- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Κρίση και κοινωνικός κυνισμός

20/11/13 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

«Η νεοελληνική κοινωνία αποδεικνύεται μια κοινωνία πολλαπλής εξάρτησης των μελών της: από την οικογένεια, τις κοινωνικές δικτυώσεις, το πολιτικό προσωπικό, τις ξένες δυνάμεις που το ελέγχουν μέσω αλλεπάλληλων δανειοδοτήσεων που επιφέρει η μόνιμη φορολογική ασυλία της άρχουσας τάξης»

 

Του Μάρκου Τσέτσου*

 

Οι θεωρίες που έχουν επικρατήσει προκειμένου να εξηγηθεί η πρωτοφανής άνοδος της ναζιστικής Ακροδεξιάς, αλλά και η αδράνεια του πληθυσμού απέναντι στις εξίσου πρωτοφανείς καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Μνημονίου, είναι κατά βάση ψυχολογικές και εμπειριστικές. Εστιάζουν στην απογοήτευση, την οργή, τον φόβο και τις φαντασιώσεις εκδίκησης και τιμωρίας που συμπορεύονται με τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Εξηγούν περίπου ως νομοτέλεια τη στροφή προς την Ακροδεξιά, διστάζοντας την ίδια στιγμή να εξηγήσουν με ηθικοκοινωνικούς όρους την απροθυμία μεγάλου μέρους των άλλοτε μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων να συνταχθεί με τις δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης, και μάλιστα σε μια στιγμή που διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη αυτών των στρωμάτων. Εν ανάγκη, επιστρατεύονται για μία ακόμη φορά όροι και μηχανισμοί ψυχολογικοί, όπως δυσπιστία, απογοήτευση, προπαγάνδα, εκβιασμός, σοκ και δέος κ.ο.κ. Δίκην απρόσκοπτης εφαρμογής ερμηνευτικών σχημάτων της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας και στην ελληνική περίπτωση, αγνοούνται ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας που σχετίζονται ουσιωδώς με την ιδιάζουσα και άκρως συντηρητική πολιτική συμπεριφορά της στην πιο κρίσιμη φάση της ιστορίας της. Μια συμπεριφορά που, σημειωτέον, εξακολουθεί να προκαλεί την έκπληξη και το ενδιαφέρον σχολιαστών και αναλυτών σε όλο τον κόσμο.

 

Η φυσιογνωμία της νεοελληνικής κοινωνίας είναι κατά βάση αυτή ενός αγροτογενούς οικογενειοκεντρικού μικροαστισμού, με κεντρικό σημείο αναφοράς την κληροδοτούμενη μικρή ιδιοκτησία. Η ανυπαρξία εθνικής παραγωγικής αστικής τάξης και η ασθενής ένταξη των μικροαστών σε θεσμούς αστικής κοινωνίας των πολιτών, συμβαδίζουν με την εμπορευματοποίηση της πολιτικής διαδικασίας, την πελατειακή διαχείρισή της. Η εξατομικευμένη σχέση των πολιτών με το κράτος, το πολιτικό προσωπικό και τους κομματικούς διαμεσολαβητές του, αφενός εμποδίζει την πολιτική χειραφέτηση των πρώτων, αφετέρου υπονομεύει την αυθεντικότητα του χαρακτήρα και της δράσης των όποιων συλλογικών φορέων, αφού σε κρίσιμες στιγμές τη διαβρώνει «από τα μέσα». Η νεοελληνική κοινωνία αποδεικνύεται μια κοινωνία πολλαπλής εξάρτησης των μελών της: από την οικογένεια, τις κοινωνικές δικτυώσεις αυτής, το πολιτικό προσωπικό, τις ξένες δυνάμεις που το ελέγχουν μέσω των αλλεπάλληλων δανειοδοτήσεων που επιφέρει η μόνιμη φορολογική ασυλία της άρχουσας τάξης. Την εικόνα της πολλαπλής εξάρτησης έρχεται να συμπληρώσει το έλλειμμα κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης της νεολαίας σε εξωοικογενειακούς θεσμούς, όπως αυτός της εκπαίδευσης, και η αντίστοιχη ενδοοικογενειακή διαιώνιση κοινωνικών συμπεριφορών και ιδεολογικών έξεων και προκαταλήψεων. Τις τελευταίες δε δεκαετίες, στα δομικά αυτά χαρακτηριστικά του αχειραφέτητου νεοελληνικού μικροαστισμού ήρθαν να προστεθούν ο καταναλωτισμός και ο αδίστακτος κυνικός ωφελιμισμός που καλλιέργησε στις νεότερες γενιές το μοναδικό στα παγκόσμια δεδομένα εκπαιδευτικό και εξεταστικό σύστημα της χώρας. Με απλά λόγια, ο σημερινός νεοέλληνας φαίνεται περισσότερο από ποτέ διατεθειμένος να δώσει την ψήφο του μόνο σε όσους εγγυηθούν την προσωπική και οικογενειακή του ευημερία σε επίπεδο εξατομικευμένης της διαχείρισης. Η ιδεολογία δεν προηγείται, αλλά έπεται αυτής της σχέσης, σήμερα δε μάλιστα έχει καταστεί κυνικά περιττή. Από ένα σημείο και έπειτα, το ζήτημα παύει πλέον να είναι ψυχολογικό και γίνεται βαθιά ηθικό.

 

Το γεγονός ότι οι πρόσφατες εξελίξεις, με τη δημόσια αποκάλυψη του πραγματικού, ναζιστικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής και της εγκληματικής της δράσης, δεν στάθηκαν ικανές να την αναχαιτίσουν πολιτικά, αλλά και το έτερο γεγονός της δημοσκοπικής καθήλωσης της Αριστεράς, θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να ερμηνευτούν από την παραπάνω περιγραφή. Στον πυρήνα της εμμονής στην ακροδεξιά ψήφο δεν βρίσκεται ούτε η γοητεία της ναζιστικής ιδεολογίας, ούτε η λειτουργία της εθνικιστικής φαντασίωσης ως αντίδοτου στον θρήνο της κοινωνίας, ούτε η εκδικητική μανία, αλλά η άμεση ή έμμεση υπόσχεση των εκπροσώπων της ακροδεξιάς, νεοναζιστικής ή μη, ότι δουλειές θα βρεθούν και αποκατάσταση θα υπάρξει. Για να βρεθούν όμως υπό τις σημερινές συνθήκες, κάποιοι άλλοι θα πρέπει να φύγουν και μαζί με αυτούς οι πολιτικοί, συνδικαλιστικοί και ιδεολογικοί τους προστάτες. Το ζητούμενο παραμένει το ίδιο, μόνον η μέθοδος έχει αλλάξει. Και το κυρίως ζητούμενο είναι, για μία ακόμη φορά, η πρόσβαση περιθωριοποιημένων μαζών στην (ει δυνατόν κρατική) διανομή εισοδημάτων, η δημιουργία νέας (και σήμερα φτηνής) πολιτικής πελατείας. Η ομολογία των γονέων ενός από τα τέσσερα μέλη της Χρυσής Αυγής που δέχτηκαν τη δολοφονική επίθεση ότι προηγουμένως είχε επισκεφτεί το παιδί τους ένας νεαρός του φίλος με το βιογραφικό στο χέρι, προκειμένου να βρεθεί γι’ αυτόν «καμιά δουλίτσα», δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητη. Είναι εξόχως ενδεικτική της πολιτικής νοοτροπίας μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας, που δεν διστάζουν να «πουλήσουν την ψυχή τους στον διάβολο» ζητώντας εργασιακή αποκατάσταση ακόμα και από μέλη εγκληματικών οργανώσεων (κάποτε «φιλούσαν κατουρημένες ποδιές»).

 

Η πραγματική Αριστερά, όχι η κίβδηλη της σοσιαλδημοκρατίας, δεν ακολούθησε και απ’ ό,τι φαίνεται δεν ακολουθεί αυτό τον δρόμο. Το μεγάλο στοίχημα είναι αν θα μπορέσει να μυήσει στο μη εργαλειακό, αξιακά προσανατολισμένο πολιτικό της ήθος, την κρίσιμη εκείνη μάζα νέων ψηφοφόρων που θα της επιτρέψει να βγάλει τη χώρα από το μνημονιακό σπιράλ θανάτου. Στην αντίθετη περίπτωση, η εντεινόμενη κοινωνική μνησικακία θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός επικίνδυνα αντιδραστικού κοινωνικού μετώπου, που θα το ενώνει και θα το εμψυχώνει η υπόσχεση και μόνο της προσωπικής και οικογενειακής αποκατάστασης διά της καταστροφής του Αλλου, του εσωτερικού εχθρού. Και αυτός δεν θα είναι τούτη τη φορά ούτε κάποιοι Εβραίοι, ούτε οι Τσιγγάνοι και οι μετανάστες, αλλά όλοι όσοι ακόμα απολαμβάνουν το στοιχειώδες δικαίωμα της εργασίας και ιδιαίτερα όσοι την απέκτησαν την εποχή της δήθεν ιδεολογικής επικράτησης της Αριστεράς. Αυτό είναι το ουσιαστικό νόημα του αντιμεταπολιτευτικού δημαγωγικού λόγου, που με προϊούσα σαφήνεια εκφέρεται από τους συγκεκαλυμμένους και δεδηλωμένους εκπροσώπους της εγχώριας Ακροδεξιάς.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Αναπληρωτής καθηγητής Αισθητικής της Μουσικής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=152330