- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Λάτρης της Ελλάδας, του Μίλερ και του Διονύσου
21/10/13 ART,ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ,ΘΕΜΑΤΑ
Της Εφης Μαρίνου
O σπουδαίος Βούλγαρος σκηνοθέτης Ντίμιτερ Γκότσεφ, που έκανε καριέρα στη Γερμανία, ταυτίστηκε με το έργο του Χάινερ Μίλερ και σκηνοθέτησε σε πολλά σημαντικά θέατρα της Ευρώπης, πέθανε χθες σε ηλικία 70 χρόνων. Στην Ελλάδα είχαμε την τύχη να δούμε τέσσερις παραστάσεις του: Τον «Φιλοκτήτη» του Μίλερ στην Πάτρα, τον «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ στο Φεστιβάλ Αθηνών, τη «Μηχανή Αμλετ» του Μίλερ στο Εθνικό Θέατρο και τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Επίδαυρο, μια παράσταση με γυναικείο αντί αντρικό χορό, που ενόχλησε μερίδα θεατών.
Γεννήθηκε το 1943 στο Παρβομάι της Βουλγαρίας. Το 1962 ακολούθησε τον πατέρα του στην Ανατολική Γερμανία, όπου σπούδασε κτηνιατρική, αλλά και θέατρο. Τo 1983 ανέβασε στη Σόφια τον «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ. Οι αρχές τού απαγόρευσαν να εργάζεται στο θέατρο. Η πολιτική στάση του, η ίδια η παράσταση, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Μίλερ. Γρήγορα οι δυο άντρες έγιναν φίλοι. Ο Γκότσεφ εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Πρώτη του δουλειά το 1985, το «Κουαρτέτο» του Μίλερ, έργο που στη χώρα του είχε απαγορευτεί.
Ο Γκότσεφ είχε σκηνοθετήσει έργα σπουδαίων συγγραφέων, κλασικών και σύγχρονων: Λέσινγκ, Οστρόφσκι, Στρίντμπεργκ, Μπίχνερ, Τσέχοφ, Κλάιστ, Λόρκα, Σέξπιρ, Μπέκετ, Πίντερ, Θερβάντες, Μίλερ, Χόρβατ, Πιραντέλο, Τζόνσον, Μολιέρου. Διετέλεσε διευθυντής στο Düsseldorf Schauspielhaus από το 1993 έως το 1996 και από το 1995 μέχρι το 2000 υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Schauspielhaus Bochum. Εργάστηκε στη Βασιλεία, το Ανόβερο, το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο, τη Φρανκφούρτη. Το 1991 απέσπασε το βραβείο της Ενωσης Κριτικών της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου και ανακηρύχτηκε σκηνοθέτης της χρονιάς.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, ο σκηνοθέτης είχε περιγράψει το πώς εγκατέλειψε την πατρίδα του, τότε που αποδεκτά για ανέβασμα ήταν μόνο τα κείμενα σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
«Επί χρόνια προσπαθούσα να ανεβάσω τον “Φιλοκτήτη” στη Βουλγαρία. Οταν μου απαγόρευσαν πια να κάνω θέατρο, αντιμετώπισα την κατάσταση “θεατρικά”: έγινα “ο σκηνοθέτης που του απαγορεύουν να δουλεύει στη χώρα του”, ερωτεύτηκα τον εαυτό μου στον ρόλο του μάρτυρα και ήλπιζα να ξεπέσω στα σοκάκια πίνοντας τσίπουρο… Οι ηθοποιοί, όμως, μ’ έπεισαν να φύγω, προς μεγάλη ευτυχία του καθεστώτος».
Υποστήριζε πως «οι ηθοποιοί είναι η παράσταση. Ο σκηνοθέτης δεν είναι παρά ζητιάνος που επαιτεί από τους ηθοποιούς. Φυσικά, πρέπει να είναι καλός ζητιάνος».
Οσο για το θέατρο της Επιδαύρου: «Οι αρχαίες πέτρες δεν έχουν ανάγκη καμιάς προστασίας. Θεωρώ ότι οι ίδιες οι πέτρες, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, δουλεύουν καλύτερα από τους φύλακές τους. Αυτό το θέατρο, από τη φύση του, δεν προορίζεται για μουσείο. Ο χώρος εκλύει τεράστια ενέργεια, η οποία δεν πρέπει να καταπνίγεται, όπως και ο διάλογος με την αρχαιότητα. Κατανοώ την προτίμηση στο αρχαίο δράμα, αλλά επιμένω ότι θα ήταν πολύ ωραίο αν παρουσιάζονταν στο αρχαίο θέατρο και έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου. Η ακουστική και η ιστορία του προκαλεί συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς. Η Επίδαυρος εκτός από χαρά είναι και δοκιμασία. Υποχρέωση του καλλιτέχνη είναι να ρισκάρει. Χωρίς ρίσκο είναι όλα βαρετά».
Υπήρξε μανιώδης καπνιστής, αλλά και πότης. Η Ελλάδα τού μύριζε Βαλκάνια: «Είναι η συνενοχή των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου. Υστερα από μια ωραία πρόβα, μου αρέσει να πίνω καλό ουίσκι, συνήθεια που μου έμαθε ο Μίλερ. Το θέατρο είναι γιορτή. Γιατί, λοιπόν, να μη γιορτάσουμε όπως υπεδείκνυε στην αρχαιότητα ο Διόνυσος;»…
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=136044
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε