- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Δημητράκης ο θυμόσοφος ΧΧΙ
02/12/13 Mετέωρος,ΣΤΗΛΕΣ
Αχλάδια καταφορτωμένο ήταν το δέντρο κι ο ιδιοκτήτης εδούλια (φοβόταν) –και όχι άδικα- πως κλέφτες εποφθαλμιούσαν τα λαχταριστά φρούτα. Εμενε στο κτήμα ολημερίς και τη νύχτα έπεφτε στη ρίζα της αχλάδας και λαγοκοιμόταν με το ντουφέκι προσκεφάλι, ώσπου να ωριμάσει ο καρπός και να τον μαζέψει. Ο Μαργαριτογιώργης, για τον οποίο έχουμε μιλήσει και άλλοτε, ψηλός και μολαταύτα ιδιοφυής, το ’βαλε σκοπό να δώσει ένα καλό μάθημα στον μίζερο και τσιγκούνη συγχωριανό του.
Χαμογελούσε χαιρέκακα καταστρώνοντας το σατανικό του σχέδιο. «Πάμε το βράδυ να κλέψουμε τα αχλάδια του Γεροντή;» πρότεινε σ’ έναν έμπιστο φίλο του. «Μα πώς; Αφού τα φυλάει με το όπλο» αντέτεινε ανήσυχος εκείνος.Τον διαβεβαίωσε ότι χρειάζεται μόνο λίγο μυαλό για την αίσια έκβαση του εγχειρήματος και τον έπεισε.
Λακωνικά τού εξήγησε τι έπρεπε να κάνουν. Γύρω στα 1900, οπότε εκτυλίσσεται η ιστορία μας, δεν υπήρχαν ούτε πλυντήρια ούτε σκάφες. Οι γυναίκες στα χωριά πάστευαν τις μπουγάδες στα ποτάμια. Λεύκαιναν τα ασπρόρουχα με την περίφημη αλισίβα· τη στάχτη από φωτιές που έκαιγαν όλη μέρα. Η Ζακρίδα, στα νερά της οποίας λειτουργούσε ένα τέτοιο αυτοσχέδιο πλυντήριο, ήταν δυο βήματα απ’ το κτήμα. Δεν είχαν λοιπόν παρά να περιμένουν.
Αμα νύχτωσε για τα καλά κι ο ατυχής Γεροντής βρισκόταν στον τρίτο ύπνο, το ντουέτο των κλεφτών ξεκρέμασε από τις απλώστρες δυο πάλλευκα διπλά σεντόνια και γέμισε ένα χάλκινο σκεύος με μισοαναμμένα κάρβουνα. Ακροποδητί έφτασαν πάνω από τον αμέριμνα ροχαλίζοντα. Εριξαν τότε τα σεντόνια πάνω τους για να μοιάζουν με φαντάσματα.
Δίχως χρονοτριβή ο πρώτος των κλεφτών ανέβηκε αθόρυβα στην αχλάδα. Ο Μαργαριτογιώργης τού πάσαρε τον κουβά με τα κάρβουνα και, αναρριχώμενος και ο ίδιος, πάτησε επίτηδες το κεφάλι του ανυποψίαστου θύματος, που με μια σχεδόν ανακλαστική κίνηση γράπωσε με τα δυο του χέρια το πόδι του παρείσακτου. Αγριεύτηκε με την εμφάνιση των απρόσκλητων επισκεπτών. -«Μιχαήλ, Μιχαήλ» κάνει ο Μαργαριτογιώργης σε μια προσποιητή καθαρεύουσα του Ευαγγελίου. -«Τι θέλεις, Γαβριήλ», απαντά ο απάνω. -«Ο παππάς του Γεροντή απ’ τον πόδα με κρατεί». -«Και ποία τιμωρία να κάμωμεν εις αυτόν». -«Ρίξε πύρινη φωτιά και κατάκαυσον αυτόν».
Απολύτως βεβαιώθηκε ο κοιμώμενος ότι έχει να κάνει με ξωτικά μόλις είδε το περιεχόμενο του κουβά να σπιθίζει μες στο σκοτάδι. Δεισιδαίμων καθώς ήταν, εξαφανίστηκε στο λεπτό. Παραληρούσε επίμονα το πρωί ότι πήγανε «οι διαόλοι να τονε χαλάσουνε», αγνοώντας την επισήμανση των γειτόνων ότι οι διαόλοι δεν κλέβουν αχλάδια, αφού στο δέντρο δεν είχε απομείνει ούτε ένα. Επειτα από σαράντα μέρες πήρε τον παπά να «απολυμάνει» το κτήμα. Εκείνα τα χρόνια οι εξορκισμοί αποτελούσαν δημόσιο θέαμα. Πρώτος-πρώτος ανάμεσα στους εκατοντάδες θεατές ξεχώριζε ο Μαργαριτογιώργης και στην κατακλείδα του ιερέα, «Σε εξορκίζω σατανά», απαντούσε χαμηλοφώνως: «Δεν ξορκίζομαι». Ο άστατος και βροχερός καιρός δεν προσφέρεται σήμερα για ανάλογες επιχειρήσεις.
Μετέωρος [email protected]
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=155839
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε