- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Ενα επιμελώς «απρόσεκτο» τρίπτυχο
13/01/13 ART,Αρχείο Άρθρων
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Τρία απρόσεκτα διηγήματα», Εκδόσεις Αγρα, 2012, σελ. 93.
Του Αριστοτέλη Σαίνη
[1]Στο εξώφυλλο του καλαίσθητου τομιδίου ο υπαινικτικός ερωτισμός του Κλιμτ μαγνητίζει το βλέμμα μας: μπλε και κόκκινες λιτές και πυρετώδεις μολυβιές σχεδιάζουν μια ξαπλωμένη γυναίκα που αυνανίζεται, με τα μισάνοιχτα σκέλη της να αγκαλιάζουν το βιβλίο. Στο εσωτερικό, τρία «χορταστικά» διηγήματα που κινητοποιούν και ερεθίζουν μεθυστικά όλες μας τις αισθήσεις. Διαβάζουμε και ταυτόχρονα αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, νιώθουμε…
Μετά τις δύο τελευταίες ιστορικο-πολιτικές μυθιστορίες του («Το χρονικό του Δαρείου», 2008 και «Ο παππούς μου και το κακό», 2005), ο Γιατρομανωλάκης επανέρχεται σε ένα κλίμα γνωστό ήδη από το «Βιβλίον καλούμενον Ερωτικόν» (1995) με μια συλλογή διηγημάτων, θεματικά φυσικά μόνο «απρόσεκτων», αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά επιμελημένων. Και εδώ αναγνωρίζονται οι χαρακτηριστικές -ήδη από την εποχή της «Ιστορίας» (1982)- αφηγηματικές του τεχνικές (κάποιοι μιλούν για μαγικό ρεαλισμό), ενώ παντού λάμπει μια γλώσσα που αντλεί από όλες τις εξελικτικές περιόδους της ελληνικής γλώσσας και όλα τα επίπεδα ύφους και υπηρετεί τόσο τις ανάγκες του πεζογραφικού βηματισμού όσο και των λυρικών (υπερρεαλιζουσών) εξάρσεων.
Στο τελευταίο και πιο «απρόσεκτο» διήγημα της συλλογής, ένας πολύ «προσεκτικός» στη δουλειά και πειθαρχημένος στη ζωή του συντηρητής αρχαιοτήτων αγνοεί τις μητρικές συμβουλές, οι οποίες ακόμα ηχούν στα αυτιά του: «Κοίτα», του έλεγε η μητέρα του, «το σκοτάδι ζει στο σκοτάδι. Είναι πυκνό, μαύρο και χνουδωτό». Τι θα συμβεί όταν αφεθεί, με οδηγό μια κατά πολύ νεότερη φοιτήτρια, να γνωρίσει «την άλλη όψη του φωτός»; Με τα μάτια ανοικτά ή κλειστά, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μια ζεστή αθηναϊκή βραδιά ο κ. Χάρης θα ζήσει το δικό του όνειρο καλοκαιρινής νύχτας… («Νυχτερινές πτήσεις του κυρίου Χάρη», πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Λέξη», 2008).
Στο πρώτο διήγημα, η μικρή Ειρήνη γνωρίζει στα δεκατρία της χρόνια τον Αγγελό της, την ίδια στιγμή που νιώθει ζεστό το αίμα της στο «παρδαλό σημείο της γυναίκας», εκεί «κάτω βαθιά στα σκέλη μέσα, κρυμμένο και σκοτεινό». Η ψυχοαφήγηση παρακολουθεί από κοντά την ηρωίδα και τη σύγχυση στο μυαλό της καθώς ο χρόνος αρχίζει να κυλάει «με δυο λογιών ημέρες»: τις γνωστές και φανερές του ημερολογίου και τις «μυστικές» που μόνο αυτή ξέρει. Βιβλικά χωρία, γονικές νουθεσίες, παραδοσιακές προκαταλήψεις και ψευδο-επιστημονικές εξηγήσεις αναδεύονται στο παιδικό μυαλό της, καθώς, αναζητώντας ανακούφιση από τον πρωτόγνωρο πόνο, κυριεύεται από τον Πειρασμό του Γλυκού και βυθίζεται ολοένα σε μια γαστριμαργική και όχι μόνο φιληδονία: «και μαζί με τα λουκούμια ήρθαν τα παστέλια, οι χαλβάδες, κομματάκια από μαντολάτο, πλάκες από σουσάμι και μέλι, πλάκες πικρή και τραγανή σοκολάτα, σοκολατάκια γεμιστά με ρούμι, με μέντα, με κεράσι, αμύγδαλο και φουντούκι. Και παραδίπλα τρουφάκια, πάστες λευκές και σοκολατένιες, αμυγδαλωτά, γλυκά του ταψιού, μπακλαβαδάκια, κανταΐφι και γαλακτομπούρεκο φρέσκο, σχεδόν αχνιστό» («Η περίοδος της Ειρήνης», πρωτοδημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Κύμινο και κανέλα, Πατάκης 1998).
Στη μέση, συνεκτικός ιστός της συλλογής, ένα διήγημα που φέρει τον τίτλο του από ένα σκωπτικό (για τους «γραμματικούς») ποίημα της «Παλατινής Ανθολογίας»: «Κακά σκουλήκια των βιβλίων». Ενας αθεράπευτα εθισμένος στην ανάγνωση, τακτικός θαμώνας βιβλιοθηκών και ακαδημαϊκών αναγνωστηρίων, καταντά εξαιτίας της ανάγνωσης «άβουλος υπηρέτης του γενετήσιου ενστίκτου». Διεστραμμένος φετιχιστής, άρρωστος εφαψίας, με φανερά πάνω του «τα θλιβερά συμπτώματα μιας ολέθριας, χρόνιας και ανίατης ιδιωτείας», ο ήρωας, στο τώρα της αφήγησης, περιορισμένος πλέον από την «κακία και την υποκρισία των ανθρώπων» σε σωφρονιστικό ίδρυμα, ανακαλεί την ιστορία του. Τα βιβλία γίνονται ηδονικά αντικείμενα που πιπιλίζονται περιπαθώς και οι γυναίκες ερωτικά αντικείμενα που ξεφυλλίζονται! Παραθέματα από βιβλία εκλαϊκευτικής σεξολογίας, ακαδημαϊκά βοηθήματα και φυσικά ο «Δρανδάκης» κυκλοφορούν στις σελίδες, σε ένα κυριολεκτικό συναισθητικό «όργιο ανάγνωσης». Ανάγνωση, όσφρηση, αφή, γεύση αλλά και σεξουαλική πράξη πάνε μαζί… Στην αφετηρία του διηγήματος, η αρχετυπική μεταφορά της ανάγνωσης ως κατάποσης από την «Αποκάλυψη»… στο τέλος το συμπέρασμα αναπόφευκτο: «κανένας δεν μου είπε πόσο επικίνδυνο είναι να τρέφεται κάποιος με βιβλία, χαρτιά και σημειώσεις» («Τελχίνες σήτες βίβλων», πρωτοδημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Αρωμα βιβλίου», Πατάκης 2000).
Στο τρίπτυχο των «απρόσεκτων» διηγημάτων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι ήρωες αιωρούνται επικίνδυνα, πάνω από τη χαίνουσα μαύρη τρύπα της ύπαρξης. Ακολουθούν, επιτέλους κάποια στιγμή, παρά τις αντιξοότητες ή τις αναστολές τους, την ίδια τους τη φύση και πληρώνοντας -όπως όλοι μας- το δικό τους τίμημα, βυθίζονται «αργά αλλά σταθερά στο κατασκότεινο πηγάδι»: ένα μαύρο, πυκνό θύσανο ή δίχτυ, όπου αιχμαλωτίζεται και μετά εκτοξεύεται η ύπαρξη, ολόιδιο με την «Καταγωγή του κόσμου» του Κουρμπέ.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=14606
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε