- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο λόγος στους συγγραφείς

18/10/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

πολ οστερ [1]τζ. κουτσι [2]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μια νίκη, μα ποια νίκη;

Ολα ξεκίνησαν από μια φαινομενικά αθώα ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Τζ. Μ. Κουτσί και του Πολ Οστερ για την αμαρτωλή απόλαυση που αντλούν όταν «χάνουν μια Κυριακή» παρακολουθώντας αγώνες στην τηλεόραση: κρίκετ ο Νοτιοαφρικανός νομπελίστας, μπέιζμπολ ο Αμερικανός πάπας του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος. Κι όλα κατέληξαν σε μια ολοκληρωτική καταδίκη της «πείνας για τη νίκη», με τον Κουτσί να γενικεύει το ζήτημα και να απαρνείται τη συνθήκη του ανταγωνισμού, όπου και αν αυτός φωλιάζει: είτε στον κόσμο των σπορ, είτε στα παιχνίδια πολέμου, είτε, σκέφτεται αβίαστα ο αναγνώστης, στη νεοφιλελεύθερη οικονομία…

 

Η συζήτηση των συγκεκριμένων συγγραφέων που είναι τόσο διάσημοι όσο και φειδωλοί στις εκμυστηρεύσεις και στις δημόσιες τοποθετήσεις, αναπτύσσεται στην (μη μεταφρασμένη) αλληλογραφία τους της τριετίας 2008-2011, που κυκλοφόρησε πριν από ένα εξάμηνο με τίτλο Here and Now: Letters (Εδώ και τώρα: Επιστολές). Και αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα συγκυρία, και ιδιαίτερα την επαύριο της κούρσας για τα Νόμπελ, ενώ επίκειται και η ελληνική έκδοση (από το «Μεταίχμιο») των πολυαναμενόμενων μυθιστορημάτων τους. Στις 23/10 κυκλοφορεί ο Αόρατος του Οστερ, και στις 11/11 η Παιδική ηλικία του Ιησού του Κουτσί (σε μετάφραση αντίστοιχα Σπύρου Γιανναρά και Κατερίνας Σχινά).

 

Μέσα από τα γράμματα αυτά αναδύεται η προσωπικότητά τους, οι εμμονές τους, οι ανασφάλειές τους αλλά και το ξεχωριστό ειδικό βάρος του Κουτσί. Ο Οστερ μιλά βιωματικά και φλυαρεί, αποπνέοντας μια εξοικείωση με τις απολαύσεις της ζωής, όπως το σεξ. Αντίθετα, ο Κουτσί έχει σκέψη πιο πρωτότυπη, λόγο πιο περιεκτικό και καταγίνεται με την αποδόμηση της συμπεριφοράς του. Ειδικά στο γράμμα της 6ης Απριλίου 2009, έξι χρόνια αφού κέρδισε το Νόμπελ, αισθάνεται κανείς πως πετά όλες τις πανοπλίες του, και σε αγγίζει βαθιά. «Για μένα δεν υπάρχει καμία χαρά στον ανταγωνισμό, στην αναμέτρηση. Εγώ δεν βλέπω παρά μια κατάσταση όπου το μυαλό σου είναι σαν δαιμονισμένο, αποκλειστικά προσηλωμένο σε έναν παράλογο στόχο: να κατανικήσεις κάποιον που ούτε καν σε ενδιαφέρει, που δεν τον έχεις ξαναδεί και ούτε πρόκειται να τον ξαναδείς».

 

Ο Κουτσί «ξύπνησε» χάρη στο σκάκι. Εικοσιπεντάρης στα μέσα του ’60, δούλευε σκαρώνοντας κώδικες πληροφορικής, και ήταν τόσο κολλημένος με το σκάκι, ώστε μερικές φορές ένιωθε, λέει, να τρελαίνεται από τη μηχανιστική λογική που τον καταλάμβανε. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στις ΗΠΑ για μεταπτυχιακές σπουδές. Στην υπερατλαντική διαδρομή με το πλοίο, δήλωσε συμμετοχή σε ένα τουρνουά σκακιού και στον τελευταίο γύρο είχε ως αντίπαλο τον Ρόμπερτ, έναν υποψήφιο φοιτητή από τη Γερμανία. Η παρτίδα τους ξεκίνησε τα μεσάνυχτα και συνεχίστηκε μέχρι την αυγή, οπότε και οι τελευταίοι θεατές βγήκαν στο κατάστρωμα για να θαυμάσουν το Αγαλμα της Ελευθερίας. Ο Ρόμπερτ ήταν ένα βήμα μπροστά, «όμως στην τακτική, εγώ είχα το προβάδισμα. Τότε ο Ρόμπερτ μού πρόσφερε τη λύση της ισοπαλίας που μου φάνηκε ένας δίκαιος συμβιβασμός». Ωστόσο το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει για τον μελλοντικό νομπελίστα. Αντί να πανηγυρίζει που έφτασε στη μυθική Νέα Υόρκη, «είχα μια εγκεφαλική υπερδιέγερση, ήμουν σε πυρετώδη κατάσταση, ένιωθα μια ναυτία, μια έκρηξη στο μυαλό. Η διάθεση της αναμέτρησης δεν με είχε εγκαταλείψει. Λαχταρούσα να μείνω μόνος για να ξαναπαίξω την παρτίδα στο χαρτί. Η διαίσθησή μου μου έλεγε πως δεν έπρεπε να είχα δεχτεί την ισοπαλία, διότι σε δυο-τρεις κινήσεις ο Ρόμπερτ θα αναγκαζόταν να παραδοθεί». Αποτέλεσμα: αντί να σκέφτεται το καινούργιο σπιτικό που θα έστηνε με τη γυναίκα του, ήταν για τρεις ημέρες βυθισμένος σε έναν φανταστικό αγώνα. Και τότε σιχάθηκε τον εαυτό του. «Η ανάμνηση αυτής της έξαψης πριν από μισόν αιώνα, με θωράκισε για πάντα απέναντι στην επιθυμία μιας νίκης με κάθε τίμημα. Ποτέ πια δεν ξανάπαιξα σκάκι. Το έριξα στο κρίκετ, στο τένις και στο ποδήλατο προσπαθώντας να πάω όσο καλά μπορούσα. Ποιος νοιάζεται αν νικάς ή χάνεις; Ετσι κι αλλιώς, την αναφορά σου τη δίνεις στον εαυτό σου και στη συνείδησή σου».

 

Το ηθικό ζητούμενο

 

Η στάση μας απέναντι στον αθλητισμό είναι ενδεικτική της στάσης ζωής μας. Δεν είναι τυχαίο το σχετικό κεφάλαιο στην αλληλογραφία Κουτσί – Οστερ, στο οποίο εστίασε και το New Yorker.

 

«Τι σημαίνει να βυθίζεσαι σε έναν αγώνα, να παρατάς τα βιβλία σου, και να τον παρακολουθείς ενώ δεν μαθαίνεις τίποτα καινούργιο, ενώ έχεις την αίσθηση του déjà vu;» (Κουτσί). «Υπάρχει απόλαυση στο καινούργιο αλλά απόλαυση και στο οικείο. Οσο εξωτική ή σύνθετη κι αν είναι η ερωτική σου ζωή, ένας οργασμός είναι ένας οργασμός και τους προσδοκούμε με χαρά, εξαιτίας της ευχαρίστησης που μας έχουν προσφέρει στο παρελθόν…» (Οστερ). «Το σπορ δεν είναι μονάχα αισθητική υπόθεση. Για μένα είναι και ηθική υπόθεση. Παρακολουθώ για ώρες κρίκετ αναζητώντας μια στιγμή χάριτος, μια στιγμή ηρωισμού… Κάτι παράλογο ενδεχομένως, σήμερα που ο επαγγελματικός αθλητισμός ανταποκρίνεται στη λαχτάρα μας για το ηρωικό, προσφέροντας μονάχα το θέαμα του ηρωικού» (Κουτσί). «Σαν αμερικανάκι, άρχισα στις αρχές του ’50 να αναπαριστώ τη ζωή του αρσενικού ως καουμπόης. Ομως στα πέντε μου απέκτησα ένα νέο σετ συμβόλων αρρενωπότητας: ήταν το (αμερικάνικο) φούτμπολ. Μου καρφώθηκε η ιδέα πως οι παίκτες του φούτμπολ ήσαν οι πραγματικοί ήρωες του σύγχρονου πολιτισμού. Τώρα είμαι πεισμένος πως αυτή η φαντασίωση εξέφραζε την επιθυμία μου για ένα πατρικό υποκατάστατο» (Οστερ). «Οι αναμνήσεις μου ξαναγυρνούν στις μέρες δόξας του Ρότζερ Φέντερερ και ξέρω πως όσο και να προσπαθούσα στην εφηβεία μου, δεν θα μπορούσα να παίξω όπως εκείνος. Εξέφραζε το ανθρώπινο ιδανικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρώτα νιώθεις φθόνο, έπειτα θαυμασμό και στο τέλος ενθουσιασμό για το τι καταφέρνει ο άνθρωπος. Το ίδιο αισθάνομαι μελετώντας τα αριστουργήματα της ζωγραφικής. Και τότε, δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω το αισθητικό από το ηθικό…» (Κουτσί). «Συμφωνώ απόλυτα» (Οστερ).

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=134746