- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
Προσωπική κατάθεση
05/01/14 ΠΟΛΙΤΙΚΗ
[1]Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Μορφές συνέχειας, και ασυνέχειας – Από την ιστορική εθνεγερσία στην οικουμενική δυσφορία» των εκδόσεων «Θεμέλιο»
Ας αρχίσω λοιπόν. Αντίθετα με τους επικούς ποιητές που αρχίζουν την αφήγησή τους «από του μέσου», θα ακολουθήσω τον συγγραφέα της Πάπισσας, ξεκινώντας από την αρχή. Ως αυτοσχέδιος αυτοβιογράφος, θα μιλήσω πρώτα για τις καταβολές μου, για τις επιρροές που με σφράγισαν και για τις συγκυρίες και συμπτώσεις που με διαμόρφωσαν, περιοριζόμενος βέβαια σε ό,τι παραμένει συνειδητό και εκλογικεύσιμο. Τις υπόγειες και ασυνείδητες διαδρομές που πάντα παραμονεύουν με τη μορφή άλυτων γρίφων δεν είμαι ούτε αρμόδιος, ούτε κατάλληλος, αλλά ούτε και πρόθυμος να τις αποκρυπτογραφήσω. Για να θυμηθούμε τον Ανρί Λεφέβρ, το προβαλλόμενο «Αθροισμα» θα παρατεθεί σε πλήρη αφαίρεση από ένα «Υπόλοιπο», δίχως το οποίο το Ολο δεν μπορεί να έχει νόημα.
[2]Θα περιορισθώ λοιπόν σε όσα θυμάμαι, αρχίζοντας υποχρεωτικά από την καταγωγική μου σφραγίδα. Προερχόμενος από μεσοαστικό οικογενειακό περιβάλλον, μεγάλωσα προφυλαγμένος από τις αντιφάσεις της ζωής. Είχα το προνόμιο, την τύχη ή την ατυχία να ανατραφώ εγκλεισμένος μέσα σε κουκούλι. Οντας παιδί της Κατοχής, θυμάμαι τον πατέρα μου ντυμένο στα χακί και τους ένστολους Γερμανούς να παρελαύνουν στη Βασιλίσσης Σοφίας. Αλλά ούτε νεκρούς είδα, ούτε πυροβολισμούς άκουσα, ούτε επεισόδια θυμάμαι. Ακόμα και αν πείνασα, δεν έζησα την τραγωδία της πείνας. Και δεν είχα αδέλφια. Ακόμα και αν έπαιζα με παιδιά στις γειτονικές αλάνες, βρισκόμουνα πάντα υπό την άγρυπνη εποπτεία της μάνας μου. Ηδη από παιδί, ονειροπολούσα ως ασφαλής και μόνος μου. Και ίσως αυτό να με σφράγισε περισσότερο από ό,τι θα μπορούσα, τότε, να φαντασθώ.
Οι γονείς μου είχαν χωρίσει από τότε που ήμουν τριών ετών. Και γι’ αυτόν το λόγο, ίσως, οι άμεσες επιρροές που μου άσκησαν υπήρξαν διαφορετικές, ίσως και αντίρροπες. Από τη μια μεριά η μητέρα μου. Από πλούσια οικογένεια της Πάτρας που είχε καταστραφεί στον Μεσοπόλεμο, και ιδιαίτερα καλλιεργημένη —φίλη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Κωστάκη και του Μίστου Τσάτσου, του Παντελή Πρεβελάκη και του Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο και μετέφρασε στα αγγλικά—, μου άνοιξε τον δρόμο προς την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Μου ’μαθε τρεις ξένες γλώσσες —η ίδια μιλούσε τέσσερις— και μου εμφύσησε την αγάπη για την τέχνη, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Θυμάμαι, ήμουν δεν ήμουν δέκα ετών, που μου έφερε ένα πικάπ και τους πρώτους μου δίσκους, την Εβδόμη Συμφωνία του Μπετόβεν, φυσικά σε 78 στροφές. Θυμάμαι που μου έδειχνε τις αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ και μου διάβαζε ποιήματα του Καβάφη και του Κητς. Και θυμάμαι ότι για να με αποτρέψει από το να διαβάζω τη Μάσκα, μου έπαιρνε ένα βιβλίο κάθε Σάββατο, με πρώτο τον Μαγγελάνο τον Στέφαν Τσβάιχ.
Δεν σταμάτησα βέβαια να διαβάζω τη Μάσκα, που τα παλιά της τεύχη προμηθευόμουνα από τον Απόστολο Μαγγανάρη στο σκονισμένο πατάρι της οδού Χρυσοσπηλιωτίσσης αριθ. 3. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα καταβροχθίζω αστυνομικά μυθιστορήματα. Παράλληλα όμως με αυτά, και μαζί με τον Ιούλιο Βερν, στις υπέροχες καθαρευουσιάνικες εκδόσεις του Σιδέρη, άρχισα να διαβάζω αχόρταγα ό,τι έπεφτε στο χέρι μου. Οι πρώτοι ήρωές μου ήταν, φύρδην μίγδην, ο Ντετέκτιβ Χ, ο Φιλέας Φογκ, ο Γιάννης Αγιάννης, ο Ανθρωπος-Αράχνη, ο κόμης Μοντεχρήστος, ο πλοίαρχος Νέμος και ο Μιχαήλ Στρογκώφ σε συνεχή συμβίωση με τον Μάρκο Πόλο, τον Κολόμβο, τον Μαγγελάνο και τον κάπταιν Κουκ. Δεν είναι τυχαία η ακαταμάχητη γοητεία που έμελλε να ασκήσουν πάνω μου ο Τζακ Λόντον, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, ο Ράιντερ Χάγκαρντ και αργότερα ο Ιταλο Καλβίνο και ο Μπόρχες, καθώς και ο Ντεφόε, ο Σουίφτ, ο Εντγκαρ Αλλαν Πόε, ο Λούις Κάρολ και, μέσα από εντελώς διαφορετικές διεργασίες, ο Ερνστ Μπλοχ. Στη φαντασία μου δεν ξεχώριζαν το αδύνατο και το δυνατό, η πραγματικότητα και η ουτοπία. Εμμεσα, λοιπόν, η παρουσία του περιβάλλοντος της μητέρας μου στο ταξίδι της ζωής μου υπήρξε διαρκής και ανεξίτηλη. Μέσα απ’ αυτήν έμαθα να μη φοβάμαι να φεύγω και να μη βιάζομαι να επιστρέψω.
Από την άλλη μεριά, αντίθετα, η συμβολή του πατέρα μου υπήρξε εξίσου αποφασιστική, αλλά έμμεση, αντιφατική και θα ’λεγα «ανακλαστική». Δεν με επηρέασε προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε, αλλά προς την εντελώς αντίθετη. Η παρουσία του ήταν συνεχής, πιεστική και συχνά αυταρχική. Στο όνομα της οικογενειακής συνέχειας, μου επέβαλε να σπουδάσω νομικά. Το «όφειλα» στο όνομά μου, και στις τέσσερις γενιές δικηγόρων που είχαν προηγηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια απρόβλεπτο. Από τη μια μεριά μου άνοιξε τον δρόμο προς την αυστηρότητα της νομικής επιχειρηματολογίας και μου εμφύσησε την αγάπη της καθαρής λογικής. Από την άλλη μεριά, όμως, μου δημιούργησε άπωση προς τη δικηγορική πρακτική, την οποία έμελλε να εγκαταλείψω μετά από ελάχιστα χρόνια. Σε μια από τις πρώτες δικηγορικές υποθέσεις που «χειρίστηκα» αναγκάστηκα να «διαπραγματευθώ» υπό τας γραμμάς με κάποιον «αρμόδιο». Παραξενεύτηκα. Η ιδέα της δικηγορίας ως λειτουργήματος κλονιζόταν. Η απάντηση πως «έτσι είναι τα πράγματα» δεν με κάλυπτε.
Και κάτι αντίστοιχο συνέβη και σε σχέση με την πολιτική, με την οποία ήταν αναμεμειγμένος ήδη από το 1945. Δίχως να το αντιλαμβάνεται, με εισήγαγε στα (πιο αθώα και ορατά βέβαια) παρασκήνια των παιγνίων της εξουσίας. Και με αυτόν τον τρόπο με έφερε σε επαφή με την αθεράπευτη διγλωσσία του κυρίαρχου πολιτικού λόγου. Στα μάτια ενός παιδιού είναι ακατανόητοι οι λόγοι για τους οποίους ο κρυφός ανταγωνισμός ανάμεσα σε συμμάχους εμφανίζεται πιο έντονα σε καθημερινή βάση από τις εγγενείς διαφορές με τον οποιονδήποτε αντίπαλο. Πώς γίνεται; Πού βρίσκεται το «συλλογικό»; Και αν τα πράγματα «είναι» έτσι, δεν υπάρχουν, αναρωτιόμουνα, άλλες οδοί; Ετσι άρχισαν οι εν πολλοίς ασυνείδητες, επώδυνες, σταδιακές, επιλεκτικές και αμφίσημες, αλλά ολοένα και πιο ισχυρές, «αντιστάσεις» μου στην πατρική συμβολική εξουσία. Με αποτέλεσμα να γίνω νομικός αλλά όχι δικηγόρος, πολιτικοποιημένος αλλά όχι πολιτευόμενος.
Τέλος, εντελώς ειρωνικά, ο πατέρας μου ήταν επίσης εκείνος που, άθελά του πάντα, με εισήγαγε στην τραγική διάσταση του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι. Οντας συνήγορος του Μπελογιάννη -γεγονός που μπορεί ίσως να εκπλήξει εκείνους που τον ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη πολιτική του «σταδιοδρομία»-, με πήρε μια μέρα μαζί του στο δικαστήριο. Είμαι, μάλιστα, ίσως ένας από τους ελάχιστους επιζώντες που βρέθηκα στην απολογία του.
Χωμένος μέσα στα δικηγορικά έδρανα, έβλεπα και άκουγα, δίχως όμως να καταλαβαίνω και πολλά. Θυμάμαι, ωστόσο, ότι όταν, φεύγοντας από το στρατοδικείο, με πήγε σε ένα εστιατόριο -νομίζω ήταν στο «Αβέρωφ» όπου η ορχήστρα έπαιζε εύθυμες μελωδίες του Λέχαρ και του Κάλμαν- και μου εξήγησε πως ο άνθρωπος αυτός πρόκειται να εκτελεσθεί για αυτά που πιστεύει, άρχισα να καταλαβαίνω την ουσία του πολιτικού δράματος στο οποίο είχα παραστεί ως ακούσιος μάρτυρας. Κάτι έσπασε μέσα μου. Βουβάθηκα. Αρχισα να σκέφτομαι πως η πολιτική δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα απλό παίγνιο εξουσιαστικών φιλοδοξιών. Ηταν επίσης κάτι «άλλο», που αναφερόταν στην ουσία της κοινωνικής συνύπαρξης. Δίχως λοιπόν να το έχει αντιληφθεί, και πάντως δίχως να το επιδιώκει -όταν κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, του το είπα, έγινε έξω φρενών-, ο πατέρας μου με είχε σπρώξει στην αγκαλιά της ιδεολογικής και κυρίως της ηθικής οικογένειας της «Αριστεράς». Από τη στιγμή εκείνη, αυτός τουλάχιστον ο κύβος φαινόταν να έχει ριφθεί.
Θυμάμαι ότι το επόμενο καλοκαίρι, πάλι μαζί με τον πατέρα μου, βρέθηκα με την κόρη τού επίσης εκτελεσθέντος Μπάτση, ένα πανέμορφο κοριτσάκι λίγο πιο μικρό από μένα. Δεν έγινε βέβαια η παραμικρή κουβέντα για τον πατέρα της ή τη δίκη. Αλλά, στα μάτια μου, η παρουσία της συνόψιζε τη βαρβαρότητα και την υποκρισία της κοινωνίας που μας περιέβαλλε. Τις σύντομες διακοπές που πέρασα μαζί με το παιδί του εκτελεσμένου τις βίωσα σαν δράμα. Κατάλαβα πως όλοι, ακόμα και οι άνθρωποι του «περιβάλλοντός» μου, υπόκειντο στην αδικία, στον παραλογισμό και στην εξόντωση.
Τα μαθήματα του πατέρα μου ήταν, λοιπόν, ανάμεικτα και διαμεσολαβημένα. Και γι’ αυτό ίσως άργησα να καταλάβω το χρέος μου σ’ αυτόν. Μου επέτρεψε να συγκρουσθώ μαζί του και με τις ιδέες του με τους δικούς μου όρους και να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο, δίχως να πάψει να μου προσφέρει την (αυταρχική και λογοκριμένη) αγάπη του. Με αυτή την έννοια, του χρωστάω τους όρους της χειραφέτησής μου.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=163369
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε