- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Βέρντι: «Ο Βάγκνερ δεν είναι αγρίμι…»

24/11/13 Nησίδες

Με ληξιαρχική πράξη γέννησης πριν από 200 χρόνια, η Ιστορία δεν έκανε φάλτσο στις όπερές τους, μόνον ο Χίτλερ στη Νυρεμβέργη ευνούχισε τους «Αρχιτραγουδιστές» εγγράφοντάς τους στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα

 

«Ο Βέρντι χρησιμοποιεί την ορχήστρα σαν κιθάρα»
Ο Βάγκνερ για τον Βέρντι

 

«Γερμανικό ξίφος κατά του πολιτισμού»
Ο Νίτσε για τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης»

 

«Του αρέσει να μπλέκεται στα δαιδαλώδη γιατί δεν ξέρει πώς να βρει τον ευθύ δρόμο» Ο Βέρντι για τον Βάγκνερ

 

Του Λουκά Θανασέκου

 

Σε όποια χώρα εάν, μια απλή χορωδία, νεανική ή ενηλίκων τραγουδήσει το μέρος των εξορίστων Εβραίων στη Βαβυλώνα από την όπερα «Ναμπούκο», που ξεκινά με τη φράση «Ω, πατρίδα μου», το κοινό θα εγερθεί και θα ψελλίσει τις νότες, κι ας του είναι άγνωστες. Αυτό το χορωδιακό απόσπασμα ισοδυναμεί με παγκόσμιο ύμνο στην ελευθερία –την ελευθερία ως πραγματική πατρίδα όλων και καθενός ξεχωριστά.

 

Σε ανάλογο παράδειγμα από την όπερα «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», όπου οι χορωδοί κραυγάζουν πατριωτικά «Κι αν η Αγία Γερμανική Αυτοκρατορία γίνει καπνός, εμείς θα κρατήσουμε τη γερμανική τέχνη στην αγιοσύνη της», το κοινό δεν θα καταλάβει πολλά, θα μπορέσει όμως να συγκρατήσει το Leit-Motiv, το μουσικό οδηγητικό σχήμα που επανέρχεται, και θα καθηλωθεί.

 

Είναι οι όπερες δύο μεγάλων συνθετών της Ιταλίας και Γερμανίας, που φέτος συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τη γέννησή τους –του Τζουζέππε Βέρντι(1813-1901) και του Ρίχαρντ Βάγκνερ(1813-1883).

 

Στα κουτσομπολιά της Ιστορίας, οι μουδιασμένες γνώμες «ειδημόνων» χαρακτηρίζουν τις όπερες του Βέρντι «αληθινά απαίσιες» κι εκείνες του Βάγκνερ έργο «βοηθού κουρέα».

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τζουζέπε Βέρντι

 

Στην κατεχόμενη Βόρεια Ιταλία

 

«Σε κάθε μικρή πόλη οι δυνατότητες για εκείνον που ασχολείται με τη μουσική είναι ελάχιστες», έγραφε ο Βέρντι σε φίλο –ήταν 23 ετών. Γεννημένος στην κωμόπολη Μπουσέτο της Β. Ιταλίας γνώρισε τη γαλλική, κυρίως όμως την αυστριακή κατοχή επί αυτοκρατορίας Φερδινάνδου Α΄ και Φραντς-Γιόζεφ.

 

Οι όπερές του «Ναμπούκο», «Λομβαρδοί» και «Χορός Μεταμφιεσμένων», που στρέφονταν κατά των Αυστριακών, γράφτηκαν όταν ήταν 29, 30 και 46 ετών αντίστοιχα(1842-43, 1859), και ανέβηκαν στη Σκάλα του Μιλάνου και στο «Απόλλων» της Ρώμης. Επί πρωθυπουργίας Καβούρ οι Ιταλοί θα δικαιωθούν, μαζί και ο συνθέτης, με την πολιτική ένωση της χώρας και βασιλιά τον Βίκτορα Εμμανουήλ.

 

Πάντως, ο Βέρντι συχνά επέστρεφε στο Μπουσέτο, γιατί η μοίρα τον είχε σημαδέψει από τα 26 του, όταν μέσα σε λίγους μήνες έχασε τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του. Τις όπερές του, έκτοτε, θα υποστηρίξει με τη φωνή και τις γνωριμίες της η πριμαντόνα Τζουζεπίνα Στρεπόνι, που θα γίνει και σύζυγός του.

Από την «Τραβιάτα» στον «Δον Κάρλος»

 

Ο Βέρντι, εργασιομανής, δέχεται παραγγελίες προτείνοντας λιμπρέτα Ιταλών ποιητών πάνω σε έργα Σέξπιρ, Δουμά, Ουγκό κ.ά. Ετσι θ’ αρχίσει ο νέος εντυπωσιακός κύκλος με «Ριγκολέτο», «Τροβατόρε», «Τραβιάτα» κ.ά. στα μεγάλα λυρικά θέατρα της Ευρώπης έως την Αγία Πετρούπολη και το Κάιρο με την «Αΐντα». Τον Δεκέμβριο του 1865, στο Παρίσι, θ’ ακούσει την εισαγωγή από τον «Ταγχώυζερ». Γράφει σε φίλο του για τον Βάγκνερ: «Πρόκειται περί τρελού». Εκεί θα συλλάβει, πάνω σε κείμενο του Σίλερ, τη μεγαλειώδη όπερα «Δον Κάρλος». Ενας κριτικός θα γράψει υπαινικτικά: «Ο Βάγκνερ ξάφνιασε τον Βέρντι».

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Ρίχαρντ Βάγκνερ

 

Από τη Δρέστη στη Βενετία

 

Ο Βάγκνερ, γεννημένος στη Λειψία, αστός, μ’ ελάχιστη αμοιβή σαν μαέστρος εκκλησιαστικής χορωδίας στη Δρέσδη, ονειρεύεται στα 31 του «τον εξαγνισμό του δραματουργού και του γερμανικού λαού μέσ’ από τους μύθους και τους θρύλους» -όπως γράφει σε φίλο. Είναι αυτό που θα τον οδηγήσει σ' έναν απ’ τους πιο αλαζονικούς και επιθετικούς εθνικισμούς. Παντρεμένος με τη διάσημη ηθοποιό Μίνα Πλάνερ (με την οποία θ’ αποκτήσει μια κόρη) ζει με την οικονομική της βοήθεια την τριετία 1839-1842 στο Παρίσι, σχεδιάζοντας τον «Ταγχώυζερ» και τον «Λόεγκριν» πάνω σε μύθους της Θουριγγίας και ποίηση δική του. Από τότε συλλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του έργου που θα συνθέσει ώς τα 70 του με δικούς του στίχους. Συμμετέχει στις ταραχές του 1848 και, μιλώντας στην Πατριωτική Επιτροπή της Δρέσδης, υποστηρίζει: «Πρέπει να ιδρύσουμε αποικίες, θα το κάνουμε καλύτερα από τους Ισπανούς με γερμανικές μεθόδους». Αυτοεξορίζεται σε Γενεύη, Παρίσι, Ρώμη και Βενετία, θα χάσει τη γυναίκα του και μετά τη γνωριμία με τον Λιστ και τη θερμή του υποστήριξη θα νυμφευτεί την κόρη του Κοζίμα.

 

Συγκίνησε το Νίτσε

 

Ο Μπαχ και ο Μπετόβεν κάνουν τον Βάγκνερ ν’ αγωνιά. Ποια τύχη θα επιφυλάξει η Γερμανία στις παρτιτούρες του; Είναι 46 ετών και γράφει στον Λιστ από τη Λουκέρνη: «…πόσο θλιβερή ιδέα έχω για τον εαυτό μου. Να με βλέπεις να πηγαίνω στο πιάνο, να συνθέτω κάποιο αξιοθρήνητο σκουπίδι και να τα παρατάω όλα τέλεια αποβλακωμένος». Πάντως, στα 51 του η τύχη θα του χαμογελάσει, ο Λουδοβίκος Β’ θα γίνει ο μαικήνας του ώστε να ολοκληρώσει την «Τετραλογία» και να επιμεληθεί τις άλλες όπερες. Ο Νίτσε ακούγοντας τον «Τριστάνο και Ιζόλδη» έγραψε: «Με ποια σωστή λέξη θα χαρακτηρίσει κανείς τη θέρμη της μουσικής αυτής;» Το 1876 ο Λουδοβίκος Β' θα εγκαινιάσει στην πόλη Μπαϊρόιτ της βαυαρικής Ανω Φρανκονίας το θέατρο όπου ο Βάγκνερ θα ανεβάζει αποκλειστικά τις όπερές του. Αργότερα σχολίασε όπερες του Βέρντι με τη φράση: «Χρησιμοποιεί την ορχήστρα σαν κιθάρα».

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Το τέλος του δρόμου και το «ξίφος» του Χίλτερ

 

Ο συνθέτης από το Μπουσέτο, ώς τα βαθιά γεράματα, θα συνθέσει ένα Ρέκβιεμ, τον «Οθέλο» (1887), τον «Φάλσταφ»(1893) κ.ά. Για τον θάνατο του Βάγκνερ δήλωσε: «Θλίψη, θλίψη, θλίψη. Ενα όνομα θα λείψει από την ιστορία της τέχνης». Λίγο καιρό πριν είχε πει «Ο Βάγκνερ δεν είναι αγρίμι, όπως τον παρουσιάζουν οι καθαρευουσιάνοι, ούτε απόστολος, όπως τον θέλουν οι οπαδοί του. Εχει ταλέντο, του αρέσει να μπλέκεται στα δαιδαλώδη, γιατί δεν ξέρει πώς να βρει τον ευθύ δρόμο».

 

Ο Νίτσε, θαυμαστής του Βάγκνερ, όταν άκουσε τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» μίλησε για «γερμανικό ξίφος εναντίον του πολιτισμού». Με αυτό το «ξίφος» ο Χίτλερ οργάνωνε στη Νυρεμβέργη από το 1933 τις ανατριχιαστικές φιέστες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Υπό τους ήχους της «Βαλκυρίας» (από την «Τετραλογία») έγινε ο βομβαρδισμός του Λονδίνου και άλλων πόλεων…

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=153395