- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Πνεύμα και ηθική (λέμε τώρα)

23/12/13 Άρθρα,ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Ο Λιάπης με τη μόνιμη έκφραση απορίας στο πρόσωπο, τα «έξυπνα» χαρτοφυλάκια (κάποιων) αριστερών βουλευτών, οι μίζες του πρώην διευθυντή εξοπλισμών σε Σιγκαπούρη και Ελβετία: πράγματα και καταστάσεις τελείως διαφορετικά, που όμως σμίγουν στα τηλεοπτικά και διαδικτυακά χωριά, ερεθίζοντας τη μουδιασμένη φαντασία των πολιτών της χώρας. Το ζούμε αυτό, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.

 

Οσο, λοιπόν, ο χρόνος της κρίσης διαρκεί και βαραίνει τη χώρα, το αρνητικό συναίσθημα του κόσμου αρπάζεται από τέτοια συμβάντα, από τη μια ή άλλη «αποκάλυψη» της ημέρας. Κι ίσως το μόνο παρηγορητικό σημάδι στην αενάως σκανδαλισμένη εθνική μας σκηνή να είναι ένα πικρό χιούμορ που ξεμυτίζει εδώ κι εκεί: κάποιες λίγες λέξεις που αποτυπώνουν τον βαθύτερο παραλογισμό της κατάστασης.

 

Θέλω όμως να πω εδώ κάτι που πάει πέρα από τα πρόσωπα της επικαιρότητας: ότι η όλη δραματουργία γύρω από την «αναζήτηση του υπαίτιου» μοιάζει να έχει αγγίξει ένα όριο. Το υστερικό μελό στην πρωινή τηλεοπτική ζώνη, οι τάχατες βέβηλοι εξυπνακισμοί στιλ «Ελληνοφρένειας», η καταθλιπτική, κατά βάθος, επιθετικότητα στα social media, κρύβουν το πραγματικό πρόβλημα: την αδυναμία μας να πάμε λίγο μακρύτερα από τη συναισθηματική καθήλωση αυτών των χρόνων. Γι’ αυτό και το κυνήγι του εκτεθειμένου της ημέρας, του ηλίθιου της εβδομάδας, του παλιάνθρωπου της τελευταίας είδησης, έχει χάσει την αλλοτινή λάμψη του.

 

Με δυο λόγια: η διάχυτη φαντασίωση ενός ειδικού δικαστηρίου που θα λειτουργεί συγχρόνως και ως ανελέητη και ακάματη «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» δεν προσθέτει πια τίποτα στην πραγματικότητα και στον τρόπο που την αποτιμούμε.

 

Υπάρχει, φυσικά, και η αντίθετη άποψη, που λέει ότι μόνο η μεγάλη τιμωρία θα φέρει την κάθαρση, αποκαθιστώντας τις κλονισμένες ισορροπίες της κοινωνικής συνοχής. Ποια σχέση έχει όμως η όποια νέα ισορροπία στην κοινωνία με τη μοχθηρή ανταπόδοση και την άγρια χαρά που αισθάνονται κάποιοι ξεσκίζοντας τον εκάστοτε προσφερόμενο; Και με ποια λογική η έξοδος από τον ζόφο περνά μέσα από την αναπαραγωγή του πιο φτηνού μίσους;

 

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για το ηθικό ζήτημα σε αυτή την κρίση και στις διακλαδώσεις της μέσα στον χρόνο. Προφανώς, αυτό το ηθικό ζήτημα δεν μπορεί να είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα που αποφασίζει για τους ενόχους και τους αθώους της κάθε «υπόθεσης». Πόσο μάλλον όταν αυτό το δημοψήφισμα διά της πληκτρολόγησης έχει πάρει τη μορφή ρωμαϊκής αρένας παρά κάποιας μυθοποιημένης εκκλησίας του δήμου.

 

Μέρες που είναι, σκέφτομαι ότι μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να αποδίδει δικαιοσύνη χωρίς κακία και μικρότητα. Ούτε η πολιτική μας κριτική ούτε η κοινωνική ανάλυση. Και ο λόγος είναι απλός: στην πολιτική κριτική είναι μεγάλος ο πειρασμός να κατακεραυνώσεις, να συνταχθείς με τον κυματισμό της στιγμής, να είσαι ευγενικός με τους δικούς σου και λάβρος με τους εχθρούς σου. Σπάνια μπορείς να μπεις στη θέση του άλλου, να αναγνωρίσεις ότι ο κόσμος είναι εύθραυστος και κυρίως ότι είναι «λιγότερος» από τις προσδοκίες που τρέφεις για την αρετή και την ευψυχία στην πολιτική. Στη λογοτεχνία μπορεί αντίθετα να συναντήσει κανείς τη μεγαθυμία που έχει ήδη αποποιηθεί τον ρόλο του πολιτικού επίτροπου ή του δημόσιου κατήγορου. Η φωνή μπορεί να υψώνεται, δίχως όμως να πέφτει πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων, ακόμα και των πιο αξιοκαταφρόνητων περιπτώσεων.

 

Σημαίνει αυτό ένα είδος συγχωρητικής διάθεσης; Οτι, στο πνεύμα των ημερών, είπαμε να αδιαφορήσουμε για το πόθεν έσχες των εκπροσώπων του έθνους ή τον πλήρη αυτοεξευτελισμό του «γόνου της ιστορικής οικογενείας»; Σημαίνει μήπως ότι αμφισβητούμε την ανάγκη επαγρύπνησης του πολίτη για τα ήθη της πολιτικής και των ανθρώπων που φέρουν τώρα ή έφεραν στο παρελθόν θεσμικές ιδιότητες; Καθόλου.

 

Το πρόβλημα που θίγουμε εδώ έχει να κάνει με τη δεύτερη, και μάλλον παραγνωρισμένη, σημασία της λέξης κρίση. Μιλώ για την ικανότητα να διακρίνουμε τα φαινόμενα, τις πράξεις και τη βαρύτητά τους. Και για την ανάγκη να πάρουμε αποστάσεις από εκείνη την ηθικολογία που θέλει τα δημόσια πρόσωπα αψεγάδιαστα και από τον κυνισμό που απολαμβάνει δικαιωμένος –πάντοτε- το ξεγύμνωμα και τον διασυρμό τους.

 

Το εκκρεμές μεταξύ ενάρετων οραμάτων και χαιρέκακου κυνισμού δεν φτιάχνει φυσικά πολιτική κοινωνία. Οδηγεί μόνον με προβλέψιμο τρόπο στο επόμενο μικροσκάνδαλο και στο ανάλογο σούσουρο. Τη ίδια στιγμή, όμως, η απίστευτη σκληρότητα που εκπέμπουν με τα σχόλιά τους οι ηθικολόγοι και οι κυνικοί -ο καθένας με τον τρόπο του– καθαγιάζει τελικά την προσφιλή συνήθεια των τελευταίων χρόνων: το να προβάλουμε το πληγωμένο αίσθημα δικαίου στην εικόνα ενός ανθρώπου που φοράει χειροπέδες ή ενός ανθρώπου που πέφτει στις λάσπες, δίκαια ή άδικα. Το ηθικό μας ζήτημα εξαντλείται έτσι στο μαστίγωμα του «λαμόγιου» και στην απόλαυση που μας προσφέρει ενίοτε η θορυβώδης πτώση κάποιων παραδειγματικών περιπτώσεων του παλαιού καθεστώτος, του καιρού της «ευημερίας».

 

Πολύ συχνά, η κριτική που βυθίζεται μακάρια στην απόρριψη και στην ανακούφιση του αναθέματος, γίνεται ένας νέος κομφορμισμός. Τόσο οι εύκολοι στόχοι της όσο και το απολύτως συμβατικό της συμπέρασμα (όλοι απατεώνες, όλοι τους τελικά καθάρματα!) υπηρετούν θαυμάσια τις αδράνειες του παρόντος.

 

 

* Καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=161254