- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Μια αντιστροφή: η βία του κακού

18/11/13 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Το καβαφικό κακόν της βίας κακοπαθαίνει, όταν το ανάπηρο κρατικό μονοπώλιο της έννομης βίας συμπληρώνεται από το τυφλωμένο παρακρατικό νταηλίκι και τα ισοδύναμά του: την αυτοδικία ιδιωτικών ταγμάτων τάξης, το «παίρνουμε τον νόμο στα χέρια μας», την ακατάσχετη έκλυση μίσους κατά πάντων, τη λατρεία μιας ολιστικής καταδίκης και τιμωρίας του διαφορετικού που απελευθερώνει ένστικτα θανάτου

 

Του Τάκη Καφετζή*

 

Δεν θα σας κουράσω. Γνωρίζω καλά πως η πολιτική, γενικώς, είναι, πολλά χρόνια τώρα, ένα παραμύθι που δεν ανακουφίζει τους πόνους των ανθρώπων. Το αντίθετο μάλιστα. Συστρέφεται γύρω από το κακό. Και θα ήθελα να σας πω δυο λόγια γι’ αυτό το κακό. Αλλά θα σας τα πω με μια ομοιοπαθητική ματιά. Που στόχο έχει να οξύνει τα συμπτώματα της ασθένειας και μετά να αποκαταστήσει νεκρά κύτταρα. Εννοείται πως με αυτή τη στάση μου θα υπερασπιστώ την πολιτική σκέψη. Είμαι υποχρεωμένος να το κάνω, καθώς οι παλιές αγάπες δεν μπορεί να κρυφτούν.

 

Για τη σύντομη περιήγησή μου στο κακό της πολιτικής αφορμή τυχαία, όπως είναι κάθε αφορμή άλλωστε, στάθηκε η συζήτηση κυρίως στα social media για τον στίχο του Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τον στίχο περί βίας. Ηταν άραγε το απόλυτο κακό; Μας πάει μακριά αυτό το ερώτημα. Ποιο είναι το κακό, πώς ορίζεται και ποιος το ορίζει; Το κακό έχει άραγε ουσία ή είναι μια αιώνια μορφή αντιστροφής της έλλειψης του καλού στη ζωή των ανθρώπων, ήδη από την εποχή των πρωτόπλαστων; Κι έπειτα, τι είναι αυτά τα social media; Μήπως μια αμοιβάδα εξουσίας στο μετανεωτερικό; Μ’ ένα τουιτάρισμα μπορείς να καταβροχθίσεις ψυχές και συνειδήσεις σαν να είσαι ένας Βέχεμωθ του σήμερα. Διότι, συγγνώμη, ουδείς αναμάρτητος από την ελευθερογνωμούσα και ποικιλοτρόπως πολυπλόκαμη κοινωνία των πολιτών – αυτήν που χλεύαζε ο Χέγκελ ως ενσάρκωση της απόλυτης ιδιοτέλειας.

 

Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, καθένας και καθεμία μπορεί να στιγματίζει σαν εχθρό οποιονδήποτε και για οποιουσδήποτε δικούς του λόγους. Με τρόπους που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο πατέρας της θεωρίας του εχθρού, ο Καρλ Σμιτ. Μόνον που γι’ αυτόν τον συνομιλητή του Μαξ Βέμπερ, η ευχέρεια στον ορισμό του εχθρού εναπόκειται στην οργανωμένη πολιτική εξουσία, έστω και, κατ’ αυτόν, αναπόφευκτα αυταρχική στη μορφή της. Νομίζω πως δεν μπορούμε να μη θέσουμε το ερώτημα: Αν το οποιοδήποτε άτομο μπορεί να ορίζει με τον λόγο του τους εχθρούς και τους φίλους, τότε πόση απόσταση μας χωρίζει από το χομπσιανό Homo Hominis lupus est;

 

Και το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί με τους όρους του ηθικισμού από τον οποίο θρέφονται στερεοτυπικά οι γνωστικές αντιλήψεις και οι θυμικές στάσεις στην κουλτούρα αυτής της χώρας. Ανεξάρτητα από τις ποικίλες φιλολογικές και γραμματολογικές προσεγγίσεις, για τις οποίες είμαι τελείως αναρμόδιος, το ότι «η βία είναι κακόν πράγμα» συνιστά μια πρώτης τάξεως ρητορική αφορμή για να αθροιστούν μαζοειδείς συμφωνίες και ομόθυμες καταδίκες, απόλυτα ταιριαστές σε μια ηθικιστική κουλτούρα. Το κοινό θα σταθεί μανιχαϊστικά ανάμεσα στο υπέρ και στο κατά της ρήσης. Ετσι άραγε δεν αντικρίστηκαν κοινωνικά οι μεγάλες διπολικές μυθιστορίες στη νεότερη ιστορία μας; Από τη «μικράν αλλ’ έντιμον Ελλάδα» του πρώτου διχασμού, μέχρι τη μάχη του ηλίου και του σκότους και το «όλοι πουλημένοι» της τυφλής αγανάκτησης στα χρόνια τούτα της μεγάλης κρίσης, ο διαχρονικός πυρήνας των σχετικών παραστάσεων είναι μια θρησκειολογική και ολοκληρωτική διάκριση του ορθού και του λάθους, του δικαίου και του άδικου, του ιερού και του βέβηλου, του ψευδούς και του αληθούς, της σωτηρίας και του ερέβους, του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου.

 

Αισθάνομαι την ανάγκη για δύο, μόλις δύο, βήματα πιο κει από αυτά. Και τα βήματα αυτά θα γίνουν υπό μορφή ερωτήσεων. Διότι νομίζω ότι αυτή η μορφή υπηρετεί την αρχή της κριτικής δημοσιότητας, που πρέπει να πάρει τη θέση εκείνης της θεολογίας της υποκατάστασης για την οποία μας μιλά ο Steiner.

 

• Ερώτηση πρώτη. Καλόν ή κακόν πράγμα, η βία είναι συνυφασμένη με την έννομη οροθέτησή της στη μορφή του κυρίαρχου νεωτερικού κράτους. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η κυριαρχία μετατοπίζεται σε κέντρα υπερκείμενα αυτού του κράτους; Κατ’ ευφημισμόν κέντρα, διότι πρόκειται για καλειδοσκοπικούς τόπους θηριώδους οικονομικής ισχύος. Αυτά τα κέντρα τι μορφή κυριαρχίας μετέρχονται, άρα πώς νομιμοποιούνται στην άσκηση βίας; Η απάντηση, όλοι έχουμε ζήσει αυτά τα χρόνια το μαρτύριο της βίας με τη σταγόνα τής εκάστοτε δόσης των δανειστών, ασφαλώς και δεν αρκεί. Εστω κι αν μας δίνει έναν μίτο για τις διαδρομές μιας μαζικής ψύχωσης και τα θλιβερά παραφερνάλιά της…

 

• Ερώτηση δεύτερη. Κακόν πράγμα η βία. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η κανοναρχημένη βία του επίσημου κράτους διαστρέφεται, σε καιρούς ριζικής κρίσης, σ’ ένα διάχυτο κοινωνικό μίσος; Τι συμβαίνει με τους εφιαλτικούς αστικούς μύθους ταινιών του Κάρπεντερ και την αποτρόπαιη συνθήκη των μητροπόλεων σε τέτοιους καιρούς; Τα ξέρουμε αυτά, από όσα έγιναν στην κρίση του ’29 στα αμερικανικά γκέτο, μέχρι τις νεότερες εξεγέρσεις στο Λος Αντζελες, στα προάστια του Λονδίνου και των Παρισίων – μια κατάσταση απόλυτης ανομίας που θα ζήλευε να την έχει στο εργαστήριό του ο R.K. Merton. Τα ζήσαμε κι εμείς, όσο τα ζήσαμε, τον Δεκέμβριο του 2008. Και τα ζούμε και σήμερα. Με τη χολερική διοχέτευση αυτού του κακοφορμισμένου ψυχαναλυτικού μίσους του Adorno σε αποδιοπομπαίους φτωχοδιάβολους κάθε λογής, στα απορρίμματα του σημερινού κόσμου που περιφέρονται ανέστια στους Αγίους Παντελεήμονες αυτής της χώρας.

 

Η βία είναι κακόν πράγμα, αλλά όταν μια Γαλλία διαμαρτύρεται για την τύχη η οποία επιφυλάχθηκε στη 15χρονη Ρομά, εδώ έχει ακόμα εθνικό πρόσημο ο φόνος του άλλου: το παλικάρι που δολοφονήθηκε από το οπλισμένο χέρι του μίσους για τον άλλον, ο Παύλος Φύσσας δηλαδή, ήταν Ελληνας. Λες και οι ξένοι που δολοφονήθηκαν από το ίδιο χέρι πριν από αυτόν δεν ήσαν, έστω, παλικαράκια. Ή μήπως ήσαν κάτι το ρυπαρό στο συλλογικό ασυνείδητο,… κάποιοι αποβλητέοι ενός αρχαιόθεν υγιούς και μονήρους σώματος;

 

• Ερώτηση τρίτη. Το καβαφικό κακόν της βίας, ακόμα κι αν η βία εκληφθεί ως βιασύνη, κακόπαθε. Γιατί; Εχει μήπως αυτό να κάνει με τη βιάση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που διαλαλείται στεντόρεια από την κείμενη εξουσία αυτά τα χρόνια της κρίσης; Εχει μήπως αυτό να κάνει με τις πολλαπλές πολώσεις που συνεπάγεται η μεταγραφή της κρίσης σε πολιτικές κατάστασης έκτακτης ανάγκης; Υπάρχει άραγε τρόπος να συνδέσουμε τη διάχυτη βία με τη βία που ασκεί μια κυβέρνηση σε καθεστώς ετερόνομης έκτακτης ανάγκης, άρα μια κυβέρνηση που δεν μπορεί πια να διαφεντεύει το μονοπώλιο της βίας; Ή μήπως είναι τεκμήριο μονοπωλίου της βίας οι χειροπέδες στην πόρτα της ΕΡΤ; Το καβαφικό κακόν της βίας κακοπαθαίνει, όταν το ανάπηρο κρατικό μονοπώλιο της έννομης βίας συμπληρώνεται από το τυφλωμένο παρακρατικό νταηλίκι και τα ισοδύναμά του: την αυτοδικία ιδιωτικών ταγμάτων τάξης, το «παίρνουμε τον νόμο στα χέρια μας», την ακατάσχετη έκλυση μίσους κατά πάντων, τη λατρεία μιας ολιστικής καταδίκης και τιμωρίας του διαφορετικού που απελευθερώνει ένστικτα θανάτου. Και θα ήθελα να μάθω τι είναι η persona Ρουπακιάς και σε τι διαφέρει από λογής λογής θλιβερούς παρατρεχάμενους της σημερινής εξουσίας.

 

• Ερώτηση τέταρτη. Η κρίση παράγει βαθύτατες κοινωνικές διαιρέσεις κι αυτές διαμεσολαβούνται στην κατάλυση του μεσαίου κέντρου βάρους της πολιτικής και, από εκεί, στη ρητορική μιας εξουσίας σε κρίση περί ύπαρξης δύο άκρων και περί εγγενούς βίας τους. Γιατί, όμως, το εγκαλούμενο ως το ένα άκρο να αντιδρά στο καβαφικό κακόν της βίας; Αυτοθύεται στην έγκλησή του ως του ενός κακού πόλου της βίας; Δεν αναγνωρίζει τον αντίπαλο, αλλά, αντίθετα, σύρεται στους όρους του παιγνίου του; Προβάλλει τον εαυτόν του στο κακόν της βίας του Καβάφη ως μελλοθάνατο πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι; Μα αυτός είναι ο χειρότερος εφιάλτης μιας πολιτικής ταυτότητας, καθώς οδηγεί σε μη ταυτότητα. Διά της καταφάσεως και όχι διά της αρνήσεως σμιλεύεται μια ταυτότητα.

 

Λοιπόν, φλυάρησα. Ο Καβάφης είναι πάντα μαζί μ’ αυτούς που νιώθουν πώς ν’ απελευθερώνονται. Ελπίζω να προσέθεσα κάτι σ’ αυτό με τα όσα προσπάθησα να σας πω…

 

………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=151064