- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε
«Εχω βιώσει την προδοσία του μεγάλου έρωτα. Γι΄ αυτό αγαπώ τη Μήδεια»
05/01/14 ART,ΘΕΜΑΤΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART
[1]Η ηθοποιός που δεν σταματάει ποτέ να μας εκπλήσσει, είτε με τις μεγάλες ερμηνείες της είτε με τη στάση ζωής της, πρωταγωνιστεί στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία» στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Βασίζεται στην τραγωδία του Ευρυπίδη, την οποία όμως ανατρέπει με έναν σχεδόν προφητικό τρόπο
«Οσο προχωρά η κρίση, εγώ λες και μέσα μου χαλυβδώνομαι για να αντισταθώ. Αυτό φαίνεται και στην επιλογή μου να παίξω με μια αβανγκάρντ ομάδα. Σε μια παράσταση χωρίς επιχορήγηση, χωρίς χορηγία, με έσοδο ένα ελάχιστο ποσοστό επί των εισιτηρίων, που μοιράζονται τόσοι άνθρωποι. Το κάνω γιατί νιώθω ότι εκεί η ψυχή μου ανθίζει. Δεν λέω ότι με την επιλογή μου θα αλλάξει ο κόσμος. Τα μαθήματά μας τα έχουμε πάρει. Η δική μας γενιά δημιούργησε το σημερινό τέρας»
Της Εφης Μαρίνου
[2]Ο κόσμος κατέρρευσε, ο πολιτισμός καταβυθίστηκε. «Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία», είναι το εγκώμιο για τον θάνατο του πολιτισμού και της ανθρώπινης ύπαρξης που ολοκλήρωσε ο Δημήτρης Δημητριάδης πριν από δέκα χρόνια, αλλά μοιάζει σαν να το έγραψε μόλις σήμερα. Σήμερα, που το παλιό εξοστρακίστηκε βίαια συμπαρασύροντας τα πάντα, και το καινούργιο δεν λέει να φανεί.
Το έργο του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα σκηνοθετεί ο Γιάννης Σκουρλέτης στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Το κείμενο χρησιμοποιεί ως θεατρική ποιητική σύμβαση τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Ακολουθεί τα πρόσωπα –προσθέτει μάλιστα τη Γλαύκη-, τον τόπο και τα γεγονότα της τραγωδίας, αλλά σε κάποιο σημείο ο μύθος διαστρέφεται για να οδηγήσει κατευθείαν στις μέρες μας. Στο τέλος του πολιτισμού, του έρωτα, της δημιουργίας.
Οι θεοί πέθαναν. Η Πυθία αυτοκτόνησε. Μια άγνωστη καταστροφική δύναμη, ξεκινώντας από τους Δελφούς, επελαύνει και στο διάβα της δεν αφήνει όρθιο τίποτα. Ακόμα και η θεϊκή δύναμη της βάρβαρης μάντισσας κάνει φτερά. Είναι πια μια γυναίκα μόνη και απροστάτευτη στο έλεος των διωκτών της, αφού οι Κορίνθιοι σ' αυτήν αποδίδουν το χάος.
Πρόσωπα ρημαγμένα ζουν σε μια φαβέλα στις παρυφές της πόλης. Δεν έχουν τίποτα πέρα από ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, κάποια λαμπιόνια που φωτίζουν τριγύρω. Η σκηνή είναι χωρισμένη σε τέσσερις χώρους, σημαδεμένους με μνήμες από τη ζωή της Μήδειας. Στο κέντρο δεσπόζει ένα κρεβάτι, σημείο αναφοράς του έρωτα, του πάθους, της ατίμωσης, της ερήμωσης. Εκεί βρίσκεται στη μεγαλύτερη διάρκεια η Μήδεια, φορώντας ένα απλό τζιν, τακούνια και μια γούνα ριγμένη στους ώμους, γραφικό απομεινάρι της θηριώδους καταγωγής της. Κρατά ένα μαχαίρι, προέκταση του χεριού της, άχρηστο τώρα, χωρίς καμιά δύναμη.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι ηθοποιός έμπειρη, ταλαντούχα, εργασιομανής, τολμηρή. Και με τη Μήδεια τη συνδέει ένας παλιός και ταξιδιάρικος έρωτας. Μαζί της περιόδευσε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Και τώρα, την ξανασυναντά. Ηττημένη και ανήμπορη. Θνητή.
«Το έργο ακολουθεί τη δομή της τραγωδίας» μας εξηγεί. «Ο Ιάσων ετοιμάζεται να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα. Η Μήδεια προδομένη, ξένη σε ξένο τόπο, τρελή από οργή, ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της. Κομβικό σημείο είναι η άφιξη του βασιλιά της Αθήνας στην Κόρινθο, όπου το έργο αποκλίνει από την τραγωδία δηλώνοντας μια πρωτόγνωρη συνθήκη. Τα νέα από το Μαντείο των Δελφών είναι δυσοίωνα: δεν υπάρχουν πια θεοί. Το άγαλμα του Απόλλωνα βρίσκεται στο έδαφος ακέφαλο. Η Πυθία τρελάθηκε και έπεσε από έναν γκρεμό. Η Μήδεια διστάζει να πιστέψει τον Αιγέα, νομίζοντας ότι τα χρόνια σάλεψαν το μυαλό του. Σύντομα όμως η καταστροφή από τους Δελφούς φτάνει στην Κόρινθο. Οι ανθρώπινες ψυχές παραλύουν. Η Μήδεια συνειδητοποιεί ότι πράγματι οι θεοί πέθαναν. Η ίδια έχει χάσει τις μαντικές της ικανότητες. Τα φονικά της δώρα δεν σκοτώνουν τον Κρέοντα και τη Γλαύκη -τα δηλητηριώδη μείγματα δεν λειτουργούν-, αντίθετα ο Κρέων πνίγει την κόρη του σ' έναν αλλόκοτο ερωτικό παροξυσμό. Ο Ιάσων, ανένδοτος στις ικεσίες της Μήδειας, εξαφανίζεται μαζί με τα παιδιά. Εκείνη μόνη, απογυμνωμένη από οτιδήποτε αφορά τη μυθική, θεϊκή καταγωγή της, ηττημένη και εξιλαστήριο θύμα, αποκτά όλο και περισσότερες ανθρώπινες διαστάσεις».
• Το σκηνικό βάζει αμέσως τον θεατή μέσα στην παράσταση.
«Στον Γιάννη Σκουρλέτη αρέσει ο αχανής χώρος του γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη, γιατί εκεί μπορεί να εγκαταστήσει το προσωπικό του εικαστικό σύμπαν. Παρ' όλο που περιορίζονται οι θέσεις, οι θεατές γίνονται “ενεργοί”. Κατεβαίνοντας από τις σκάλες προς το υπόγειο δεν οδηγούνται απευθείας στις θέσεις τους, αλλά διασχίζουν διαδρόμους-λαβυρίνθους που εικονοποιούν την παρακμή της εποχής, τα απομεινάρια ενός πεθαμένου πολιτισμού».
• Τι ήταν αυτό που προκάλεσε την απόλυτη καταστροφή;
«Η περιφρόνηση στη βαθύτερη φύση του ανθρώπου. Οπως στην τραγωδία του Ευριπίδη έτσι κι εδώ η Μήδεια συμβολίζει το μυστηριακό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, το πρωταρχικό, το αρχετυπικό, το ένθεο. Η Μήδεια είναι το πάθος, η ποίηση, η φαντασία, το αρχέγονο στοιχείο κόντρα στον κόσμο που εκφράζει τον Ιάσονα, τον δομημένο στην ψυχρή λογική, το συμφέρον, τη συσσώρευση πλούτου, την εξουσία. Αλλά ξεχνώντας τη διττή φύση του ανθρώπου η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Και τότε μοναδική λύση είναι η διάλυση, με την ελπίδα ότι από τις στάχτες θα αναδυθεί ένας καινούργιος πολιτισμός, αληθινός, ουσιαστικός. Είναι απίστευτο πόσο προφητικό είναι το έργο, γραμμένο δέκα χρόνια πριν· μια έξοχη ποιητική αλληγορία. Ο άνθρωπος χωρίς το πάθος είναι ανίκανος να δημιουργήσει. Δεν είναι τυχαίο που η λογοτεχνία, το σινεμά, η μουσική, το θέατρο στοχεύουν στον μεγάλο, γενεσιουργό έρωτα. Οταν έχουμε διαφθαρεί, αλλοτριωθεί στο κέντρο της ύπαρξής μας, η ζωή μάς τον στερεί. Και τότε τελειώνουν όλα».
• Η τέχνη και ο έρωτας στη δική σας ζωή είχαν, όμως, πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Είναι γνωστό ότι είμαι άνθρωπος που πάντα επικεντρωνόταν σ’ αυτό το όνειρο: την τέχνη και τον έρωτα. Στο όνομά τους δεν έκανα οικογένεια, παιδιά. Δεν αντέχω μια ζωή χωρίς έρωτα. Είχα σχέσεις πάθους. Αγάπησα και αγαπήθηκα, πληγώθηκα, εγκαταλείφθηκα. Εχω βιώσει την προδοσία του μεγάλου έρωτα. Γι' αυτό αγαπώ τη Μήδεια. Την αισθάνομαι κοντά μου».
• Επιμένετε ακόμα να πέφτετε στη φωτιά για τον έρωτα;
«Ολόψυχα ναι. Ζούμε σε μια εποχή στεγνή, που συνεχώς μας ακυρώνει. Τίποτα δεν έχει νόημα, τίποτα δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε. Σε μένα λειτουργεί μια αντίστροφη διαδρομή. Οσο προχωρά η κρίση, εγώ λες και μέσα μου χαλυβδώνομαι για να αντισταθώ. Αυτό φαίνεται και στην επιλογή μου να παίξω με μια αβανγκάρντ ομάδα, την Bijoux de Kant, που σπάει τις φόρμες, αναθεωρεί κατεστημένα και αντιλήψεις. Σε μια παράσταση χωρίς επιχορήγηση, χωρίς χορηγία, με έσοδο ένα ελάχιστο ποσοστό επί των εισιτηρίων, που μοιράζονται τόσοι άνθρωποι. Το κάνω γιατί νιώθω ότι εκεί η ψυχή μου ανθίζει. Αναζητώ συνεχώς διαφορετικούς τρόπους έκφρασης, την αιχμή του δόρατος, το καινούργιο. Λόγοι επιβίωσης με ανάγκασαν να κάνω μερικές φορές πράγματα αξιοπρεπή μεν, αλλά όχι αυτά που λαχταρούσε η καρδιά μου. Κι ενώ θα περίμενε κανείς τώρα, μέσα στην κρίση, να υποκύψω στους μεγαλύτερους συμβιβασμούς, αντιστέκομαι. Η ποίηση, η μαγεία που έχει ανάγκη η ψυχή μου, με οδηγούν στο άλλο άκρο. Μου αρκεί να νιώθω πλήρης, ευτυχισμένη με αυτό που κάνω. Δεν λέω ότι με την επιλογή μου θα αλλάξει ο κόσμος. Τα μαθήματά μας τα έχουμε πάρει. Η δική μας γενιά δημιούργησε το σημερινό τέρας».
• Αυτή η διαπίστωση τι αισθήματα σας δημιουργεί;
«Με θυμώνει πολύ. Πρέπει να κρατήσουμε τον εαυτό μας σε εγρήγορση και να ξύσουμε κάποιες συνειδήσεις. Ομως δυστυχώς στο θέατρο έρχονται εκείνοι που ούτως ή άλλως είναι ανήσυχοι και όχι όσοι θα έπρεπε να ακούσουν, να δουν, μήπως και αφυπνιστούν. Αλλά ο αγώνας είναι μονόδρομος. Ακόμα κι αν δεν μπορώ να σκοτώσω το τέρας, θα το πολεμήσω μήπως το αποδυναμώσω».
• Με ποιο τρόπο;
«Δεν έχω όπλα να πολεμήσω το κακό παρά μόνο μέσα από μια προσωπική στάση ζωής. Πέρσι έπαιξα στο “Κίεβο”, μια παράσταση που δίχασε με το θέμα της -δεν άρεσε σε όλους. Ομως ήταν ανάγκη να μιλήσουμε για τον τρόμο της ανόδου του φασισμού. Δεν έχω να προτείνω καμιά λύση μέσα σ’ αυτό το χάος. Οι άνθρωποι επιλέγουν να στραφούν στη βία, στον εύκολο στόχο που είναι πάντα ο ξένος, ο μετανάστης -όπως και στη Μήδεια, το πρόσωπο που αντιπροσωπεύει το άγνωστο προκαλώντας τον φόβο, τη μισαλλοδοξία. Το ίδιο κάνει σήμερα ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Απέναντι σε ποιους; Σ' αυτούς που έφυγαν από τον πόλεμο και τη φτώχεια της πατρίδας τους αναζητώντας μια ανθρώπινη ζωή. Γνωρίζω καλά και από πρώτο χέρι τι σημαίνει ξενιτιά. Θείοι, ο αδελφός μου μετανάστευσαν στη δεκαετία του ’60 στη Γερμανία. Οι μισοί άντρες του χωριού μου στον Εβρο ξενιτεύτηκαν. Δεν θα ξεχάσω την απήχηση της “Μήδειας” με το Εθνικό Θέατρο στο εξωτερικό. Στην Αυστραλία ή στον Καναδά το έργο αποκτούσε άλλες διαστάσεις. Οταν ακούγονταν οι στίχοι που αναφέρονταν στο τι σημαίνει να είσαι ξένος σε μια χώρα, η ατμόσφαιρα δονούνταν».
• Νοσταλγείτε τον γενέθλιο τόπο;
«Είναι ένα χωριό στον Εβρο, στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Η δική μου Κολχίδα. Εκεί πέρασα όλα τα παιδικά μου χρόνια. Είναι ο τόπος που αγαπώ, οι μνήμες μου, ρίζες με γερά θεμέλια. Οποτε επιστρέφω, είτε νοερά είτε ταξιδεύοντας εκεί, συγκινούμαι γιατί ξαναβρίσκω την άλλη, τη χαμένη Ελλάδα. Την πραγματική αξία, την ομορφιά της ψυχής, την έννοια της αλληλεγγύης και της κοινότητας. Εγώ μεγάλωσα σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν είχαν εργάτες, αλλά ζούσαν και δούλευαν σαν οικογένεια. Οι φίλοι, οι γείτονες, οι συγγενείς συμμετείχαν στο μάζεμα της σοδειάς πότε στο χωράφι του ενός και πότε στου άλλου. Στις αυλές καθαρίζοντας τα καλαμπόκια ή βγάζοντας τους ηλιόσπορους από τα ηλιοτρόπια. Πάνω σε κιλίμια με τραγούδια ή σε νυχτέρια. Εζησα χειμώνες και καλοκαίρια, μύρισα χυμούς στα δέντρα. Ξέρω τι σημαίνει φρέσκο αμύγδαλο, άσπρο μέσα και πράσινο απέξω. Τέτοιες αισθήσεις, μυρωδιές έχω μέσα μου. Στα χρόνια της εφηβείας μου οι δικοί μου έφυγαν από το χωριό στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω. Ξεριζώθηκαν, ο πατέρας μου άφησε τη δουλειά του, τη φύση, το καφενείο του. Μετά κατέβηκα στην Αθήνα. Κι όταν οι γονείς μου μεγάλωσαν πολύ τους έφερα εδώ, κοντά μου».
• Ησασταν η πρωταγωνίστρια του Ανοιχτού Θεάτρου για πολλά χρόνια μαζί με τον Μηνά Χατζησάββα. Αλλά φύγατε πρώτη.
«Δίπλα στον Γιώργο Μιχαηλίδη, άνθρωπο ευρύτατης παιδείας, έμαθα πολλά. Μετά από οκτώ χρόνια ένιωσα την έξοδό μου ως εσωτερική ανάγκη. Είναι ο ίδιος λόγος που κάνει κάποιον να φύγει από μια σχέση, ένα γάμο. Οταν κάτι ολοκληρώνει τον κύκλο του αισθάνεσαι ότι δικαιούσαι να γνωρίσεις κι άλλες μεθόδους δουλειάς, να βρεις κι άλλους δασκάλους, να συναντήσεις κάτι διαφορετικό. Τα τελευταία χρόνια του “Ανοιχτού” συνέπεσαν με την τηλεοπτική συνεργασία μου με τον Κώστα Κουτσομύτη και αργότερα ξεκίνησε μια σειρά από ενδιαφέρουσες θεατρικές συνεργασίες, με τους Ντασσέν, Βολανάκη, Λιουμπίμοφ, Στάιν, το Εθνικό, το “Αμόρε” και αλλού. Και μετά άνοιξε ένας άλλος κύκλος στο “Επί Κολωνώ”. Ηθελα πολύ να συνεργαστώ με την Ελένη Σκότη, μια σκηνοθέτρια της αμερικάνικης σχολής, που γνωρίζει καλά τον ψυχολογικό ρεαλισμό. Ηταν πολύτιμη εμπειρία, με έκανε να αποκτήσω μια άλλη σχέση, βαθύτερη και με το ποιητικό θέατρο, τον τρόπο που κοιτάζω ακόμα και την τραγωδία».
• Ο ηθοποιός επηρεάζεται από ένα κακό κοινό;
«Η σχέση κοινού και σκηνής είναι πράγματι αμφίδρομη. Ο θεατής υποβάλλει την παράσταση που θα δει κάθε βράδυ. Και ο ηθοποιός ξέρει καλά πότε το κοινό είναι ενεργητικό, ανήσυχο, απαθές. Μπορεί να είναι χαμένος στον κόσμο της σκηνής αλλά το βλέμμα παρακολουθεί. Από εκεί πάνω καταλαβαίνεις ποιος σηκώθηκε, ποιος ψιθύρισε, ποιος γέλασε. Ακούς την αναταραχή ή την ησυχία στην πλατεία. Κι αυτό σε επηρεάζει, ενισχύει ή αποδυναμώνει τη συγκέντρωσή σου. Ο ηθοποιός δεν πατά ένα κουμπί και παίζει. Οι συνθήκες τον βοηθούν να υπερασπιστεί το κείμενο, τον ρόλο, την παράσταση».
• Είστε πάντα τόσο δουλευταρού, τόσο επίμονη στη δουλειά σας. Υπάρχει χρόνος για άλλες σκέψεις;
«Με απασχολεί πού πάμε ως κοινωνία, ως ανθρωπότητα. Με τρομάζει η σκέψη ότι φτάσαμε στο σημείο η καθημερινότητά μας να στερείται ουσιαστικής ποιότητας στις σχέσεις, στα θέματα ασφάλειας, πολιτισμού. Να μη λειτουργεί ένα σοβαρό σύστημα Παιδείας, Υγείας. Οι ηλικιωμένοι να μην μπορούν να αγοράσουν τα φάρμακά τους, παιδιά να πεθαίνουν επειδή τους έκοψαν το ρεύμα».
• Είστε εξοικειωμένη με τον θάνατο;
«Βίωσα στην εφηβεία μου θανάτους που με άγγιξαν βαθιά, με έκαναν πολύ νωρίς να νιώσω τη ματαιότητα της ύπαρξης. Σε ηλικία 17 χρονώ μια φίλη της μητέρας μου έχασε και τα δυο της παιδιά. Ηταν μια συνταρακτική αίσθηση ακύρωσης, βίωμα που έγραψε μέσα μου. Η θνητότητα άρχισε να αποκτά ένα νόημα μέσα από την τέχνη, σαν να την ξόρκιζα. Ενας λόγος που δεν έκανα παιδιά ήταν κι αυτός: τρόμαζα τον θάνατό τους. Η πείρα της ζωής μεγαλώνοντας σαν να με έφερε σε επαφή με κάτι κρυμμένο, όχι αντιληπτό από τις αισθήσεις ή το μυαλό, ίσως η υποψία για το ενδεχόμενο να συμβαίνει κάτι άλλο, ένα παράλληλο σύμπαν. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι η ανθρώπινη ανάγκη μου να παρηγορηθώ. Λίγο-πολύ όλοι συναντιόμαστε ξαφνικά με κάτι που μας βάζει σε άλλες σκέψεις. Σαν να αποδέχτηκα το αναπόφευκτο κάποτε τέλος με μια γλυκύτητα, σαν να το θεωρώ ένα κομμάτι της ζωής που έχει κάποιο νόημα. Αλλωστε ποιος γνωρίζει με σιγουριά; Ποιος επέστρεψε για να μας πει τι υπάρχει “από πίσω”; Αλλά προς το παρόν ας μείνουμε ψύχραιμοι για να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα θέματα που ζητούν λύση άμεσα».
* INFO: Ιδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη-Γκαράζ (Πειραιώς 206, Ταύρος- Τηλ.: 210-3418550) «Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία» του Δημήτρη Δημητριάδη. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης. Μουσική: Κώστας Δαλακούρας. Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος. Σκηνικό περιβάλλον: Γιάννης Σκουρλέτης, Δήμητρα Λιάκουρα, Περικλής Πραβήτας, Κωνσταντίνος Σκουρλέτης. Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λένα Δροσάκη, Τάσος Καραχάλιος, Γιώργος Παπαπαύλου, Κρις Ραντάνοφ.
Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=163391
Πατήστε ΕΔΩ για να εκτυπώσετε