- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Τριαντάφυλλα

21/01/14 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Ο φίλος που μου κάνει το τραπέζι σπίτι του δεν ενδιαφέρεται τόσο για την εμφάνιση των εδεσμάτων, για την αισθητική του τραπεζιού. Χαμένη σ’ έναν πορτοκαλεώνα μέσα η οικία και στη βεράντα της απολαμβάνεις τον κορινθιακό ήλιο, το σικυώνιο φως, τις ευωδιές φυτών-δέντρων-λουλουδιών. Τα γαβγίσματα των δύο σκύλων, γρυλίσματα χαράς, συντελούν στη συμφωνία της υπαίθρου, στη βαθύτητα των βλεμμάτων. Εξεγείρονται τα φίλοινα κύτταρα. Το αεράκι χαϊδεύει τα σώματα. Η γλώσσα μπερδεύεται· η άρθρωση δυσκολεύεται, τα χείλη καίνε. Γιατί; Φταίνε οι Αλκυονίδες; Φταίει το πείσμα του οικοδεσπότη που δεν το βάζει κάτω και υποστηρίζει ότι είναι ώρα να γκρεμίσουμε το παλαιό καθεστώς;

 

Ο,τι και να φταίει, η συμμέθεξη συμβαίνει, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Αλλά η μεγάλη ποίηση δεν έχει χαθεί, μήτε και η ελάσσων (επινενοημένη είναι, ούτως ή άλλως, η διαφορά μεταξύ μείζονος και ελάσσονος ποίησης), μήτε, ακόμη, απουσιάζουν οι μεγάλοι ποιητές. Απλώς, σήμερα, ασυναίσθητα, η ποίηση εισβάλλει στο κινούν αίτιο της ύπαρξής μας, στην κάθε μας μέρα δηλαδή. Ισχύει αυτό όσο ξένο και αν φαίνεται στη συνείδηση των περισσοτέρων. Ο φίλος λοιπόν στρέφει το ενδιαφέρον μου στα χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα, κόκκινα, λευκά, πορτοκαλί, μοβ (!), μπορντό (!). Ολες φορτωμένες, πλούσιες· είναι η τελευταία ανθοφορία πριν από το κλάδεμά τους που θα τις ετοιμάσει για την εαρινή γονιμότητα. Πανύψηλες οι βέργες και στην κορυφή τα τριαντάφυλλα. Ο μετρίου αναστήματος φίλος αδυνατεί να δρέψει τους καρπούς. Με παρακαλεί να τον βοηθήσω. Αρνούμαι. «Αφησέ τα», απαντώ βαρύθυμα, «δεν σέβεσαι το ύψος τους;». Ηθελα να πω την ομορφιά τους, αλλά άμα βλέπεις παντού την ομορφιά, ο απέναντι αρχίζει και μαζεύεται· υποψιάζεται ότι κάποιο ψώνιο είναι δίπλα του. «Πες μου, αγαπητέ, ότι σου αρέσουν τα χρώματα και παράτα τις διπλωματικές απαντήσεις»· με βοηθά έτσι να αρχίσω να λέω ανοησίες για τον χώρο, να τον επεκτείνω από τον κήπο στην ευρύτερη περιοχή, από την ιδιωτική σφαίρα, εννοώ, στη δημόσια. Μας λείπει το έδαφος, καταλήγουμε συμφωνώντας. Αλλά, νομίζω, πριν απ’ όλα (έδαφος και ανθρώπους) μας λείπει η άπεφθη εικόνα της φύσης, που αντιλαμβανόμαστε με τους οφθαλμούς μας.

 

Λείπουν τα χρώματα, αλλά και τα αρώματα, της φύσης και της μνήμης. Λείπει η τριανταφυλλένια υφή της συνείδησης, της επαφής, της ενόρασης, πιθανώς.

 

«Πλάκα πλάκα -εξομολογείται ο φίλος- προτιμώ να συνομιλώ με τα τριαντάφυλλά μου, παρά να ακούω τις πρωθυπουργικές μεγαληγορίες ή τους ψιττακισμούς των τηλεοπτικών συναδέλφων σου, με το συμπάθιο κιόλας…»

 

Οι Αλκυονίδες σε μια παραλιακή πόλη σαν κι αυτή που μένει ο φίλος στον Κορινθιακό είναι ένα πανηγύρι εξέγερσης του σώματος απέναντι σε χειμώνες και τροϊκανούς νόμους, μια απελευθέρωση των υγρών του, των χυμών του, του ιδρώτα του. Μια συνομιλία με τα τριαντάφυλλα, ένα τρυφερό, έστω και σύντομο, αγκάλιασμα με ανθούς και ακάνθους, διότι η ομορφιά απαιτεί κόπο και θυσίες, πόνο και υπομονή. Πού θα πάει; Θα τη συναντήσουμε κάποτε, ελπίζω σύντομα.

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=167844