- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«Δεν έχω να δηλώσω τίποτα βαρύγδουπο!»
20/10/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART
Μπροστά στους πίνακές του, σου ξεφεύγει ένα γέλιο όχι δαιμονικό ούτε γάργαρο, αλλά κοφτό, ειρωνικό, υπόκωφο. Εδώ και τριάντα χρόνια στην αρένα της τέχνης, ο Τάσος Παυλόπουλος δεν έχει σταματήσει να δαγκώνει, δεν έχει πάψει να είναι ζιζάνιο. Αυτή τη φορά όμως δεν φωνάζει την αηδία του όπως όταν διασκεύαζε την «Κραυγή» του Μουνκ. Θέλει οι φιγούρες του να φτάσουν παντού όπως ο ψίθυρος, κι αντί να ταράξουν τους από πάνω, να κινητοποιήσουν τους από κάτω. Τους πολλούς
ΣYNENTEYΞΗ στη Μικέλα Χαρτουλάρη
[1]
[2]
[3]Τρία γυμνά κορμιά. Ενας κρεμασμένος από τη γλώσσα, μια γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά κι ένας κρεμασμένος από τα γεννητικά του όργανα. Αυτός ο πίνακας βρίσκεται στο φωτεινό καθιστικό του σπιτιού του, μπροστά στο τραπέζι όπου κάθονται και τρώνε με την Αγγελική του. Εχει τίτλο Bye Bye Giotto και δεν τον έχει εκθέσει ποτέ. Ο θρήσκος διαχειριστής της πολυκατοικίας, που πήγε να εισπράξει τα κοινόχρηστα, έπαθε ναυτία βλέποντάς τον. Αναγκάστηκε να του εξηγήσει: «Αυτό είναι έργο θρησκευτικό! Του Τζιότο!». Γιατί είναι σπουδή πάνω στη λεπτομέρεια ενός έργου του 1306, που βρίσκεται σε εκκλησία της Φλωρεντίας. Κι ο διαχειριστής ησύχασε…
Αυτός είναι ο Τάσος Παυλόπουλος και τέτοια κάνει: χώνει το δάχτυλο στη μύτη της σοβαροφάνειας! Συνομιλεί με το προβοκατόρικο πνεύμα των ντα- νταϊστών, οι οποίοι στις αρχές του 20ού αιώνα χρησιμοποιούσαν την πρόκληση, την ειρωνεία, τον σαρκασμό ή την υπονόμευση του καθωσπρεπισμού, ενάντια στο σύστημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το 2007 στο περιοδικό «Artοποιείον», ένα έντυπο «κανιβαλικό μανιφέστο» του, είχε βάλει τον τίτλο «Μέγας χορηγός» σε έναν ολοσέλιδο κουκουλοφόρο με Καλάσνικοφ… Κατά τα άλλα, στην παρέα, ο Παυλόπουλος είναι άνθρωπος λιγομίλητος. Εκτός αν έχει κάτι να πει. Οπως τώρα που παρουσιάζει την καινούργια του δουλειά «Happy days» – να τος πάλι ο ειρωνικός τίτλος!
«Είναι ένα πείραμα αυτός ο πίνακας», μου εξήγησε πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας. «Αποδεικνύει ότι αν τον δει κάποιος στο σπίτι μου θα σοκαριστεί. Αν τον δει στην εκκλησία με τα παιδάκια του, όλα είναι καλά! Ο Τζιότο ζωγράφισε τη Δευτέρα Παρουσία. Εγώ ειρωνεύτηκα. Ετσι όμως λειτουργεί η τέχνη. Στα όρια της παρεξήγησης. Στα δικαστήρια, μια βολική δικαιολογία μπορεί να αθωώσει τον παραβάτη, και το αντίθετο!»
Τα καινούργια έργα του Τάσου Παυλόπουλου πάντως, τριάντα ολόσωμες μορφές που υπαινίσσονται κάτι άλλο από αυτό που δείχνουν, είναι όλα τσαλακωμένα. Εχουν ρυτίδες όπως και η ειρωνικά «χαρούμενη» ζωή μας. «Τα τσαλακώνω εγώ πρώτος, πριν μου τα τσαλακώσουν άλλοι. Είναι πράξη αυτοπροστασίας», δηλώνει. Και εξηγεί ότι χρησιμοποίησε μια ειδική τεχνική για να τα «ευτελίσει» και να δημιουργήσει την ανάγλυφη αίσθηση του βανδαλισμού.
Η καινοτομία του δεν αποτυπώνεται όμως μονάχα στην τεχνική ευρεσιτεχνία του. Σημαδεύει και τα «πιστεύω του» που κρύβονται πίσω της. Με άλλα λόγια, ο Παυλόπουλος «αποκαθηλώνει» τους πίνακές του, προκειμένου να συναντήσουν το ευρύτερο κοινό που είναι τσακισμένο από την οικονομική κρίση. Υπερασπίζεται έτσι μια τέχνη που «ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» και φεύγει από το μετερίζι –από την οχυρωμένη θέση δηλαδή– για να ξεκινήσει την «επίθεσή» της σε ένα μπεκετικό τοπίο παραλογισμού όπου η κοινωνία είναι χωμένη «μέχρι τον λαιμό μέσα στα σκατά».
Σε μέρες λοιπόν τσαλακωμένες, οι τσαλακωμένοι άνθρωποι και η τσαλακωμένη τέχνη γίνονται η απάντηση στους ατσαλάκωτους φρεσκοσιδερωμένους, που παρακολουθούν την ανθρώπινη απόγνωση «προστατευμένοι μέσα στο κουκούλι της χυδαίας ντιζαϊνιάς που μας περιβάλλει».
Από τις αρχές του ’90 ο Παυλόπουλος ενοχλεί, εξεγείρεται, παίζει. Εκχερσώνει τα όρια, βεβηλώνει τα ιερά και τα όσια, χλευάζει τις ελίτ, αμφισβητεί το καλλιτεχνικό κατεστημένο, παραδοξολογεί και χρησιμοποιεί την πρόκληση για να θρέψει και να ψυχαγωγήσει το μυαλό και όχι σαν αυτοσκοπό. Παράλληλα, πάντα κλείνει το μάτι στο «γένος των λοξών», στους αντισυμβατικούς και ανυπότακτους καλλιτέχνες και συγγραφείς που τον εμπνέουν, υιοθετεί τα τσιτάτα ή τη μανιέρα τους, μας καλεί να τους ακούσουμε. Αυτή τη φορά, η «παρέα» του είναι ο Καβάφης, ο Μπέκετ, ο Πικαμπιά, ο Χέμινγουεϊ, οι παλιοί του φίλοι Ντισάν, Μαν Ρέι, Τσιτσάνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και φυσικά ο Ουάιλντ.
● Σου αρέσει να ρίχνεις μπανανόφλουδες! Παλιότερα μάλιστα τις ζωγράφιζες και στα έργα σου…
Το να είναι κανείς πειραχτήρι είναι ένα παιδικό χαρακτηριστικό με στοιχεία ρομαντισμού και αθωότητας. Αλλά είναι και μια διασκεδαστική αντισυμβατική στάση. Οποιος κατορθώνει και διατηρεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, έστω και ψίχουλα αυτής της αθωότητας (όπως ο Θεόφιλος), όποιος δεν γίνεται «δεσμώτης» της δεξιοτεχνίας του δικαιούται να φέρει τον άτυπο τίτλο του καλλιτέχνη. Αλλιώς το πολύ πολύ να γίνει ένας βιρτουόζος βιολιτζής σε μια πολυμελή ορχήστρα. Εγώ δεν έχω να δηλώσω τίποτε βαρύγδουπο ούτε κάνω βαρύγδουπα έργα. Αυτό διδάχθηκα από τον σοφό δάσκαλό μου τον Τομασέφσκι, όταν σπούδαζα στην Πολωνία, ο οποίος μας συμβούλευε: «Στη φασαρία εσύ να ψιθυρίζεις και να ξέρεις ότι αυτός ο ήχος θα ακουστεί πιο έντονα». Γι’ αυτό τα έργα που κάνω είναι δραματικά αστεία και βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι θεωρείται περισπούδαστο και επιφανές στην τέχνη τού σήμερα. Βλέπε Ντάμιεν Χερστ ή Τζεφ Κουνς ή οποιονδήποτε άλλο διάσημο «σούπερ σταρ» του καλλιτεχνικού χρηματιστηρίου. Εγώ είμαι στην ηλικία τους, 58 χρόνων, έχω δύο εγγόνια, και δεν κάνω τίποτα πιο «σπουδαίο» από το να προσπαθώ να αναπνεύσω ελεύθερα. Ισως και να πετάξω και κανένα «επαναστατικό αυγό» μέσα από την τέχνη μου. Ασφαλώς μάταια και άστοχα, όπως έκανα πιτσιρίκος. Στην κατασκήνωση των προσκόπων, πέταξα αυγά στη σκηνή του αρχηγού κι απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχω ενηλικιωθεί ακόμα!
● Γιατί δεν σε έχω δει στους δρόμους, να διαδηλώνεις ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων που έχουν επιβάλει η κρίση και τα μνημόνια;
Πάσχω από αγοραφοβία, στο παρελθόν έχω πάθει κρίσεις πανικού και έχω κατεστραμμένο γόνατο (κουσούρι από το ποδόσφαιρο που έκοψα αναγκαστικά στα 40 μου), πράγμα που με κάνει να αδυνατώ να τρέξω. Δεν θα με δείτε λοιπόν πάνω σ’ ένα βαρέλι, όπως τον Σαρτρ τον Μάη του ’68, να βγάζω πύρινους λόγους. Το σχολιαστικό σκίτσο μου στη στήλη «Ο Καραγκιόζης» κάθε Σάββατο σε τούτη την εφημερίδα, μου αρκεί. Σαφώς και είναι ξεκάθαρο σε ποιο στρατόπεδο ανήκω. Δεν χρωστάω τίποτα σ’ αυτό το κωλοκράτος πλην της ελληνικής γλώσσας. Αυτό όμως μου χρωστάει πολλά! Ο μακαρίτης ο πατέρας μου έκανε τριάμισι χρόνια εξορίες. Εγώ κηρύχτηκα ανυπότακτος από τον στρατό, επειδή σπούδαζα σε σοσιαλιστική χώρα και θα επέστρεφα με κονσερβοκούτια! Πέντε χρόνια ξεπάγιαζα στην Πολωνία χωρίς να μπορώ να γυρίσω. Σήμερα, η μητέρα μου είναι χαμηλοσυνταξιούχος που έχει δει τη σύνταξή της να κατακρεουργείται. Η αδελφή μου, μακροχρόνια άνεργη, το ίδιο και τα σπουδαγμένα παιδιά της. Η κόρη μου αρχιτεκτόνισσα, άνεργη εδώ και τρία χρόνια, με δύο μικρά παιδιά και ο άντρας της σμηναγός της Αεροπορίας που παίρνει 1.000 ευρώ καθαρά. Θέλουν να μεταναστεύσουν! Η σύντροφός μου, πανεπιστημιακός που ζει την υποβάθμιση και τη διάλυση της δημόσιας Παιδείας…
● Ποιο θεωρείς πως είναι το σημαντικότερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα: η οικονομική κατάρρευση ή η παρουσία και η δράση της Χρυσής Αυγής;
Χωρίς αμφιβολία, ο τεράστιος εκφασισμός μιας αμόρφωτης και ανιστόρητης κοινωνίας. Οταν εξαπλώνεται θανατηφόρα πανώλη πρέπει με κάθε τρόπο να την αντιμετωπίσεις άμεσα και αποτελεσματικά. Το ότι εκείνη τη στιγμή είσαι απολυμένος και δεν έχεις να φας περνάει δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα. Οσοι διανοούμενοι λένε να ψάξουμε τον φασισμό μέσα μας, ας πάνε να ψάχνουν όσο τα παιδιά τους θα γίνονται φασιστάκια. Είναι βαθιά νυχτωμένοι! Πρέπει πρώτα να διώξεις τα ποντίκια, που μεταδίδουν την πανώλη, και μετά ψάξε όσο θες. Και γλείφε και την καραμέλα «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αμα σε βάλουνε κάτω είκοσι και σε βαράνε και ρίξεις κι εσύ μια κλοτσιά στ’ αρχίδια ενός, είναι βία; Ε, τότε δώσε του μια ανθοδέσμη!
● Εσύ πώς αυτοπροσδιορίζεσαι;
Ελεύθερος άνθρωπος, γιατί το «αναρχικός» δεν θα αρέσει. Ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Το «ζωγράφος» είναι μια ταμπέλα που δεν λέει τίποτα πια. Κι ο Χίτλερ ζωγράφος ήταν κι ο Αλ Καπόνε συλλέκτης έργων τέχνης. Ο Νταλί ήταν θαυμαστής του Φράνκο που δολοφόνησε τον φίλο του τον Λόρκα… Η μπουρζουαζία πάντα αγόραζε και πρόβαλλε έργα που τη χαϊδεύουν, εύπεπτα, διακοσμητικά και ανώδυνα. Συμπεριλαμβάνει όμως στις συλλογές της και «καταραμένους» καλλιτέχνες, άξεστους, αλκοολικούς, αριστερούς, αναρχικούς κ.λπ. Οπως ο Βαν Γκογκ, ο Γκογκέν, ο Τζιακομέτι, ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Χαλεπάς, ο Μπουζιάνης, ο Διαμαντόπουλος, ο Ακριθάκης ή ακόμα κι εγώ. Τους οικειοποιείται από τύψεις, από βίτσιο, από επίδειξη δύναμης, για ν’ ανακτήσει τη χαμένη της τιμή, για να τους καταβροχθίσει. Οι φιλότεχνοι και οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι υποψιασμένοι. Δεν μπορώ να θαυμάσω το κύκλωμα της τέχνης. Λυπάμαι! Θαυμάζω τον Παύλο Φύσσα! Αυτός, ναι, ήταν ελεύθερος άνθρωπος, ήταν καλλιτέχνης, ήταν παλικάρι! Θα ήθελα να ήμουν το alter ego του.
● Εδώ και 20 χρόνια μιλάς με περιφρόνηση για το κύκλωμα των σνομπ συλλεκτών, των εμπόρων τού «σοκ» και των μοδάτων καλλιτεχνών που σκοτώνουν την εικονοκλαστική τέχνη. Ωστόσο πίνακές σου βρίσκονται στις μεγαλύτερες συλλογές και, όπως μαθαίνω, ολόκληρη η σειρά των πρωτότυπων τσαλακωμένων έργων σου ανήκουν στον κινηματογραφικό παραγωγό Χρήστο Κωνσταντακόπουλο. Αυτό δεν σε «δηλητηριάζει»;
Οχι, γιατί έχω ανοσία! Εντάξει, πλάκα κάνω! Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω, χωρίς να απολογούμαι για κάτι. Από τη μια με εντάσσουν στο «Αντεργκράουντ» και στην «Αντι-κουλτούρα» και από την άλλη εκθέτω σε κολωνακιώτικες γκαλερί που πουλάνε σε ένα κοινό «μεγαλοτσιφλικάδων» και τους έχω μπερδέψει όλους. Τους κατανοώ πλήρως. Το θέμα είναι αν είμαι ειλικρινής μ’ αυτό που δηλώνω πως είμαι, και αν είμαι άξιος λόγου καλλιτέχνης. Τον Κωνσταντακόπουλο τον θεωρώ κάτι αντίστοιχο του Ιόλα, για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Είναι σπουδαίος άνθρωπος και ευπατρίδης, τρελά ερωτευμένος με το σινεμά και προωθεί τους νέους Ελληνες σκηνοθέτες που σκίζουν στο εξωτερικό. Στηρίζει τον Οικονομίδη, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται με τον Τζάρμους, τον Μάλικ κ.ά. Διατηρεί μια παιδική αθωότητα και κάνει καταπληκτικά σχέδια. Δεν είναι συλλέκτης, αλλά με γουστάρει γιατί ξέρει πολύ καλά πόσο «ιδιαίτερος», «τρελός» και ανιδιοτελής είμαι. Εργα μου έχουν και ο Δάκης Ιωάννου και ο Δασκαλόπουλος, στου οποίου το εργοστάσιο (του πατέρα του), τη «Δέλτα», έχω δουλέψει –δεκαοχτάχρονος– ως βιομηχανικός εργάτης. Αυτό που ζω σήμερα, εγώ το λέω «η εκδίκηση της γυφτιάς». Δεν χτυπάω πια κάρτα στις έξι το ξημέρωμα, αλλά πάντα θα είμαι αυτός ο «δεκαοχτάχρονος βιομηχανικός εργάτης» που έγινε ζωγράφος και παρέμεινε ατίθασος. Δεν πούλησα σε κανέναν την ψυχή μου και τη «σκαπούλαρα» από καθαρή κωλοφαρδία. Ασφαλώς και με την αξία μου.
● Εχεις δηλώσει παλιότερα πως δεν έχεις ψύχωση με το «καινούργιο» στην τέχνη. Τι είναι τέχνη για σένα;
Ο σπουδαίος στοχαστής Κώστας Αξελός είχε πει πως η τέχνη έχει τελειώσει και πως ζούμε τον απόηχό της, ο οποίος όμως μπορεί να διαρκέσει και 200 χρόνια! Από τότε που ο Ντισάν έβαλε μουστάκια στην Τζοκόντα η τέχνη κυκλοφορεί με φερετζέ. Τέχνη σήμερα είναι ο «αντίλαλος» της τέχνης που όσο πάει και σβήνει. Αλλιώς, άμα έχεις τα κότσια, κόψε το αυτί σου! Το Νταντά και ο σουρεαλισμός τα έλυσαν αυτά τα προβλήματα μια και καλή. Ο ντα- νταϊσμός διήρκεσε από το 1916 μέχρι το 1923. Αυτά όμως τα 6-7 χρόνια του Μεσοπολέμου αποδείχτηκαν αρκετά για να χλευάσει και να αποτελειώσει όλες τις αυταπάτες περί τέχνης! Από τότε που γεννήθηκα μέχρι και τώρα ζει και βασιλεύει η λεγόμενη «σύγχρονη» τέχνη. Αραγε, πόσα χρόνια διαρκεί το σύγχρονο; Είναι ατελείωτο; Δεν σκυλοβαρεθήκαμε; Δεν χασμουριόμαστε; Δεν είναι για γέλια και για κλάματα;
* Αυτόν τον καιρό, μια γνωστή κόμισσα, η Αντελίνα φον Φίρστενμπεργκ, επίτροπος της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, επιμελήθηκε και εκθέτει την «εναλλακτική και αντισυμβατική» τέχνη, δρώντας τάχα μου ενάντια στην κρίση! Στην Αθηναϊκή Μπιενάλε, παρόμοια δράση στο πρώην Χρηματιστήριο. Νομίζω πως το Χρηματιστήριο, εκτός από χρήματα, καταβροχθίζει και καλλιτέχνες. Είναι σαν να εκθέτεις στο Αουσβιτς φιλοδοξώντας να αναδειχθεί το έργο σου. Χα, χα, χα! Οσο υπάρχει ο Κόσμος, θα υπάρχει και ο Υπόκοσμος. Και αν αυτός είναι ο καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής μας, τότε εγώ εκεί δεν χωράω. Αν λοιπόν θέλετε, μπορείτε να με κατατάξετε στον Υπόκοσμο της τέχνης!
INFO: Η έκθεση του Τάσου Παυλόπουλου με τίτλο «Happy days» εγκαινιάστηκε στις 17 Οκτωβρίου στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι, 106 73 Αθήνα, τηλ. 210.3643.025 – fax/τηλ. 210.3603.541) και θα διαρκέσει έως τις 11 Νοεμβρίου 2013. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο: 10.00-15.30 και Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 10.00-15.30 και 17.30-21.00 www.skoufagallery.gr, [email protected]
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=135385
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε