- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τα κοκόρια στην αυλή

12/01/14 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

Της Αρχοντίας Κάτσουρα

 

[1]Με ένα χαμόγελο, σχεδόν το ίδιο πάντα, αντιδρώ όταν για πολλοστή φορά παίζεται στην τηλεόραση η ταινία «Οι κυρίες της αυλής» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ταινία-διασκευή του θεατρικού έργου «Το έκτο πάτωμα» του Αλφρέ Ζερί, προσαρμοσμένο στην ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, τότε που γύρω από την ίδια αυλή ζούσαν διάφοροι άνθρωποι και μοιράζονταν λίγο-πολύ τις ίδιες δυσκολίες.

 

Το έργο αυτό δεν έχει πια παρά μικρή σχέση με την πραγματικότητα που ξέρουμε: δεν υπάρχουν πια φιλόξενες αυλές με ασβεστωμένες γλάστρες και λουλούδια, η απαίτηση για την καταβολή ενοικίου έχει αντικατασταθεί από τη δόση του στεγαστικού, κανείς δεν μαθαίνει τι κάνει ο διπλανός του και μάλλον ούτε ενδιαφέρεται. Ωστόσο, περιέχει μια σκηνή, αυτή για την οποία επιμένω να βλέπω κάθε φορά την ταινία.

 

Οι κυρίες της αυλής, για λόγους ασαφείς αλλά με προφανή σκοπό να ενοχλήσουν, παίρνουν τα σκουπίδια τους και πάνε και τα αφήνουν σε μια πανομοιότυπη γειτονική. Στη συνέχεια, οπλισμένες με σκούπες, σφουγγαρίστρες και κατσαρολικά, παρατάσσονται έξω από τις πόρτες τους, περιμένοντας την αντίδραση των θιγμένων γειτονισσών τους. Αυτές με τη σειρά τους, ανταποκρινόμενες στην πρόκληση και κραδαίνοντας τα ίδια όπλα, επιτίθενται στις πρώτες. Ακολουθεί μια μάχη, στη διάρκεια της οποίας σηκώνεται στο πόδι ολόκληρη η μικρή κοινωνία τους και το αποτέλεσμά της είναι τσιρότα, μπανταρισμένα κεφάλια και ξηλωμένα ρούχα. Ομως, όπως λέει η Αννούλα, η σεμνή κοπέλα της γειτονιάς, την άλλη μέρα «θα τα έχουν ξεχάσει όλα».

 

Υπάρχει μια γλυκιά αίσθηση αθωότητας σ’ αυτόν τον αυτοσχέδιο και σχεδόν χωρίς λόγο καβγά, που ίσως κρύβει και την ανάγκη αυτών των γυναικών να εκτονωθούν, να αποτινάξουν από πάνω τους την ένταση και την πίεση που προκαλούν οι δυσκολίες της ζωής, την έλλειψη προοπτικής όταν κάποιος ζει σε καθεστώς φτώχειας. Ετσι, με μια δόση συνενοχής, αποφασίζουν να κάνουν αυτόν τον ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, δίνοντας διέξοδο σε ό,τι τις βαραίνει.

 

Συνέβαινε πάντα, το τελευταίο διάστημα όμως, και όσο περνάει ο καιρός ακόμη περισσότερο, παρατηρείται ένα παρόμοιο φαινόμενο στην πολιτική ζωή, το οποίο όμως, αντί για χαμόγελα, προκαλεί οργή, θυμό, ακόμη και αγωνία για το τι μας μέλλεται. Υπουργοί και κυβερνητικά στελέχη, αρχηγοί και αρχηγίσκοι κομμάτων, πολιτικοί γενίτσαροι και γνήσιοι ιδεολόγοι επιδίδονται σε έναν ανάλογο πόλεμο «σκουπιδιών», δυσανάλογα περισσότερο δύσοσμων. Στην προσπάθειά τους να αναδειχθούν νικητές τροπαιοφόροι του κυβερνητικού ή αντιπολιτευτικού έργου, επιδίδονται σε εκατέρωθεν ύβρεις και προπηλακισμούς, με απαραίτητο συμπλήρωμα τις απειλές για προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Τα όπλα τους δεν είναι κατσαρόλες και σκουπόξυλα, αλλά ένα «ευγενές» λεξιλόγιο που τσακίζει κόκαλα και χαλκεύει συνειδήσεις. Τα επιχειρήματα εκλείπουν και οι αντεγκλήσεις κυριαρχούν.

 

Πεδίο «μάχης», τα παράθυρα των τηλεοπτικών εκπομπών, εκεί όπου οι ψύχραιμες φωνές δεν χωράνε και τον ρόλο του διαιτητή παίζει κάποιος τηλε-δημοσιογράφος –που τρίβει τα χέρια του για την τηλεθέαση. Οταν η μάχη τελειώσει και έρθει το διάλειμμα για διαφημίσεις, οι κάθε λογής εθνοπατέρες μας θα διορθώσουν τη γραβάτα τους, θα χαριεντιστούν μεταξύ τους και ατσαλάκωτοι και καλοζωισμένοι θα επιστρέψουν στα καθήκοντά τους: να κυβερνήσουν τον λαό, για χάρη του οποίου έδωσαν ακόμη μία παράσταση. Σταγόνα από το δικό τους αίμα δεν θα χυθεί, κι ας πάλευαν σαν τα κοκόρια που διεκδικούν κυριαρχία στο ίδιο κοτέτσι.

 

Δουλειά τους είναι να λάβουν επώδυνα μέτρα: να μειώσουν κι άλλο τους μισθούς, να απολύσουν υπαλλήλους ή να διευκολύνουν τους εργοδότες να το κάνουν, να αυξήσουν κι άλλο τους φόρους –άλλωστε όλα για το καλό μας και για το καλό της πατρίδας γίνονται. Επίσης, με τη βοήθεια κάποιου επικοινωνιολόγου, θα προετοιμαστούν για την επόμενη μάχη στα μαρμαρένια αλώνια της τηλεθέασης ώστε να πετύχουν τον στόχο τους: την πόλωση και μέσω αυτής τη διατήρηση των θώκων τους. Ο πολίτης-τηλεθεατής δεν έχει παρά να διαλέξει αυτόν που «τα λέει καλύτερα» και με πιο βροντερή φωνή. Γι’ αυτόν μόνο άσπρο πρέπει να υπάρχει και μόνο μαύρο –και σε ένα από τα δύο πρέπει να καταθέσει την ψήφο του. Χρώματα άλλα δεν υπάρχουν, ούτε καν οι αποχρώσεις του γκρι.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=165186