- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Aνύπαρκτη θέα

30/10/13 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Φίλος, γνωστός μουσικός φτάνει στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», αλλά νιώθει να μη θέλει να φτάσει στην πρωτεύουσα. «Δεν παίρνω τον Προαστιακό να πάω ώς το Κιάτο; Να χαζέψω λίγο τον Σαρωνικό και τον Κορινθιακό, μπας και εμπνευστώ και γράψω κάνα τραγουδάκι;»

 

Ετσι σκέφτηκε κι έτσι έπραξε. Κουρασμένος από το ταξίδι αποκοιμήθηκε για δέκα λεπτά, όσο κάνουν οι συρμοί να βγουν στο ξέφωτο, της θάλασσας και της στεριάς. Ανοίγει τα μάτια του με λαχτάρα να αντικρίσει τον θαλάσσιο ορίζοντα, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα… αλλά δεν βλέπει τίποτε! Τρίβει τα μάτια του. Μπα, τα ίδια. Τα τζάμια θολά. Τα σκουπίζει μ’ ένα χαρτομάντιλο· τίποτε. Αντιλαμβάνεται ότι στην εξωτερική τους επιφάνεια έχει τοποθετηθεί ένα πλέγμα που δυσκολεύει την ορατότητα. Απογοήτευση. Φτάνει σκασμένος στο τέλος της διαδρομής, αλλά έχει χάσει κάθε καλή διάθεση. Στέκεται αμήχανος. Αποφασίζει να πιει έναν καφέ και να φύγει με το επόμενο τρένο (υπάρχουν ανά ώρα διαδρομές).

 

Ετοιμάζεται να διασχίσει τη θύρα αλλά πέφτει πάνω μου, θέλει δεν θέλει (θέλει) κάθεται μαζί μου και πάμε να πιούμε κάτι στην παραλία. Βγάζει τον πόνο του. «Μα τι είδους (αν)εγκέφαλοι αποφάσισαν κάτι τέτοιο; Δεν καταλαβαίνουν ότι διώχνουν τους επιβάτες;» Μόνος του τα λέει, μόνος του τ’ ακούει. Ο καθείς έχει τις δικές του σκοτούρες. «Καλύτερα», μου λέει «να τα καλύψουν με μαύρο πανί, να μη σου σπάνε τα νεύρα προσπαθώντας να διακρίνεις τον ορίζοντα. Να ξέρεις ότι δεν έχεις θέα και να την ψάξεις αλλού [τη θέα], μέσα σου, στα πρόσωπα των συνεπιβατών, στις κινήσεις τους, στον ήχο του τρένου». Χαμογελώ με τα νεύρα του, αλλά και τα δικά μου δεν είναι καλύτερα. «Δηλαδή», του λέω, «έπρεπε να μας σμίξει η σύμπτωση. Από μόνη της η αφεντιά σου δεν “κουνάει” να ’ρθει και να συναντήσει έναν φίλο». Είναι αλήθεια ότι έχει αρκετούς φίλους στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή. «Ηθελα μόνο να ξεφύγω από την πολύβουη πόλη, να ρεμβάσω, να απολαύσω ήλιο και θάλασσα με τα μάτια μου και την ψυχή μου. Να στοχαστώ λίγο, να αναπολήσω τις κοιμισμένες τούτον τον καιρό μουσικές μου ίνες. Ηθελα λίγη ταξιδιωτική μοναξιά, ελάχιστη εσωστρεφή δημιουργία». Είναι και ποιητής… Αλλά έχει δίκιο, τέλος πάντων τον κατανοώ. «Ας μη μας χαλάσουν οι φωστήρες του Προαστιακού τη μέρα», του προτείνω, γιατί πραγματικά είναι μια ζεστή, ηλιόλουστη, καθαρή μέρα. Συμφωνεί και αφηνόμαστε στα ευεργετήματα της οκτωβριανής ευδίας άμα τε και του θυμοραϊστή οίνου. Αλλά δεν μπορεί να το χωνέψει ότι στον γυρισμό θα συναντήσει το ίδιο πρόβλημα. «Γράψε κάτι γι’ αυτή την ανοησία» επιμένει, «μπας και συνέλθουν και βγάλουν τα απαίσια αυτά πλέγματα που κρύβουν το φως και τους ορίζοντες». Εντάξει. «Θα το κάνω» υπόσχομαι, «αλλά βρες κι εσύ κάποιον υπεύθυνο, έναν ελεγκτή, τον μηχανοδηγό, τους εκδότες εισιτηρίων. Τι πολίτης του κόσμου είσαι; Μη μιλάς μόνο με την τέχνη σου, μίλα και με το σώμα σου. Ν’ ακούσουν κι άλλοι το παράπονο, ίσως σε υποστηρίξουν. Να γίνουν πολλές οι φωνές, να δυναμώσουν, έχει άλλη επίδραση η αμεσότητα». Με κοιτάζει αδιάφορα, με λύπη σχεδόν. Να τι μπορεί να σου κάνει μια ανοησία των υπευθύνων: να σου αφαιρέσει τη ζωτικότητα της χαράς ή μήπως τη χαρά της ζωτικότητας; Ο οίνος αρχίζει και επιδρά στον θυμό, τον μαλακώνει. Χαλαρώνουμε και απολαμβάνουμε τον Ελικώνα, τον Κιθαιρώνα, τον Παρνασσό· τα βουνά της Ρούμελης εντυπωσιάζουν· σκεπάζουν τους Δελφούς, μας χαιρετάνε οι κορυφές τους. Επιτέλους.

 

gstamatopoulos@ efsyn.gr

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=140380