- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ο εθισμένος στο πορνό και το καλό κορίτσι

24/10/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ανερχόμενος Αμερικανός ηθοποιός Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα υπογράφει μια σπιρτόζα, ρομαντική κομεντί για τα στερεότυπα στις σχέσεις των δυο φύλων. Και έχει για παρτενέρ τη Σκάρλετ Γιόχανσον, σε έναν καλοδουλεμένο και αβανταδόρικο ρόλο. Οσο για τον Τομ Χανκς, καπετάνιο σε χέρια Σομαλών πειρατών στο «Captain Phillips» του Πολ Γκρίνγκρας, δεν σώζει την ταινία από τη ρηχότητα και την αποθέωση της παντοδυναμίας του αμερικανικού κράτους

 

Της Λήδας Γαλανού

 

[1]Δον Ζουάν

(Don Jon)

σκηνοθεσία: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ

 ηθοποιοί: Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζούλιαν Μουρ, Τόνι Ντάνζα

Ο Τζον είναι ένας κλασικός νεαρός Iταλοαμερικανός γόης. Στη ζωή του τον νοιάζουν λίγα πράγματα: να διατηρεί το σώμα του σφιχτό και γυμνασμένο, να σέβεται τους γονείς, την οικογένειά του και τις παραδοσιακές αρχές με τις οποίες μεγάλωσε, να έχει ένα σπίτι καθαρό και τακτικό, να περνά καλά με τους κολλητούς του, να ρίχνει γκόμενες στα μπαρ όπου είναι «βασιλιάς», εξ ου και το παρατσούκλι του, «Δον Ζουάν». Και ν’ απολαμβάνει, τρεις, πέντε, δέκα φορές την ημέρα, τα αγαπημένα του πορνοσάιτ στο Ιντερνετ. Για τον Τζον το πορνό είναι εκατό φορές καλύτερο από το καλύτερο πραγματικό σεξ. Μέχρι τη στιγμή που θα γνωρίσει την Μπάρμπαρα, το «τέλειο δεκάρι», την κοπέλα που, πρωτοφανώς, δεν θα πάει από το πρώτο βράδυ στο σπίτι του, αλλά θα του ζητήσει να γνωρίσει τους φίλους του, τους γονείς του, να περιμένουν μέχρι το σεξ… «να σημαίνει κάτι» και, φυσικά, θα τον παγιδεύσει στον έρωτά της. Οταν η Μπάρμπαρα θα ζητήσει από τον Τζον ν’ απαρνηθεί όχι μόνο τις εργένικες συνήθειές του, αλλά και το πορνό, εκείνος θα έρθει αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο δίλημμα στη ζωή του!

 

Από τον θεαματικά ανερχόμενο Αμερικανό πρωταγωνιστή Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ έρχεται απρόσμενα, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, μια από τις πιο σπιρτόζες, διασκεδαστικές, απενοχοποιημένες και εύστοχες ρομαντικές κομεντί που είδαμε τελευταία. Τα λαϊκά στερεότυπα των δυο φύλων απογειώνονται μέσα από έναν καθρέφτη που λέει μόνο αλήθειες. Για τον ήρωα το πορνό δεν είναι «θέμα», είναι η καθημερινή του ενημέρωση. Για την ηρωίδα οι κλισέ συνταγές λειτουργούν με αυτόματο πιλότο. Αλλά και πέρα από την κωμωδία, η ταινία του Γκόρντον-Λέβιτ σχολιάζει, πάντα ανάλαφρα και με χιούμορ, τα αληθινά προβλήματα στις σημερινές ερωτικές σχέσεις και κυρίως το πώς η υπερέκθεση στο σεξ και η απόλυτη διαθεσιμότητα του οτιδήποτε γυρεύεις, διαμορφώνουν ανθρώπους που ακολουθούν πιστά ανύπαρκτα πρότυπα, που νομίζουν ότι δεν χρειάζονται τη δέσμευση και καλύπτουν μόνοι τους όλες τις ανάγκες τους.

 

Μοναδική αδυναμία του σεναρίου, η σχέση του Τζον με μια μεγαλύτερή του γυναίκα –η Τζούλιαν Μουρ στον ρόλο– που με την ωριμότητά της του δείχνει το νόημα της «αγκαλιάς», η οποία όμως, αντί για ένα ελκυστικό milf, είναι σκαλοπάτια πιο δραματική από την υπόλοιπη ταινία, οδηγώντας την πλοκή σε απλοϊκά και προβλέψιμα μονοπάτια. Κατά τα άλλα, το φιλμ επωφελείται όχι μόνο από τους εξαιρετικά επιλεγμένους δεύτερους ρόλους, όπως τον Τόνι Ντάνζα ως γυναικά πάτερ φαμίλια, αλλά κυρίως από τους δυο πρωταγωνιστές, τον αυτόματα συμπαθή Γκόρντον-Λέβιτ και τη Σκάρλετ Γιόχανσον, αναμφίβολα στον πιο καλοδουλεμένο και αβανταδόρικο ρόλο της καριέρας της.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

[2]Μείνε δίπλα μου

 (Ain’t Them Bodies Saints)

 σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λόουερι

 ηθοποιοί: Κέισι Αφλεκ, Ρούνεϊ Μάρα, Μπεν Φόστερ, Κιθ Καραντάιν, Ράμι Μάλεκ, Τσαρλς Μπέικερ

 

Ο Μπομπ και η Ρουθ, ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένων παρανόμων, παγιδεύονται σε μια συμπλοκή με την αστυνομία έξω από την απομονωμένη καλύβα τους μέσα στο πουθενά του Τέξας. Ο Μπομπ αναλαμβάνει την ευθύνη για τον φόνο που διέπραξε η Ρουθ και φυλακίζεται για χρόνια, μέχρι τη στιγμή που θα το σκάσει για να ξανασυναντήσει τη γυναίκα του και να γνωρίσει τη μικρή τους κόρη. Μόνο που η ζωή δεν θα υπακούσει στο σχέδιο των δύο τολμηρών εραστών και θα τους φέρει αντιμέτωπους με μια μοίρα που δεν επέλεξαν.

 

Η ταινία του Ντέιβιντ Λόουερι «ανακαλύφθηκε» με ενθουσιασμό στο περασμένο Φεστιβάλ του Σάντανς κι από τότε κάνει τον γύρο του κόσμου (περνώντας κι από τις Κάνες), συλλέγοντας θετικές κριτικές και βραβεία. Με τρεις θεαματικούς πρωταγωνιστές, τον ακτινοβόλο Κέισι Αφλεκ, την ατμοσφαιρική Ρούνεϊ Μάρα και τον εκπληκτικό Μπεν Φόστερ στον ρόλο του «δυνατού, σιωπηλού μπάτσου», το φιλμ ξετυλίγεται ήσυχα και απλώνει ρίζες στο τοπίο της βαθιάς Αμερικής αλλά και της συνείδησης του θεατή, λειτουργώντας με τον δικό του καθολικό ρυθμό.

 

Η κάμερα που κοιτά το δέρμα από απόσταση αναπνοής και τη φύση, τα στάχυα, τα χωράφια και την ερημιά του Τέξας πανοραμικά, αφήνει να ξεπηδήσει μόνη της μια εικόνα του τόπου και της ηθικής του, του εγκλήματος, του έρωτα και της παράξενης τιμωρίας. Το φιλμ μιλά ελλειπτικά, μέσα από βλέμματα και μικρές καθημερινές στιγμές, που καταφέρνουν να σχηματίσουν ήρωες και καταστάσεις αναγνωρίσιμες και προσωπικές, μ’ έναν άγριο ρομαντισμό που ψιθυρίζει. Μόνο που και το σενάριο και οι προθέσεις και το στιλ της κινηματογράφησης θέλουν τόσο πολύ να μιμηθούν το «Badlands» του Τέρενς Μάλικ, που η ταινία του Λόουερι, αναπόφευκτα, χάνει στη σύγκριση, φτάνοντας σε μικρότερο βάθος και ουσία.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

[3]Captain Phillips

 σκηνοθεσία: Πολ Γκρίνγκρας

 ηθοποιοί: Τομ Χανκς, Μπαρκάντ Αμπντί, Κάθριν Κίνερ

Βασισμένη σε πραγματικό περιστατικό, η ταινία παρακολουθεί την ιστορία του καπετάνιου Φίλιπς που, ταξιδεύοντας με το φορτηγό πλοίο του προς την Αφρική, έπεσε θύμα Σομαλών πειρατών και κρατήθηκε σε ομηρία βιώνοντας όχι μόνο την απειλή στη ζωή του και του πληρώματός του, αλλά και την αδυναμία διαπραγμάτευσης, καθώς βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνών ισορροπιών και συμφερόντων. Το κατά πόσον το σενάριο της ταινίας είναι ακριβές δεν πρέπει να μας απασχολεί –όπως πλήθος έξαλλων Αμερικανών θεατών– σε μια ταινία ούτως ή άλλως μυθοπλασίας. Τα στοιχεία που μας απασχολούν βλέποντας τη μία από τις ταινίες, που σίγουρα θα πρωταγωνιστήσουν στη φετινή οσκαρική κούρσα, είναι τρία.

 

Από τη μια πλευρά, ο Πολ Γκρίνγκρας, όπως έχει ήδη αποδείξει με ταινίες σαν το «Bloody Sunday», το «United 93» και τα «Bourne Supremacy» και «Bourne Ultimatum», είναι ένας σκηνοθέτης με εξαιρετική ικανότητα να δημιουργεί πυρετώδη ένταση και αγωνία, ακόμα κι όταν είναι περιορισμένος στον κλειστό χώρο μιας βάρκας σωτηρίας. Από την άλλη πλευρά, ο Τομ Χανκς, σ’ έναν ρόλο υποτυπώδη και σχηματικό, έχει παρ’ όλ’ αυτά το εκτόπισμα του σταρ, τη δύναμη να γεμίζει την ερμηνεία του με λεπτομέρειες και διαστάσεις, που της δίνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι πραγματικά έχει.

 

Και, τέλος, ότι το φιλμ δεν διστάζει να μεγιστοποιήσει την απήχηση ενός απίστευτα ρηχού σεναρίου, γεμάτου στερεότυπα, από τους απλοϊκούς πειρατές-έρμαια της ένδειάς τους, τους ανόητους διαλόγους, την τυφλή εμπιστοσύνη στην τέλεια λειτουργία του παντοδύναμου αμερικανικού στόλου και κράτους, που πάντα φέρνει τη σωτηρία, μέχρι τη λεπτομέρεια ότι το φορτηγό πλοίο μετέφερε τρόφιμα στις καημένες αφρικανικές χώρες. Μπορεί η πυξίδα του καπετάνιου Φίλιπς να παρεξέκλινε μοιραία από την πορεία της, η κινηματογραφική πυξίδα της ταινίας, ωστόσο, δείχνει ευθεία το αμερικανικό ιδεώδες.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

[4]Ο αφρός των ημερών

 (L’Écume des Jours)

 σκηνοθεσία: Μισέλ Γκοντρί

 ηθοποιοί: Ρομέν Ντουρί, Οντρέ Τοτού, Γκαντ Ελμαλέχ, Ομάρ Σι, Αϊσα Μάιγκα, Σαρλότ Λεμπόν, Φιλίπ Τορετόν

Ο εφευρέτης Κολέν ερωτεύεται με πάθος και παντρεύεται «ασκαρδαμυκτί» την Κλοέ, τόσο υπέροχη που μοιάζει να σχηματίζεται από τους τζαζ ήχους του Ντιουκ Ελινγκτον. Ο γάμος τους θα πάρει άσχημη τροπή, όταν η Κλοέ πληγεί από μια σπάνια ασθένεια: ένα νούφαρο μεγαλώνει μέσα στους πνεύμονές της. Ο Κολέν θ’ αναγκαστεί να καταπιαστεί με ό,τι δουλειά του προσφέρεται για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της θεραπείας. Δίπλα του θα σταθούν, με τον τρόπο τους, ο ταλαντούχος και γεμάτος δημιουργικότητα μπάτλερ του, Νικολά, και ο στενός του φίλος, Σικ, που έχει πάθος με τα έργα του φιλοσόφου… Ζαν-Σολ Παρτρ!

 

Ο Μισέλ Γκοντρί, σκηνοθέτης με αστείρευτη και τολμηρή φαντασία, μεταφέρει στην οθόνη το μυθιστόρημα που εξέδωσε το 1947 ο Μπορίς Βιάν. Η κάθε εικόνα της ταινίας, το κάθε κάδρο, ξεχειλίζει από την ευρηματικότητα του Γκοντρί, που ανταγωνίζεται εκείνη του ήρωά του: ποντίκια που κάνουν τις δουλειές του σπιτιού, οργιώδη λουλούδια που μιλούν, ψάρια που μαγειρεύονται και νοστιμίζονται μόνα τους, μια μηχανή που φτιάχνει κοκτέιλ μεταφράζοντας σε γεύσεις τις νότες της μουσικής, ιδέες υπέροχες που ξεπηδούν από τις λέξεις του Βιάν και βρίσκουν έδαφος στις εικόνες που πλάθει ο Γκοντρί, που ξεπερνούν τα όρια της δημιουργικότητας και μοιάζουν με αληθινή ρομαντική μαγεία.

 

Μόνο που το να οπτικοποιήσεις τον λογοτεχνικό σουρεαλισμό είναι έργο δύσκολο και η ταινία υποφέρει από αυτόν ακριβώς τον πλούτο της. Ενώ κομματιασμένη μοιάζει με πολύχρωμα και διασκεδαστικά, γεμάτα λεπτομέρειες, κοσμήματα, όλη μαζί καταλήγει σ’ ένα overdose ποικιλίας και παραμυθιού που κουράζει παρά την πρωτοτυπία του και σκεπάζει με χαριτωμένες εφευρέσεις μια τραγική ιστορία έρωτα και θανάτου.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

[5]Βρέχει κεφτέδες 2

(Cloudy With a Chance of Meetballs)

σκηνοθεσία: Κόντι Κάμερον

 με τις φωνές των: Μπιλ Χέιντερ, Ανα Φάρις, Γουιλ Φόρτε, Νιλ Πάτρικ Χάρις

Ο Φλιντ Λόκγουντ ήταν ο νεαρός εφευρέτης μιας συγκλονιστικής μηχανής ,που δημιουργούσε φαγητά από νερό: αυτή ήταν και η εφεύρεση που τον έβαλε σε μπελάδες, μαζί κι ολόκληρη την πόλη του, στην πρώτη ταινία. Τώρα ο Φλιντ έχει αφήσει το παρελθόν του πίσω και δουλεύει για το ίνδαλμά του, τον Τσέστερ Βι. Οταν όμως θα μάθει, με τρόμο, ότι η μηχανή του εξακολουθεί να λειτουργεί, κατασκευάζοντας μεταλλαγμένα ζωντανά φαγητά, τα τροφοζώα, θα επιχειρήσει μαζί με τους φίλους του να σταματήσει μια για πάντα τον εφιάλτη.

 

Εξίσου φευγάτη με την πρώτη ταινία του 2009, το «Βρέχει κεφτέδες 2», πολύχρωμο, διασκεδαστικό και ευπρόσδεκτα ιερόσυλο, δεν έχει να επιδείξει ούτε εξελιγμένο animation, ούτε ιδιαίτερα σύνθετο ή πνευματώδες σενάριο. Εχει όμως χιούμορ, που απευθύνεται σε μικρούς και σε μεγάλους, μια διάθεση ν’ ανατρέψει την πεπατημένη των «απαλών» παιδικών ταινιών και μοναδική πρόθεση να χαρίσει μιάμιση ώρα ξέγνοιαστου γέλιου χωρίς σημαντικές προσδοκίες.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=138026