- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«La Grande Bellezza»: βρέθηκε το «Dolce Vita» της εποχής μας
28/11/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Πάολο Σορεντίνο υπογράφει ένα αριστούργημα. Απορρίπτει στοργικά το lifestyle και ανακαλύπτει την πραγματική ομορφιά σε όσα βρίσκονται γύρω μας και μέσα μας, ξερνώντας την επιτήδευση σαν φαγητό μετά το ξενύχτι. Ο Τόνι Σερβίλο είναι και πάλι έξοχος, σε μια ταινία-φόρο τιμής στον Φελίνι, τον Σκόλα, την ίδια τη Ρώμη
Της Λήδας Γαλανού
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
(La Grande Bellezza)
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Ηθοποιοί: Τόνι Σερβίλο, Κάρλο Βερντόνε, Σαμπρίνα Φερίλι, Κάρλο Μπουκιρόσο, Πάμελα Βιλορέζι, Γαλατέα Ράντζι
Ο Τζεπ είναι ένας 65χρονος άντρας, κομψά ντυμένος, φλεγματικός, γεμάτος γοητεία, ένας επιτυχημένος συγγραφέας του ενός βιβλίου, γνωστός δημοσιογράφος και κοσμικός. Ζει στη Ρώμη: εκεί βρίσκεται όχι μόνο το σπίτι του, αλλά η αναπνοή του. Κάνει βόλτες στην πόλη με τη μοναδική ιστορία, λουσμένη στον καλοκαιρινό ήλιο, μπαινοβγαίνει στα ομορφότερα σπίτια, που στέγασαν και καθόρισαν τις τέχνες, με την ίδια ευκολία που περνά το βράδυ του στο στριπτιζάδικο ενός παλιού φίλου, πηγαίνει σε ξέφρενα πάρτι που διαρκούν ώς το ξημέρωμα και διοργανώνει, ως τέλειος οικοδεσπότης, συγκεντρώσεις στο ανεπανάληπτο σπίτι του με το μπαλκόνι που χαϊδεύει το Κολοσσαίο. Είναι ένας bon viveur, ένας Ζάχος Χατζηφωτίου της Ρώμης, φίλος των τεχνών και των γραμμάτων και των ανθρώπων που τα δημιουργούν, τα σχολιάζουν ή τα εμπορεύονται. Ταυτόχρονα, είναι ένας άντρας στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, που νιώθει τον χρόνο να τον πιέζει να αξιολογήσει όσα πέρασε κι όσα κατάφερε ώς τώρα.
Η ομορφιά ποτέ δεν είναι τέλεια – έτσι κι η νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο έχει τα λάθη και τις ατέλειες που την καθιστούν αριστούργημα όχι στους τύπους, αλλά στην ουσία, ένα έργο τέχνης που σε πρώτη όψη μαγεύει, στην πορεία σε αναγκάζει ν’ ανακαλύψεις τα λάθη του και στο τέλος το λατρεύεις ακριβώς γι’ αυτά και για τις υψηλές προθέσεις του. Ο Σορεντίνο κινηματογραφεί τον ήρωά του, τον Τόνι Σερβίλο, σε μια ερμηνεία ακριβείας και άνετης χάρης, και την πόλη του με ερωτικό πάθος και με μετριασμένη την μπαρόκ αισθητική του: μέσα στα στολίδια της πόλης και τη γεμάτη ιστορία ζωή του Τζεπ, ο κινηματογραφικός πλούτος είναι περιττός. Στα χείλη και την αφήγηση του Τζεπ ο Σορεντίνο βρίσκει ευκαιρία να σχολιάσει τα βασικά ερωτήματα της ζωής. Να ειρωνευτεί την προσποιητή απόλαυση της σύγχρονης τέχνης, τη δικτατορία της πολιτικά ορθής εξυπνάδας, την ανοησία της Καθολικής Εκκλησίας. Να επανεκτιμήσει και ν’ απορρίψει, στοργικά, τον ζήλο των πλούσιων και διάσημων του lifestyle να επικρατήσουν στη ζωή, να επιβληθούν στον χρόνο και στη διάνοια.
Ο Τζεπ, με χαμηλές κοινωνικές καταβολές, ανδρώθηκε στη Ρώμη με μια φιλοδοξία: όχι μόνο να είναι καλεσμένος στα καλύτερα πάρτι, αλλά και να μπορεί να τα καταστρέψει, αν το θέλει. Και τα κατάφερε. Αλλά όσα κέρδισε μ’ αυτή την αναγνώριση, τώρα, όταν ο χρόνος μετρά αντίστροφα, του φαίνονται κενά, μέσα σε μια κοινότητα που ανήγαγε το κενό σε αριστούργημα. Σε μια πόλη που κρύβει την αληθινά μεγαλειώδη τέχνη σε κάθε της γωνιά και κάθε πέτρα, η επιτήδευση ξερνιέται σαν το φαγητό ύστερα από ξενύχτι. Σε μια ζωή που κάποτε, στην αρχή της, γνώρισε τον αληθινό, απλό, γυμνό έρωτα, η αναζήτηση του μεγάλου πάθους μοιάζει με πλεονεξία. Κι όταν ο χρόνος δεν είναι πια φίλος, αλλά μια καθημερινή καταπιεστική παρουσία, η αναζήτηση για τη «μεγάλη ομορφιά» είναι, επιτέλους, άσκοπη, γιατί αν ξέρεις να μετράς, τη βρίσκεις ήδη μέσα σου.
Μ’ έναν και πάλι αριστουργηματικό Τόνι Σερβίλο και μ’ ένα γόνιμο στιλιζάρισμα στην εικόνα και στον ρυθμό, ο Πάολο Σορεντίνο παρουσιάζει μια ταινία-φόρο τιμής στο σινεμά του Φελίνι, του Ετορε Σκόλα, στην ίδια τη Ρώμη, στην ομορφιά που δεν χρειάζεται να ψάχνεις, γιατί βρίσκεται μπροστά σου, αρκεί να προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις όσο είναι ακόμα καιρός. Πληθωρικός, αληθινός Ρωμαίος κι αυτός, ο Σορεντίνο πάσχει από όσα σχολιάζει στην ταινία του: γίνεται κατά στιγμές υπερβολικός, φλύαρος, γκροτέσκος, ανοικονόμητος. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η αλήθεια και η μαγεία της ταινίας, που αρχικά σε παρασύρει, σαν τον τρόπο ζωής της σύγχρονης υψηλής τάξης, κι έπειτα σου επιτρέπει, με λίγο χρόνο και λίγη ενδοσκόπηση, να ανακαλύψεις μέσα της την πραγματική της ομορφιά: όχι απαραίτητα μεγάλη, όχι σύνθετη, αλλά πρωτογενή και ζωογόνο σαν το ηλιοκαμένο, γυμνό κορμί μιας εφηβικής ανάμνησης.
Σαν ένα «Dolce Vita» που έπινε κοκτέιλ στα ’80s και στα ’90s, το «La Grande Bellezza» του Πάολο Σορεντίνο είναι μια ταινία που πονάει από ομορφιά, ένα σύνθετο, γεμάτο στολίδια φιλμ που δοξάζει την ομορφιά της απλότητας, μια συγκλονιστική ταινία που εκμυστηρεύεται το αβάσταχτο βάρος της ελαφρότητας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
(The Hunger Games: Catching Fire)
Σκηνοθεσία: Φράνσις Λόρενς
Ηθοποιοί: Τζένιφερ Λόρενς, Τζος Χάτσερσον, Λίαμ Χέμσγουορθ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Γούντι Χάρελσον, Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, Ντόναλντ Σάδερλαντ
Στο δεύτερο μέρος της κινηματογραφικής τετραλογίας (βασισμένης στα young adult best sellers της Σούζαν Κόλινς), η Κάτνις και ο Πίτα έχουν επιστρέψει στον Τομέα 12, όπου απολαμβάνουν τιμές νικητών κι ετοιμάζονται για μια πανηγυρική τουρνέ. Καθώς όμως ο πρόεδρος της Πάνεμ, ο παγερός Σνόου, συνειδητοποιεί ότι η Κάτνις, έστω άθελά της, πυροδοτεί την επανάσταση στις επαρχίες του, εμπνέεται ένα σχέδιο εξόντωσής της: στους επόμενους, επετειακούς Αγώνες Πείνας, θα συμμετάσχουν νικητές των προηγούμενων ετών. Ετσι, η Κάτνις και ο Πίτα ξαναγυρίζουν στην αρένα, όπου θ’ αγωνιστούν όχι μόνο για να επιβιώσουν, αλλά και για να συντηρήσουν την αφύπνιση του κόσμου που τους παρακολουθεί.
Ο νέος σκηνοθέτης των «Hunger Games», ώς τώρα γνωστός για το «I Am Legend» και το «Νερό για ελέφαντες», με δύο γερούς σεναριογράφους στο πλευρό του (τον Σάιμον Μποφόι τού «Slumdog Millionaire» και τον Μάικλ Αρντ τού «Little Miss Sunshine»), καταφέρνει ν’ ανεβάσει τον πήχη από την ήδη εξαιρετικά επιτυχημένη πρώτη ταινία της σειράς. Εχοντας ξεμπερδέψει από το προηγούμενο φιλμ με συστάσεις κι επεξηγήσεις, πιάνει την ιστορία από εκεί ακριβώς όπου είχε σταματήσει, εμβαθύνει στις σχέσεις των ηρώων, την (έστω απλοϊκή) πολιτική ματιά, το σασπένς και τις ερωτικές εντάσεις που βιώνει η θλιμμένη κι αποκαμωμένη Κάτνις Εβερντιν.
Η Τζένιφερ Λόρενς αντιμετωπίζει με σεβασμό τον ρόλο που την έκανε διάσημη σ’ όλη την πλάση, ενώ δίπλα στους «αρραβωνιάρηδες» που την πολιορκούν, τον Λίαμ Χέμσγουορθ και τον Τζος Χάτσερσον και το γνώριμο κωμικό τρίπτυχο Γούντι Χάρελσον–Ελίζαμπεθ Μπανκς–Στάνλεϊ Τούτσι, συναντάμε νέες ενδιαφέρουσες προσθήκες στο καστ, από τον Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν μέχρι την Αμάντα Πλάμερ.
Μέσα σε 146 λεπτά που περνούν σαν αστραπή, το δεύτερο «Hunger Games» βλέπει το σασπένς και τις εκπλήξεις να απογειώνονται, τη ζοφερή εικόνα του ανθρώπινου μέλλοντος ν’ αποκτά μεγαλύτερο βάρος, τους χαρακτήρες να ξεδιπλώνονται με (όσο το δυνατόν) ρεαλιστικό τρόπο, το σεξαπίλ να ταιριάζει στις φιγούρες τους και την κομίστικη αισθητική να παίρνει προσωπικότητα και νόημα. Με στόχο, φυσικά, το νεανικό κοινό, αλλά εξίσου απολαυστικό και για τους μεγαλύτερους θεατές, το «Αγώνες πείνας: Φωτιά» αποδεικνύει ακόμα περισσότερο από την πρώτη ταινία ότι μια εφηβική περιπέτεια φαντασίας μπορεί, με τους σωστούς συντελεστές, ν’ αποτελεί εντυπωσιακή και έξυπνη ψυχαγωγία και στρώνει τον δρόμο για τις ακόμα δύο κινηματογραφικές συνέχειες που πια περιμένουμε με αυξημένη ανυπομονησία.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
(The Broken Circle Brokedown)
Σκηνοθεσία: Φέλιξ φαν Γκρόνινγκερ
Ηθοποιοί: Γιόχαν Χέλντενμπεργκ, Βέρλε Μπάτενς
Ο Ντιντιέ και η Ελίζ αγαπούν την bluegrass μουσική, την ελευθερία τους και ο ένας τον άλλον. Η σχέση τους ξεκινά σαν ένα ξένοιαστο παιχνίδι εξερεύνησης, αλλά καθώς μετατρέπεται σε μια οικογένεια με ευθύνες και τραγικά απρόοπτα, οι δυο τους πρέπει να ξαναζυγίσουν τον έρωτά τους και να δουν πού στέκονται, όταν ο κύκλος της ευτυχίας τους σπάσει ανεπανόρθωτα.
Η φλαμανδική ταινία έρχεται με δάφνες στις αίθουσες, μια και συγκέντρωσε 5 υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, για το βραβείο Lux και κέρδισε το βραβείο κοινού στο Βερολίνο. Η ιστορία της βαραίνει με αλλεπάλληλες δυστυχίες, που ξεκινούν όταν η μικρή κόρη του ζευγαριού, η υπέροχη Μέιμπελ, παθαίνει καρκίνο στα 6 της χρόνια. Κι από εκεί δεν σταματούν. Ο Φέλιξ φαν Γκρόνινγκερ επιχειρεί μια αποτύπωση της θλίψης, της απώλειας και της αγάπης στην εικόνα και τη μουσική του, σ’ ένα φιλμ που στην ουσία εικονογραφεί το συναίσθημα, αντί να βασίζεται στις σεναριακές ισορροπίες και την αφήγηση.
Διαγράφοντας κύκλους μέσα στον χρόνο (όπως η ανάμνηση μιας σχέσης φέρνει, σαν διπλοτυπία, διαφορετικές στιγμές σε μια αίσθηση), γεμίζει με απορία απέναντι στον θάνατο, την οποία όμως καταγράφει με φωτογραφία γλυκιά και ζεστή, με τα χρώματα της οικογένειας, των φίλων και της αγάπης. Το σενάριο της ταινίας είναι υποτυπώδες, ένα στοιχειώδες μελόδραμα, το φιλμ δεν μπαίνει στον κόπο ν’ αναλύσει την εξέλιξη των χαρακτήρων, τους ανταγωνισμούς τους ή τα αίτια των δράσεών τους. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να μεταφερθεί στον θεατή (εκτός από ένα γεμάτο πακέτο χαρτομάντιλα) μια ενστικτώδης συμπάθεια.
Πωρωμένοι με την αμερικανική κουλτούρα της country και των σύγχρονων καουμπόηδων, οι ήρωες βλέπουν το «αμερικανικό» όνειρό τους να γκρεμίζεται από την απλή πραγματικότητα, όπως βλέπουν στην τηλεόραση την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου να προκαλεί την απότομη ενηλικίωση ενός «παιδιάστικου» λαού. Στολισμένη με εξαιρετικές ερμηνείες και με αφθονία bluegrass τραγουδιών, τα «Ραγισμένα όνειρα» είναι η ταινία που προσφέρεται για θεατές που απολαμβάνουν το κινηματογραφικό κλάμα και τους αποζημιώνει με μια πολύ προσωπική, πολύ άμεση και τρυφερή, εξομολόγηση ζωής.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
[4]Ο άνθρωπος που πούλησε τον κόσμο
(The Fifth Estate)
Σκηνοθεσία: Μπιλ Κόντον
Ηθοποιοί: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ντάνιελ Μπρουλ, Νταν Στίβενς, Λόρα Λίνεϊ, Στάνλεϊ Τούτσι, Ντέιβιντ Τιούλις
Βασισμένος σε δύο βιβλία (και τα δύο εναντίον του Τζούλιαν Ασάνζ), ο σκηνοθέτης τού «Gods and Monsters», του «Kinsey», του «Dreamgirls» και των τελευταίων «Twilight» περιγράφει την άνοδο και την υπό αίρεση πτώση του WikiLeaks, της πιο πολύκροτης δημοσιογραφικής οργάνωσης του 21ου αιώνα, και μαζί επιχειρεί να εκθέσει τη δύναμη του ατόμου ενάντια στην κυβερνητική διαφθορά. Μόνο που δεν τα καταφέρνει καλά, σε κανένα μέτωπο.
Σαν τρομαγμένο που περιγράφει ανθρώπους και πράγματα που ακόμα βρίσκονται στο απόγειο της δράσης τους, το φιλμ καταλήγει αμέτοχο, περιγραφικό και επίπεδο. Ο Τζούλιαν Ασάνζ οπωσδήποτε είναι επιπόλαιος, αλλά όχι πάρα πολύ. Ο Ντάνιελ Μπεργκ είναι έξυπνος κι αδικημένος, αλλά όχι πάρα πολύ. Η λαϊκή δημοσιογραφία –η μεγαλύτερη νέα δύναμη που παρασύρει σαν θάλασσα τα media της εποχής μας– έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά δεν ξέρουμε κι αν είναι για καλό ή για κακό.
Αν είναι να λάβεις μια τόσο απαθή στάση απέναντι σε φλέγοντα σημερινά ζητήματα, ίσως είναι καλύτερο να περιμένεις κάποια χρόνια πριν τα μεταφέρεις σε ταινία, ώσπου να καταλάβεις τι σημαίνουν. Από την άλλη πλευρά, η φυσιογνωμία του Τζούλιαν Ασάνζ, που προσφέρεται για κινηματογραφική μεταφορά, μια και είναι σκεπασμένη από το μυστήριο, τη διχογνωμία και την αμφισβήτηση, παρουσιάζεται κι αυτή υπεραπλουστευμένη, χωρίς θάρρος ή εμβάθυνση, περισσότερο με γραφικότητα. Το κύριο κεφάλαιο στο οποίο επενδύει το φιλμ και δικαίως, είναι ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, που με κάθε του ρόλο αναδεικνύεται σ’ έναν από τους πιο ευέλικτους και καθοριστικούς ηθοποιούς της νέας γενιάς.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Σκηνοθεσία: Ολιβερ Χέρσμπιγκελ
Ηθοποιοί: Ναόμι Γουότς, Ναβίν Αντριους, Ντάγκλας Χοτζ, Τζέραλντι Τζέιμς
Η εμβληματική πριγκίπισσα Νταϊάνα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην κινηματογραφική οθόνη, σ’ ένα φιλμ που παρακολουθεί τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της, τον μεγάλο της έρωτα με τον καρδιοχειρουργό Χάσνατ Καν και τη μοιραία πάλη της με τη διασημότητα.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Ναόμι Γουότς να δώσει μια δραματικότητα κι ένα βάθος στη Lady Di, το σενάριο κάνει το πιο κλισέ Αρλεκιν να μοιάζει με λογοτεχνία νομπελίστα. Η ταινία παρουσιάζει την κεντρική ηρωίδα της με απεριόριστη σάχλα και ανοησία, το φιλμ παγιδεύεται σε αμήχανες καρικατούρες, η αιτιότητα των περιστατικών απλοποιείται εκνευριστικά και το αποτέλεσμα δεν φτάνει καν το ενδιαφέρον των απογευματινών τηλεοπτικών σειρών.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=154692
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε