- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Δημητράκης ο θυμόσοφος XVI
20/10/13 Mετέωρος,ΣΤΗΛΕΣ
Με τον καιρό φαίνεται πως ο Δημητράκης συμβιβαζόταν με την απώλεια του αμπελιού του. Την ιστορία την έχουμε ξαναπεί. Πέρασε η αμαξωτή οδός της Μουτσούνας ακριβώς στη μέση, αφήνοντας ένα ελάχιστο τμήμα στην απάνω μεριά κι ένα μικρότερο στην κάτω. Ο Απεραθίτης θυμόσοφος υπήρξε φανατικός ψηφοφόρος του πολιτευτή Κυκλάδων Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος έκανε τη χάραξη. Για να διασκεδάσει τη δυσαρέσκειά του τον ρώτησε κάποτε: «Δεν πιστεύω Δημητράκη να έχεις πειραχτεί με τ’ αμπέλι», για να πάρει την πληρωμένη απάντηση: «Ισα ίσα κύριε υπουργέ, που ’τον ένα και μου το ’καμες δυο».
Ο εν λόγω δρόμος είναι γεμάτος φουρκέτες και τη δεκαετία του 1930, οπότε διαδραματίζεται το επεισόδιο, οι οδηγοί ήταν ατζαμήδες και τα φρένα των αυτοκινήτων αναξιόπιστα. Φτάνοντας ένα πρωί στ’ αμπέλι ο Δημητράκης βλέπει μια κούρσα που είχε εξοκείλει κι ήταν σταματημένη στην άκρη του κτήματος. Το ατύχημα είχε συμβεί τη νύχτα κι ο ιδιοκτήτης του αμαξιού το είχε εγκαταλείψει περιμένοντας τον γερανό.
Υπερβατικά αυτοσαρκαστικός ο θυμόσοφος λέει τότε σ’ έναν γείτονα που παρατηρούσε το πρωτοφανές συμβάν: «Δεν των ήσωνε που το ’κάμασι δρόμο, εκάμασί ντο τώρα και γκαράζ». Επειτα από πολλά χρόνια ο Δημητράκης ξεκουραζόταν στη σκιά, όταν ένας άλλος απρόσεκτος σοφέρ έχασε τον έλεγχο στη στροφή ρίχνοντας το όχημα στον τράφο του κάτω κτήματος. Αφού βεβαιώθηκε ότι ο άνθρωπος ήταν σώος, του φωνάζει από ψηλά: «Ε βρε». Εκείνος στρέφεται και ακούει κατάπληκτος τον βρακοφόρο γέροντα να συνεχίζει στο αργό τέμπο του: «Δεν είν’ από ’πα η στράτα» (Δεν πάει από δω ο δρόμος).
Στην μπακαλοταβέρνα τσι Διφράγκας, Ειρήνης Λογοθέτου-Γρατσία κατά κόσμον, ξημεροβραδιαζόταν ο γερο-Κώτσος που στα στερνά του είχε γίνει μόνιμος κάτοικος Χώρας Νάξου. Επινε το κρασάκι του και κουβέντιαζε με τους Απεραθίτες που σύχναζαν στο ιστορικό μαγαζί. Μια μέρα ο Λευτέρης τσι Μαρουδιάς με έναν συνάδελφό του ταξιτζή συνεννοήθηκαν να τον πειράξουν. «Ημαθές τα, ω Διφράγκα; Ηβγηκε νόμος να σκοτώνουσι τσι (γ)έροι για να γλιτώνει το κράτος τσι συντάξεις». Παρόμοιο τερατολόγημα είναι πιο πιστευτό σήμερα παρά τότε.
Ιδεάστηκε ο Κώτσος ότι τα βέλη στρέφονται προς αυτόν. «Εδιαβάσετέ το ή το ’κούσετε;» ρωτά. «Εκούσαμε ντο» απαντούν. «Και πιστέψετέ το;». «Ασφαλώς» διαβεβαιώνουν. «Κι εμένα δα μου λέ(γ)ανε πως είστε ζαβοί, μα δεν το πίστευγα μέχρι τώρα» τους αποστομώνει. Σ’ τσι Διφράγκας έτρωγε τα καλοκαίρια μια Αθηναία με ντύσιμο και τρόπους εξεζητημένους για τα ήθη του ’30. Φορούσε φούστα πάνω απ’ το γόνατο κι όπως καθόταν σταυροπόδι η ματιά του γερο-Κώτσου εστίαζε στα απόκρυφα σημεία της. Περηφανευόταν μια μέρα η κοπελιά, δείχνοντας τη φωτογραφία του Βενιζέλου: «Τον έχω πάντα απάνω μου». «Ξέρω το» κάνει ο γέρος. «Από πού, αν επιτρέπετε;» του λέει. «Είδα το μούσι του» απαντά πονηρά. Καλό και ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο.
Μετέωρος [email protected]
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=135552
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε