- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ενας ιδανικός παραγωγός: σεβόταν τον σκηνοθέτη

07/01/14 ART

Σήκωσε στα χέρια του τρεις φορές το Οσκαρ καλύτερης ταινίας («Η φωλιά του κούκου», «Αμαντέους», «Ο Αγγλος ασθενής») και ποτέ δεν υποτάχθηκε στα μεγάλα στούντιο

 

getFileArc343434hive [1]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[2]«Ολοι σου λενε «μας αρέσει, μας αρέσει, μας αρέσει», ότι θέλουν να κάνουν μεγάλες ταινίες όπως ο «Αγγλος ασθενής», που να είναι συγχρόνως σοβαρές και έξυπνες. Αλλά μετά σε κοιτάνε και σου λένε: «Θα μπορούσες να πάρεις την Ντέμι Μουρ για τον ρόλο;» Ολοι φοβούνταν αυτή την ταινία» διηγιόταν ο Σολ Ζαντς.

 

Ο θρυλικός παραγωγός του Χόλιγουντ πέθανε την Παρασκευή στο Σαν Φρανσίσκο σε ηλικία 92 χρόνων από επιπλοκές αλτσχάιμερ. Κι όμως αυτός ο πεισματάρης άνθρωπος, ο «τελευταίος των μεγάλων ανεξάρτητων παραγωγών» , σύμφωνα με τους «New York Times», πότε δεν ανακατεύτηκε με τον καλλιτεχνικό τομέα της ταινίας. Οπως έλεγε ο Μίλος Φόρμαν, με τον οποίο συνεργάστηκε τρεις φορές, «είναι ο ιδανικός παραγωγός γιατί καταλαβαίνει ότι το φιλμ γίνεται από ένα και μόνο πρόσωπο, τον σκηνοθέτη, και όχι από επιτροπές». Ο Ζαντς κατάφερε με τους δικούς του όρους να σηκώσει στα χέρια του τρεις φορές το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, πάντα μεταφέροντας στην οθόνη γνωστά μυθιστορήματα. Το 1975 για τη «Φωλιά του κούκου» του Μίλος Φόρμαν, το 1984 για το «Αμαντέους» πάλι του Φόρμαν και το 1996 για τον «Αγγλο ασθενή» του Αντονι Μινγκέλα. Κέρδισε και ένα ακόμα, τιμητικό αυτή τη φορά, Οσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του ( Irving G. Thalberg Memorial Award).

 

Ο Σολ Ζαντς, πριν αρχίσει να κάνει ταινίες σε προχωρημένη ηλικία (στα 50 του), είχε ήδη κερδίσει μια περιουσία από τη μουσική βιομηχανία. Τη δεκαετία του 1950 εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο και ξεκίνησε ως πωλητής στην εταιρεία Fantasy Records, ένα label που είχε στο ρόστερ του τον Ντέιβ Μπρούμπεκ, τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, τον Λένι Μπρους αλλά και το μάνατζμεντ των περιοδειών τού Ντιουκ Ελινγκτον, του Σταν Γκεντς και άλλων. Το 1967 αγόρασε την εταιρεία και λάνσαρε ένα ροκ συγκρότημα που έμεινε στην Ιστορία, τους Creedence Clearwater Revival, άσχετα αν αργότερα για οικονομικούς λόγους συγκρούστηκε ακόμα και στα δικαστήρια με τον κιθαρίστα και τραγουδιστή τους Τζον Φόγκερτι. Τα κέρδη τής Fantasy Records εκτοξεύτηκαν και με τις τζαζ επιλογές του (Τζον Κολτρέιν, Μάιλς Ντέιβις, Τελόνιους Μονκ κ.ά.).

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μεταπήδησε στον κινηματογράφο. Δεν άλλαξε φιλοσοφία. Επαναστάτης, αντισυμβατικός και μανιώδης αναγνώστης λογοτεχνίας, μια εποχή που θεός ήταν το box office και οι σταρ, επένδυσε τα χρήματά του σε σοβαρές ταινίες σκηνοθετών που δεν ήταν τόσο γνωστοί (Μίλος Φόρμαν, Αντονι Μινγκέλα, Πίτερ Γουΐερ).

 

Εκανε αμέσως αίσθηση με τη «Φωλιά του κούκου», που βασιζόταν σε μυθιστόρημα του Κεν Κέιζι για έναν ατίθασο τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής ο οποίος ξεσηκώνει τους πάντες εναντίον της τυραννικής νοσοκόμας. Ο Μάικλ Νταγκλας έγινε συμπαραγωγός του, ο Τζακ Νίκολσον έπαιξε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας του παίρνοντας αντί για αμοιβή ποσοστά στα κέρδη. Η ταινία κόστισε 4,4 εκατ. δολάρια, κέρδισε 120 εκατ. και σάρωσε σε Οσκαρ και Χρυσές Σφαίρες.

 

Με τον Φόρμαν ξανασυνεργάστηκαν με την ίδια τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία στο «Αμαντέους», βασισμένο στο θεατρικό έργο του Πίτερ Σάφερ. Τα στούντιο το είχαν απορρίψει ως πολύ ακριβό (ταινία εποχής γυρισμένη στην Πράγα). Κόστισε 18 εκατ. δολάρια, κέρδισε οχτώ Οσκαρ και 55 εκατ. δολάρια.

 

Από το 1975 ώς το 2007 γύρισε εννέα ταινίες, οι περισσότερες χωρίς καμιά στήριξη από τα στούντιο του Χόλιγουντ. Εκτός από τις τρεις, που κέρδισαν συνολικά 22 Οσκαρ σε όλες τις κατηγορίες, δικές του είναι η «Ακτή του κουνουπιού» του Γουΐερ και «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Φίλιπ Κάουφμαν, που δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Αλλες ταινίες του ήταν πραγματική οικονομική καταστροφή. Γι' αυτό, παρ' όλο που οι κριτικοί τον αποθέωναν, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει το στάτους άλλων παραγωγών, όπως ο Σπίλμπεργκ, ο Ζάνουκ, ο Λούκας. Είχε όμως κάτι μοναδικό. «Την πίστη που χρειάζεται για να κάνεις ταινίες μεγάλες και φιλόδοξες», όπως είχε πει ο Αντονι Μινγκέλα.

 

Κάτι ήξερε ο τόσο πρόωρα χαμένος σκηνοθέτης. Πάλι το ίδιο σνομπάρισμα από τα στούντιο για το πρότζεκτ του «Αγγλου ασθενή», που βασιζόταν σε βραβευμένο με Μπούκερ μυθιστόρημα του Μάικλ Οντάατζι. Τους άρεσε ο Ρέιφ Φάινς, αντιδρούσαν για την τότε άγνωστη Κριστίν Σκοτ Τόμας. Την ταινία έσωσε ο Χάρβεϊ Γουέινστιν της Μίραμαξ. Εβαλε αυτός 26 εκατ., άλλα 5 ο Ζαντς, η ταινία έσκισε στα Οσκαρ και μάζεψε από τις αιθουσες 231 εκατ. δολάρια.

 

Ο Σολ Ζαντς γεννήθηκε το 1921 στο Νιου Τζέρσι σε μια οικογένεια Εβραίων μεταναστών από την Πολωνία.

 

Επιμ.: Β.Γεωργ.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=163859