- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Αντιήρωες που παρηγορούν

06/12/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

Οταν ρωτάς τον Γιάννη Ατζακά αν πιστεύει πως η σημερινή κρίση γυρίζει την Ελλάδα πίσω στο ’50, σου χαμογελά μειλίχια κι έπειτα σε κεραυνοβολεί με το πρασινογάλαζο βλέμμα του. Οχι επειδή θεωρεί πως η κρίση συμπεριφέρεται λιγότερο βάρβαρα και εχθρικά απ’ ό,τι το μετεμφυλιακό κράτος, απέναντι στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, αλλά επειδή πιστεύει πως τα θύματά της δεν έχουν ακόμη θωρακιστεί με «το ακατάβλητο σθένος, την ολιγάρκεια και την αυτάρκεια» που διέκριναν τα φτωχά και τσακισμένα λαϊκά στρώματα την εποχή της οικονομικής ανάπτυξης και της «καχεκτικής δημοκρατίας». Εκείνοι οι ταπεινοί άνθρωποι, που «κράτησαν τον κόσμο στις πλάτες τους» για να τον φέρουν ώς τις μέρες μας, πρωταγωνιστούν στο καινούργιο μυθιστόρημά του Φως της Φονιάς (Αγρα), όπου αφηγείται και τη γέννηση της συγγραφικής του συνείδησης στα 17 του, και τη διαμόρφωσή του στον συγγραφέα που πρωτογνωρίσαμε το 2007, 66άρη πια, και αφού είχε συνταξιοδοτηθεί ως (πολύ μαχητικός) εκπαιδευτικός.

 

Εβδομήντα δύο χρόνων σήμερα, με ψυχή νεανική, πνεύμα ανήσυχο, χαρακτηριστικά γερασμένου Τζέιμς Ντιν και σκέψη ιστορική όπως πάντα, ο Ατζακάς επιστρέφει στο προσκήνιο με το αυτοβιογραφικό βιβλίο-των-βιβλίων-του, όπου συνθέτει από τα κάτω την τοιχογραφία της ελληνικής επαρχίας κατά τη δεκαετία του ’50, ζωντανεύοντας 150 χαρακτήρες με τα σουσούμια τους, τα παρατσούκλια τους, τις φαγωμένες λέξεις και τον πυκνό τους λόγο, τις μικρότητες και το μεγαλείο τους, την τρέλα και τη γνώμη τους.

 

Είναι οι αντιήρωες εκείνης της εποχής, όπου η συντηρητική παράταξη είναι παντοδύναμη, αλλά και η Αριστερά γίνεται για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση (με τις 79 έδρες της ΕΔΑ μετά τις εκλογές του 1958). Είναι τα πρόσωπα που περισσότερο με την απουσία τους παρά με την παρουσία τους επηρέασαν την εξέλιξη των γεγονότων, με πρώτους τους πολιτικούς εξόριστους, οι οποίοι σαν τον αντάρτη πατέρα του Ατζακά πέρασαν τα σύνορα μετά τον Εμφύλιο και ξέμειναν στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Είναι οι μαυροφορεμένες γυναίκες που κατείχαν τις μυστικές γητειές και γιατρειές, γριές όπως η Βενετιά, η γιαγιά-μάνα του συγγραφέα, ή κόρες και αδελφές, που σήκωσαν τα βάρη των πληγωμένων οικογενειών, άντεξαν ατέλειωτες δοκιμασίες, έδωσαν τα πάντα στους δικούς τους και δεν πήραν στο χέρι παρά ελάχιστα ψίχουλα. Είναι οι δάσκαλοι, όπως ο φιλόλογος Σχινάς στο δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων της Καβάλας απ’ όπου αποφοίτησε ο Ατζακάς, οι οποίοι διακινδύνευαν να κηρύττουν την ελεύθερη σκέψη όταν η Εκκλησία είχε τον Καζαντζάκη στο στόχαστρο. Είναι και τα ορφανά του Εμφυλίου, τα στιγματισμένα και στερημένα παιδιά στα βουνά και στα νησιά, στις παράγκες και στα κατώγια, που κατάφεραν να αποτινάξουν τον αόρατο ζυγό του αποκλεισμού και της μιζέριας, χώρισαν από την ίδια τους τη σκιά που τα βάραινε, έμαθαν «γραμματούδια», «τράνεψαν», και βγήκαν στο φως.

 

«Η στάση που κράτησαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι του χθες, μπορεί σήμερα να λειτουργήσει για εμάς ως παρηγορία», μου σχολίασε ο Γιάννης Ατζακάς. Σ' αυτήν λοιπόν εστιάζει το Φως της Φονιάς, όπου εμφανίζεται κι ο ίδιος με το λογοτεχνικό προσωπείο του Γιάννη Αρχοντή, και σκαλίζει τα κρίσιμα χρόνια της συναισθηματικής, πνευματικής και πολιτικής ενηλικίωσής του παίρνοντας το νήμα από τα δυο πρώτα του βιβλία, τα Διπλωμένα Φτερά και τον Θολό Βυθό. Το καινούργιο του βιβλίο έχει κι αυτό απίστευτα γοητευτικές περιγραφές τόπων και ανθρώπων που έχουν χαθεί, όμως το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του εντοπίζεται ακριβώς στη διαδικασία χειραφέτησης, μέσα από την οποία ο Αρχοντής/Ατζακάς λυτρώνεται από το σκοτάδι της εποχής του.

 

Το Φως της Φονιάς διαδραματίζεται την περίοδο 1957-59. Τότε, το ορφανό του αντάρτη που πέρασε έξι χρόνια στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης και δεν γνώρισε άλλο στήριγμα από τη γιαγιά του, επιστρέφει στο Θεολόγο της Θάσου, ερωτεύεται το πιο ωραίο και μοιραίο κορίτσι του χωριού, διακρίνεται στο Γυμνάσιο της Καβάλας, μυείται στη μεγάλη λογοτεχνία, ανακαλύπτει τον πατέρα του και αναπτύσσει καθοριστικές φιλίες. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον νεαρό ήρωα να επανασυνδέεται με τον γενέθλιο τόπο σε μια εποχή μαζικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία, να πετάει από πάνω του την καταφρόνια των ορφανοτροφείων, να επεξεργάζεται (εκεί, στον κάβο της Φονιάς) τα συναισθήματά του, να ανακτά την ταυτότητά του, να αποκαθιστά τον πατέρα του, να αποκτά αντανακλαστικά απέναντι στην αυθαιρεσία της όποιας εξουσίας, να διευρύνει την κουλτούρα του, να συνειδητοποιεί την κλίση του στο γράψιμο, να κερδίζει την αναγνώριση, και εντέλει να χαράζει ο ίδιος τον δρόμο του, επιλέγοντας μια ζωή που ζυγιάζεται «ανάμεσα στον κίνδυνο και την ελπίδα, στην παραίτηση και στην προσπάθεια».

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Ο αντάρτης και οι «επικίνδυνοι πολίτες»

 

Την άνοιξη του 1975, ο Γιάννης Ατζακάς συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα του στο Μπρνο. Αριστερός κι ο ίδιος, διωγμένος από τους συνταγματάρχες, δεν είχε ακόμα κανονικό διαβατήριο, κι όταν το απέκτησε πήγαιναν τακτικά με τη Γιώτα του, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, σύντροφο και στήριγμά του, να τον δουν στη Βάρνα, μέχρι το 1985 που πέθανε. «Εμείς δεν πολεμήσαμε γι' αυτόν τον σοσιαλισμό», τους έλεγε, όμως δεν θέλησε ποτέ να επιστρέψει στην Ελλάδα. Το επεισόδιο αυτό δεν αναφέρεται στο Φως της Φονιάς. Αυτό που περιγράφει όμως στο βιβλίο ο Ατζακάς είναι εξίσου σπαρακτικό. Ο πατέρας που τον είχαν όλοι για χαμένο, ξαναμπήκε στη ζωή του το 1958 στέλνοντας ένα γράμμα από τη Βουλγαρία, με τη φωτογραφία του και την αγάπη του. Η γριά Βενετιά άναψε κερί, όμως ο Γιάννης έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Τον είχε απορρίψει ως εχθρό της πατρίδας. «Η μεθοδική καθοδήγηση των παιδοπόλεων, τα πύρινα κηρύγματα των εκκλησιών, οι φρικιαστικές ιστορίες των φυλλαδίων, οι τρομακτικοί τίτλοι των εφημερίδων, οι επετειακές ιαχές των νικητών», γράφει ο Ατζακάς, είχαν δηλητηριάσει το ανυποψίαστο αγόρι. Από την άλλη όμως, επιστρέφοντας στη Θάσο, έβλεπε τον αντικομμουνιστή γραμματέα της Κοινότητας να επιτηρεί και να τρομοκρατεί τους συγγενείς των «συμμοριτών», έβλεπε τους γέρους να διαβάζουν κρυφά την Αυγή κι ας είχε πάρει 700 ψήφους στο νησί η ΕΔΑ, και τους γείτονές του να μην μπορούν να βγάλουν χαρτιά για τη Γερμανία, ή να κόβονται συστηματικά στο πτυχίο από δωσίλογους καθηγητές. Αυτή είναι η άλλη ιστορία της Αριστεράς, που δεν είναι καθόλου μυθοποιημένη. Ο Ατζακάς την θυμίζει μέσα από σκόρπια περιστατικά και της χρωστά τη δυναμική πολιτική του στράτευση και την περηφάνια για τον πατέρα του.

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=156980