- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Πορτρέτο ενός καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία

17/10/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ

Τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του περνάνε μέσα από μια ιδιαίτερη έκθεση, που ρίχνει φως σ’ αυτά που τον καθόρισαν. Από την οικογένειά του, που αντιστεκόταν στην κλίση του, τα καράβια του Πειραιά, την επιθεώρηση και τα περιβόλια της Κηφισιάς μέχρι τις συναντήσεις του με Κόντογλου, Παρθένη, Κουν και γαλλική τέχνη. Οδηγός στην έκθεση, εκτός από τα έργα του, δικά του σημειώματα και εξομολογήσεις

 

Της Βασιλικής Τζεβελέκου

 

Η ιστορία της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη βαδίζει δίπλα δίπλα με την ιστορία της ζωής του. Ο ευγενής κύριος με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία, που συνήθως βλέπουμε στις φωτογραφίες από τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπήρξε κάποτε αγόρι, ένας ανήσυχος νέος, αχόρταγος αναζητητής της τέχνης και των ελληνικών παραδόσεων. Η ιστορία της ζωής και της ζωγραφικής του εκτυλίσσεται στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Πρώτο μέρος (1910-1940)», που εγκαινιάστηκε επίσημα χθες στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Σήμερα ανοίγει για το κοινό.

 

Στημένη υποδειγματικά από τη Λίλη Πεζανού, παρουσιάζει περισσότερα από 220 έργα, αλλά κυρίως αναπλάθει το περιβάλλον και τις επιρροές που δέχθηκε ο Τσαρούχης από την οικογένεια, τους δασκάλους, τα κινήματα, τα ταξίδια και την εποχή του. Η έκθεση είναι διαφορετική από κάθε άλλη. Οχι μόνον γιατί το κοινό θα δει πρώτη φορά έργα, σχέδια, πειραματισμούς των πρώτων τριάντα χρόνων της ζωής του από το προσωπικό του αρχείο. Αλλά και γιατί επιχειρεί να ερμηνεύσει την καλλιτεχνική πορεία του βασισμένη σε κείμενα και αυτοβιογραφικές σημειώσεις του. Αποκαλύπτει τις συναναστροφές, τα ακούσματα, τους δασκάλους και τις συναντήσεις του με πρόσωπα όπως οι: Φώτης Κόντογλου, Κωνσταντίνος Παρθένης, Δημήτρης Πικιώνης, Νίκος Βέλμος, Αγγελική Χατζημιχάλη, Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ελλη Παπαδημητρίου, Τεριάντ κ.ά.

 

Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των θεματικών παρουσιάσεων από τις συλλογές του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη. Στον ίδιο χώρο θα διοργανωθεί τον Σεπτέμβριο το δεύτερο μέρος της. «Το υλικό που μας άφησε αρκεί για αναρίθμητες άλλες εκθέσεις. Ηδη έχει δρομολογηθεί η έκθεση “Ο Γιάννης Τσαρούχης και το θέατρο”», είπε ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς κι ευχαρίστησε ιδιαίτερα τους χορηγούς, λέγοντας: «Αν δεν έχει εξασφαλιστεί το 100% της δαπάνης, δεν μπορεί να γίνει καμιά εκδήλωση».

 

Η πρόταση για την έκθεση ήρθε από τη Νίκη Γρυπάρη, προέδρο του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη και ανιψιά του καλλιτέχνη, η οποία έχει και την επιμέλεια. «Το διαφορετικό σ' αυτή την έκθεση είναι ότι βλέπουμε τα έργα με το πρώτο κοίταγμα, ανακαλύπτοντας πράγματα που δεν τα είχαμε παρατηρήσει. Με αυτό το πρώτο κοίταγμα προσπάθησα να στήσω την έκθεση κάνοντας μια αυστηρή επιλογή από κείμενά του που μας καθοδηγούν μαζί με τα έργα και μας δείχνουν τι τον επηρέασε».

 

Ταυτισμένος όσο κανείς άλλος με την Ελλάδα και την ελληνική τέχνη, ο Γιάννης Τσαρούχης σχεδίαζε ανελλιπώς από τα παιδικά του χρόνια. Η έκθεση είναι χωρισμένη σε 11 ενότητες. Ξεκινάει με μια μεγάλων διαστάσεων φωτογραφία του Πειραιά τού 1910, χρονολογία γέννησης του ζωγράφου. Φωτογραφίες από τα σπίτια των πρώτων χρόνων της ζωής του αλλά και οικογενειακές παρεμβάλλονται στην πρώτη ενότητα «Πειραιάς 1910 – 1924». Διαβάζουμε: «Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό, όταν ήμουν μικρό παιδί στον Πειραιά. [...] Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου». Ανάμεσα στα εκθέματα κι ένα πρόγραμμα της επιθεώρησης «Ξιφίρ Φαλέρ», που είδε στο Θέατρο του Φαλήρου στην αγκαλιά της μητέρας του σε ηλικία εξίμισι ετών, αλλά κι ένας εξαιρετικός πίνακας με καράβια του Πειραιά στο ηλιοβασίλεμα, που ζωγράφισε μόλις επτά ετών.

 

Ακολουθούν οι ενότητες:

 

* «Αθήνα, 1924–1927». Μετακομίζουν στην οδό Ερμού 70. Τις ώρες που πρέπει να μελετήσει ζωγραφίζει τοπία, κτίρια, προσωπογραφίες και τους θαμώνες του διπλανού καφενείου.

 

* «Κηφισιά, 1925-1927». Οικογενειακώς παραθερίζουν στην Κηφισιά, δίπλα στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη. Ζωγραφίζει σε ακουαρέλες το σπίτι του χειρουργού Φωκά, το κοινό περιβόλι με την οικογένεια Σεφεριάδη. «Κάποτε είδα σ’ αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ…»

 

* «Πολυτεχνείο, 1927-1930». Σπουδάζει στην ΑΣΚΤ. Γνωρίζει τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Δούκα και δείχνει τα έργα του στον Φώτη Κόντογλου. «Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: “Μου 'παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισίου” […] Είχε καταρρακώσει όλη την αστική μου υπερηφάνεια, που δεν ήταν και πολύ στέρεη». Ασχολείται με τις Δελφικές Εορτές και τις Ελληνικές Τέχνες. Γνωρίζεται με την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού που τον μαθαίνει να υφαίνει στον αργαλειό. Δείγματα από εκείνα τα μοτίβα βλέπουμε στην έκθεση, όπως και τις σελίδες απ' τις οποίες έμαθε να ψέλνει.

 

* «Κωνσταντίνος Παρθένης, 1932-1934». Με προτροπή του Πικιώνη πηγαίνει στο εργαστήρι του Παρθένη. Γράφει ολόκληρα κείμενα για όσα τους μαθαίνει και ώς το τέλος της ζωής του εφαρμόζει πιστά τον τρόπο μαθητείας του, στο λάδι και στο σχέδιο.

 

* «Επανάσταση, 1934». Φεύγει από το εργαστήρι του Κόντογλου, έρχεται σε επαφή με τους σουρεαλιστές, ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες και γράφει σουρεαλιστικά ποιήματα. Μαζί με τους: Κάρολο Κουν, Διονύση Δεβάρη ιδρύουν τη Λαϊκή Σκηνή. Ταξιδεύει σε Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και βλέπει για πρώτη φορά ζεϊμπέκηδες. Εντυπωσιάζεται.

 

* «Παρίσι, 1935». Πηγαίνει χάρη στις 10.000 δρχ. που κέρδισε για τα σκηνικά και τα κοστούμια από την «Κυρία δεν με μέλλει». Επισκέπτεται θέατρα, μουσεία, εργαστήρια και γνωρίζεται με τους Ματίς, Τζιακομέτι αλλά και τον Τεριάντ, βλέποντας πρώτη φορά Θεόφιλο. «Ηθελα να διαπιστώσω την αξία και την έκταση της λεγόμενης μοντέρνας τέχνης», γράφει.

 

* «Επιστροφή από το Παρίσι, 1934-1939»: Στο ατελιέ της οδού Τενέδου δουλεύει με τις χρωματικές κλίμακες των Σωτήρη Σπαθάρη και Δεδούσαρου, επηρεασμένος πάντα από τα έργα του Mατίς.

 

* «Ζωγραφική εκ του φυσικού, 1939-1940». Αντιγράφει την «Κεφαλή της Μέδουσας» από το δάπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Γράφει: «Αυτή μού έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού».

 

…………………………………………………………….

 

«Μικρός άκουγα ότι θα πεθάνω στην ψάθα»

 

Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τον Τσαρούχη. Δεν γαλουχήθηκε σε ένα περιβάλλον που τον προόριζε για ζωγράφο. Αντιθέτως. «Η τέχνη είχε για μένα τη γοητεία του απόμακρου. Μια φυγή απαραίτητη για ένα νευρικό και ανήσυχο πνεύμα από μια οικογένεια στέρεη και αυτοϊκανοποιημένη, που με γέμισε πλήξη… Από μικρό παιδί άκουγα ότι δεν θα κάνω τίποτα στη ζωή μου και ότι θα πεθάνω στην ψάθα! Στα 17 χρόνια μου, ο πατέρας μου με ρώτησε αν είναι σοβαρά αυτά που έλεγα στους άλλους, ότι δηλαδή θα γίνω ζωγράφος. Και πρόσθεσε: “Αν μπορείς να με βεβαιώσεις ότι έχεις ταλέντο κι ότι θα γίνεις ζωγράφος σαν τον Πάνο Αραβαντινό, τότε με την ευχή μου! Αλλά αν αποτύχεις τι θα γίνει;”. “Δεν μπορώ να σε βεβαιώσω ότι έχω ταλέντο. Ενα πράγμα μπορώ να σου πω, και γι' αυτό είμαι σίγουρος, ότι θα έχω υπομονή κι επιμονή”. “Κάνε ό,τι θέλεις. Σπούδασε όμως και μια επιστήμη”, μου απάντησε. Αυτό με υποχρέωσε να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου», διαβάζουμε σε ένα από τα κείμενά του.

 

 

ΙNFO: διάρκεια έως 27 Ιουλίου.


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=134128