- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η κουλτούρα των συνεργασιών και ο νέος διπολισμός

11/11/13 ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οι προγραμματικές συμφωνίες, έστω σε μίνιμουμ πλαίσιο, είναι σαφές ότι δεν μπορούν να προκύψουν εκ των προτέρων, μόνο στο εν θερμώ κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι μπορεί να έχουν ουσία και πολιτικό κοινωνικό αντίκτυπο

 

Του Φώτη Παπούλια

 

Αν κάποιος καλοπροαίρετος παρατηρητής της Βουλής συνέκρινε τη σημερινή της εικόνα με αντίστοιχες του πρόσφατου παρελθόντος, θα μπορούσε να αναφωνήσει «Ωχ, Θεέ μου».

 

Και τούτο γιατί σε τίποτα δεν θυμίζει το ελληνικό Κοινοβούλιο τις ημέρες δόξας, όπου κόμματα «μπετόν» με καθαρές πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές διαγκωνίζονταν για το «καλό του τόπου», υπερασπίζονταν από «θέσεις αρχής» προγράμματα (!) και κατήγγελλαν αλλήλους για «μειοδοσίες, εκπτώσεις και προδοσίες».

 

Ξεπερασμένο μοντέλο

 

Ηταν οι περίοδοι του περίφημου δικομματισμού, όπως αυτός είχε παγιωθεί από τη μεταπολίτευση, με το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. να υπεραμύνονται ενός μάλλον ξεπερασμένου αγγλοσαξονικού μοντέλου, με τα εκλογικά ποσοστά τους να καταγράφονται ως τα υψηλότερα παγκοσμίως, με εκλογικό σύστημα που πριμοδοτούσε την αυτοδυναμία, και λάφυρο το ίδιο το κράτος. Οι πελατειακές σχέσεις ήταν το σήμα κατατεθέν ενός δικομματισμού που έτρωγε τις σάρκες του πάντα με συνοδεία τις απαραίτητες «σάλτσες» και σχεδόν όλοι αισθάνονταν «άρχοντες», αφού το σύστημα δούλευε, άσχετα από τον ρυθμό, και πάντα προς το «ημέτερο καλό».

 

Ενα παρελθόν με σταθερές βάσεις, με ακαμψία, ευταξία, συγκεκριμένους ρόλους και με χαρακτηριστικό τις ανέξοδες ένθεν κακείθεν υποσχέσεις, με το οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές πολιτικών ανδρών. Η ανυπαρξία κρατικής γραφειοκρατίας ισχυρής και ανεξάρτητης επέτρεψε στα κόμματα να αναγορευθούν «διαμεσολαβητές» και να κατοχυρώσουν τον ρόλο τους όχι απλώς σαν «κερκόπορτες» της εξουσίας αλλά κυρίως σαν «νονοί» της εξουσίας.

 

Ομως η πολιτική δεν είναι ευθύγραμμη, και το σύστημα που ψιλοταρακουνήθηκε κυρίως το 1989, αλλά μετά το εκκρεμές ισορρόπησε, τα τελευταία χρόνια μετατοπίζεται. Η κρίση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, τα αλλεπάλληλα μνημόνια, η χρεοκοπία των άλλοτε «μεγάλων κομμάτων» οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του άλλοτε συμπαγούς κομματικού συστήματος και έφεραν στο προσκήνιο όχι απλώς νέες δυνάμεις, αλλά πρωτίστως μια νέα αντίληψη για την πολιτική.

 

Από τον τελειωμένο δικομματισμό της μεταπολίτευσης περάσαμε, όχι χωρίς κόπους και βάσανα, στο νέο πολιτικό σκηνικό του διπολισμού.

 

Το νέο στοιχείο, η ειδοποιός διαφορά, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και η ποιοτική διαφορά, είναι αυτό της συνεργασίας τουλάχιστον δύο κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αποχαιρετώντας τα ποσοστά «θανάτου», και η εξεύρεση πρόθυμου κυβερνητικού συνέταιρου για να σωθεί η χώρα, για να μη βγούμε από την Ε.Ε. και το ευρώ, για να μπορεί η κυβέρνηση συνεργασίας να εξακολουθεί να βολεύει «ημετέρους». Ο καλοπροαίρετος παρατηρητής πιθανόν να ανατρίχιαζε από τις κατά συνθήκη «συνεργασίες», τις ανιστόρητες και χωρίς προγραμματικό, πολιτικό συνεκτικό λόγο: Νέα Δημοκρατία με ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ (την Αριστερά της ευθύνης), ξανά Νέα Δημοκρατία με ΠΑΣΟΚ χωρίς τη ΔΗΜΑΡ, οριακές πλειοψηφίες, κόντρες, διαφοροποιήσεις, αλλά την ώρα της κρίσης «όλοι μαζί για να σωθεί η χώρα».

 

Ο διπολισμός αναγορεύει εκ των πραγμάτων, για πρώτη φορά, τον ΣΥΡΙΖΑ παράγοντα πολιτικής σταθερότητας όσο και αν ο πρωθυπουργός επιμένει να τον θεωρεί «υπολείμματα του παρελθόντος», αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο δεν κατέχει την πολιτική τέχνη της συνεργασίας, αλλά αντιθέτως τη χρησιμοποιεί για αμφίβολο δικό του πολιτικό όφελος. Το κόμμα της Αριστεράς πρωταγωνιστεί σε ένα πλήρως ανασφαλές πολιτικό σύστημα, διατηρώντας όμως το πολιτικό δικαίωμα να επιδιώκει να αναγορευθεί σε πόλο πολιτικής ασφάλειας. Με δεδομένο ότι η ψήφος αποκτά πλέον πολιτικά χαρακτηριστικά και δεν διατηρεί τον τύπο του «ψηφοδελτίου πληρωτέου επί τη… εμφανίσει», ο «κόπος» του είναι διπλός. Αφ’ ενός να πείσει ευρύτερο ακροατήριο και αφ’ ετέρου με δεδομένο ότι η αυτοδυναμία του είναι μάλλον δύσκολη, το ζήτημα των συμμαχιών αποκτά εξόχως ιδιαίτερη σημασία. Στον διπολισμό οι προγραμματικές συμφωνίες, έστω σε μίνιμουμ πλαίσιο, είναι σαφές ότι δεν μπορούν να προκύψουν εκ των προτέρων, μόνο στο εν θερμώ κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι μπορεί να έχουν ουσία και πολιτικό κοινωνικό αντίκτυπο.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την κουλτούρα των συνεργασιών, αποτελεί στοίχημα όμως αν μπορεί να τη μετουσιώσει σε πολιτική πράξη, το παράδειγμα των δημοτικών εκλογών δεν είναι αρκετό. Οπως και εκείνο της πολυθρύλητης απλής αναλογικής, που από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές κρίσεις, αλλά όταν συνοδεύεται από ένα πλέγμα αλλαγών μπορεί να αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=147343