- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Πεισιθάνατη αποδόμηση της «Στέλλας»
07/10/13 ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Η ατμόσφαιρα της παρακμής πίσω από τη λάμψη των ειδώλων με κέρδισε. Αλλά η ηρωίδα των Καμπανέλλη-Κακογιάννη είχε και μια διονυσιακή μέθη της ζωής. Γιατί, λοιπόν, στην παράσταση των bijoux de kant διαβάστηκε μονομερώς με τα γυαλιά του περιρρέοντος αρνητισμού;
Του Γρηγόρη Ιωάννη
[1]Το εγχείρημα των bijoux de kant θα έπρεπε κανονικά να διεκδικεί μια κεντρική θέση στο τελευταίο Ελληνικό Φεστιβάλ. Αν μη τι άλλο, λόγω της θεματολογίας του: Πέρα από όλα, το «Στέλλα travel» στηρίζεται σε εκείνη την παλαιόθεν ενδοθεατρική αυτοαναφορά -την αγαπημένη των φεστιβάλ του κόσμου- με την οποία το θέατρο μετακαλεί στη σκηνή το ίδιο το είδωλό του.
Εδώ, τα πρόσωπα της μυθικής «Στέλλας» των Καμπανέλλη και Κακογιάννη ξεπερνούν το σελιλόιντ και στη μεταγραφή της Γλυκερίας Μπασδέκη γίνονται λίθοι της μεταπολεμικής μας μυθολογίας. Επιστρέφουν στο καθαρτήριο της σκηνής το ίδιο ακόρεστα και ασυμφιλίωτα με χθες, το ίδιο αλύτρωτα, αλλά χωρίς την παλιά τους «αθωότητα». Και βέβαια χωρίς τα «εισαγωγικά», εντός των οποίων τα τοποθέτησε η κατοπινή χοάνη του λαϊκισμού. Μαζί με την πιραντελική διάσταση του προσώπου και τη νεο-ρομαντική αίσθηση, που έχουν επιβάλει οι bijoux de kant και ο Γιάννης Σκουρλέτης στις παραστάσεις τους, η μοιραία Στέλλα, ο Αλέκος, ο Μίλτος και η Μαρία γυρνούν από τον μύθο για να διεκδικήσουν στη σημερινή Αθήνα πίσω τη φωνή τους. Ετσι μένουν, μετέωρα και ανυπόκριτα, σαν ρημαγμένα ερείπια της διαχρονικής ανάγκης μας για εκείνες τις Στέλλες και για αυτούς τους μύθους.
Γράφω γι’ αυτή τη «Στέλλα» ετεροχρονισμένα και καθυστερημένα. Είδα την παράσταση στην πρώτη της εμφάνιση στον χώρο των Δημοτικών Σφαγείων, απέναντι από το Ιδρυμα Κακογιάννη, στην Πειραιώς. Και όπως πιστεύω, σαν μια στην ουσία κρυφο-site specific πρόταση, εκεί, στο μέσο του πουθενά, στο κενό του άστεως και στο διάκενο της οργανωμένης φεστιβαλικής ρουτίνας, έβρισκε τον κατάλληλο παρεμβατικό της χώρο. Στην αρχή ήταν η δική μας περιπέτεια προς την παράσταση: μια μακριά πορεία από την είσοδο ώς το πάλκο της σκηνής, στο σκηνικό γεγονός.
Ανάμεσα στους ήχους και τις ανάσες της ξεχασμένης Πειραιώς, τα πάντα μού θύμιζαν κάτι, όπως ήταν ταυτόχρονα διαυγή και ρευστά και έμοιαζαν με αποτύπωμα ενός παλιού τραύματος. Ηταν η αίσθηση της παλιάς «Στέλλας», με τα λόγια να γίνονται πεζά και ουσιώδη, να στέκονται στο παρελθόν και να ζητούν την παλιά λύτρωση στα αλλοιωμένα από τη χρήση τραγούδια.
Και ήταν άλλωστε όλα εκεί τόσο κουρασμένα από το βάρος της μνήμης… Η Στέλλα της Λένας Δροσάκη ήταν μια λαϊκή ντίβα, αλλά και μια θεατρίνα-αράχνη που τρώει τους παρτενέρ της. Ο Αινείας Τσαμάτης κουβαλούσε στα ανδρικά πρόσωπά του την οδυνηρή ανάμνηση του κόσμου. Και η Μαριάνθη Παντελοπούλου έμενε πάντα η ίδια εκείνη Μαρία, το ίδιο παρεμβατική και αδύναμη πάντοτε στο να αποτρέπει το κακό όταν πλησιάζει.
Αυτή η ατμόσφαιρα της παρακμής πίσω από τη λάμψη των ειδώλων με κέρδισε. Δεν μπορώ όμως να μη σταθώ και κάπου αλλού: στην κατάρρευση του άλλου πόλου, που κινούσε τον αρχικό μύθο της «Στέλλας». Δεν είναι μόνο ζήτημα καλλιτεχνικής επιλογής. Είναι μια εσκεμμένη ανάγνωση του παρελθόντος, καθόλα νόμιμη αλλά προβληματική ως προς την ισορροπία της. Η «Στέλλα», και μαζί με αυτήν όλη τότε η πατρίδα, αν δεν κάνω λάθος, δεν περιείχε μόνο τα σπέρματα θανάτου ή την ηχώ του κακού. Είχε μέσα της ακόμα τη διονυσιακή μέθη της ζωής, την έκρηξη εκείνου του ιδιαίτερου πλάσματος, που κινείται και κρίνεται πέρα από τις συμβάσεις. Ηταν δηλαδή ένα μάθημα ζωής και θανάτου, μια ρομαντική ένωση της βούλησης με το πεπρωμένο.
Γιατί λοιπόν από όλη αυτή τη σπίθα, που γεννά και βάζει τον κόσμο μπροστά, να μένει σε εμάς σήμερα μόνον η πικρή διάψευση; Γιατί να γίνεται βάση για μια αδικαίωτη επιστροφή; Και γιατί τέλος πάντων τόση πεισιθάνατη αποδόμηση; Ο τελευταίος είμαι που θα υποδείξω στους καλλιτέχνες πώς να σκέφτονται ή τι να πράττουν. Δεν μπορώ όμως παρά να περιγράψω την αντίδρασή μου απέναντι σε έναν παλιό μύθο ζωής και θανάτου, σε ένα μελόδραμα χαράς και θλίψης, που διαβάζεται μονομερώς σήμερα με τα γυαλιά του περιρρέοντος αρνητισμού. Κατά τα άλλα, η «Στέλλα» ταξιδεύει.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=127810
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε