Κύργια. Απόδοση στίχων: Νίκος Μωραΐτης.

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=127098